Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Στέλλα Κονιτοπούλου αγαπάει την country

Πολυπράγμων, αισιόδοξη, αυθεντική νησιώτισσα. Η Στέλλα Κονιτοπούλου που γεννήθηκε στον Κυνίδαρο της Νάξου (τον «Απίκραντο», όπως αποκαλούσαν παλιά οι ντόπιοι το χωρίο, επειδή δεν είχε πίκρες) έχει γνωρίσει πίκρες στη ζωή της, αλλά έχει φτάσει σε ένα σημείο στη ζωή της, από όπου ο κόσμος φαντάζει ομορφότερος από ποτέ. Η επίγονος ενός σογιού με βαρύ μελωδικό όνομα, η κόρη της σπουδαίας Αγγελικής Κονιτοπούλου, κατοικεί από τα έξι της χρόνια στην Αθήνα και συνεχίζει να πραγματοποιεί τα όνειρά της: όλα είναι γραμμένα με νότες σε πεντάγραμμο. Ως μαθήτρια, γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο και ακολουθούσε τους Κονιτοπουλαίους στις εμφανίσεις τους, ενώ από νωρίς ξεκίνησαν οι δυνατές συνεργασίες που συνεχίζονται μέχρι σήμερα: Αριστείδης Σούκας, Τασία Βέρα, Γιάννης Βασιλόπουλος, Γιάννης Μαρκόπουλος,  Θανάσης Πολυκανδριώτης, Σταμάτης Χατζόπουλος, Γιάννης Πάριος, Γιάννης Γιοκαρίνης, Ελένη Γιανατσούλια είναι μόνο μερικοί από τους ανθρώπους που ταξίδεψαν μουσικά μαζί της.

Τελικά, ο Έλληνας θέλει τον νταλκά του λαϊκού τραγουδιού, τη βουνίσια νοσταλγία του δημοτικού ή την ευθυμία του νησιώτικου για να γλεντήσει;
Όλα τα θέλει νομίζω! Ανάλογα με αυτό που νιώθει την κάθε στιγμή. Ίσως γι’ αυτό και αντέχουν τόσο στο χρόνο αυτά τα είδη μουσικής, επειδή μέσα από αυτά ο κόσμος βιώνει και εκφράζει συναισθήματα χωρίς να το πολυσκέφτεται. 

Πώς γεμίζετε τις μέρες σας; Με τι ασχολείστε και πού σας πετυχαίνει γενικότερα κανείς; Ασχολούμαι πολύ με τη δουλειά, αυτόν τον καιρό ηχογραφώ και κάποια νέα τραγούδια, αλλά και με το σπίτι και τις υποχρεώσεις τις καθημερινότητας. Ο χρόνος όμως που αφιερώνω καθαρά σε μένα είναι αυτός που περνάω παίζοντας τένις, μια δραστηριότητα που την έβαλα κάπως αργά στη ζωή μου αλλά την έχω αγαπήσει πολύ. Κάποιος λοιπόν μπορεί να με πετύχει ευκολότερα σε κάποιο γήπεδο, παρά οπουδήποτε αλλού.

Τι μουσική ακούτε; Πού διασκεδάζετε; Σίγουρα με ενδιαφέρει ο,τι έχει να κάνει με παραδοσιακή μουσική από όλο τον κόσμο, αγαπώ πολύ την country, όπως αγαπώ και κάποιες φωνές που κάνουν τη μέρα μου πιο όμορφη, σαν αυτή της Norah Jones ας πούμε. Σε γενικές γραμμές, θα έλεγα πως ακούω ό,τι με συγκινεί. Τώρα ως προς το πως διασκεδάζω, νομίζω ότι μετά από τόσα χρόνια που φροντίζω να περνούν καλά οι άλλοι, έχω συνδέσει τη δική μου διασκέδαση με πράγματα που δεν έχουν να κάνουν και τόσο με τη μουσική, γι’ αυτό και δεν βγαίνω πολύ. Αν βγω όμως, πιθανότατα θα αναζητήσω να ακούσω καλό λαϊκό τραγούδι.

Έχετε κάποιο καλλιτεχνικό απωθημένο;  Πάντα υπάρχει κάτι που θα ήθελα να έχω κάνει και δεν το έκανα, όπως επίσης και πράγματα που έχω κάνει και στη συνέχεια αναρωτιέμαι γιατί τα έκανα! Όμως έτσι είναι αυτή η δουλειά. Απαιτεί πολλές φορές να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου και αυτό έχει το πιο μεγάλο ενδιαφέρον πιστεύω. Μάλιστα θα έλεγα ότι όσο μεγαλώνω, μου αρέσει όλο και περισσότερο να εκπλήσσω το κοινό με πράγματα στα οποία δεν περιμένει να με δει και να με ακούσει και ίσως δεν περίμενα ούτε κι εγώ! Γενικώς, πολλοί μου λένε πως περιμένουν να κυκλοφορώ κάπως συντηρητικά ντυμένη και σοκάρονται όταν με βλέπουν με τις φόρμες. Άλλοι μου λένε πως δεν είμαι όσο μεγάλη σε ηλικία νόμιζαν τελικά και τέτοια! Νομίζω πως αυτό που με περιγράφει καλύτερα είναι ο ενθουσιασμός που έχω για τα απλά πράγματα της ζωής. Τα τελευταία χρόνια έχω συνεργαστεί με σπουδαίους μουσικούς που παντρεύουν την παράδοση με σύγχρονα στοιχεία (βλ. Loxandra Ensemble, Μάνος Κουτσαγγελίδης κ.α.) κάτι που με ενδιαφέρει να έχει συνέχεια. Απωθημένα, λοιπόν, δεν υπάρχουν, μόνο όρεξη και τρέλα για να πάμε παρακάτω.

Πέρασαν σχεδόν σαράντα χρόνια από την πρώτη σας εμφάνιση. Μπορείτε να θυμηθείτε, αλήθεια, εκείνη την πρώτη πρώτη φορά που τραγουδήσατε; Ήμουν 13 ετών και βγήκα να πω ένα τραγούδι στο μαγαζί που είχε τότε η οικογένεια μου στα Άνω Πατήσια, φορώντας ένα λευκό φόρεμα και έχοντας μείνει παγωμένη στην ίδια θέση μέχρι να τελειώσει η μουσική. Συνεννοήθηκα με το μαέστρο και ερμήνευσα το τραγούδι “Καμπάνα του Εσπερινού”. Όταν τελείωσε το τραγούδι, έτρεξα στα παρασκήνια, φοβισμένη για την αντίδραση της μητέρας μου, αλλά εκείνη μ’ αγκάλιασε συγκινημένη. Ε, από εκείνη την στιγμή πήρα το χρίσμα της τραγουδίστριας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα.

Σήμερα, όμως, γιατί να ασχοληθεί ένα νέο παιδί με την μουσική παράδοση; Να ασχοληθεί γιατί αν μπει στη διαδικασία να την “καταλάβει”, πιθανότατα θα επιθυμήσει να δημιουργήσει κάτι δικό του πάνω σε αυτό που του παραδόθηκε. Κι έτσι θα χτίσει τον δικό του προσωπικό δεσμό με ένα παρελθόν που μέχρι πρότινος δεν του έλεγε τίποτα, ενώ είναι η ρίζα του. 

Εσάς η ρίζα σας είναι η Νάξος και τα κλαδιά σας η Κηφισιά. Τι συμβολίζουν για εσάς αυτοί οι συγκεκριμένοι τόποι; Η Νάξος είναι ο τόπος στον οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα και η Κηφισιά η πόλη στην οποία διάλεξα να μείνω με την οικογένειά μου.  Και τα δύο είναι για μένα μέρη ασυναγώνιστης ομορφιάς, κυρίως γιατί σε αυτά έχω περάσει τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου, παρέα με αγαπημένα μου πρόσωπα. Μεγαλώνοντας, η Νάξος συνδέθηκε περισσότερο με τα καλοκαίρια μου, παρά τον περιορισμένο χρόνο που περνώ εκεί πια, και η Κηφισιά έγινε η καθημερινότητά μου. Γι’ αυτό και στην Κηφισιά αποφάσισα πριν μερικά χρόνια να ασχοληθώ με τα κοινά, προσφέροντας εθελοντικά εκεί που θα μπορούσα να είμαι χρήσιμη. Έτσι, σήμερα καταπιάνομαι με τα παραδοσιακά χορευτικά του Δήμου μας, έναν θεσμό με πολύ μεγάλη συμμετοχή μελών, που μου δίνει τη δυνατότητα να γίνομαι πολύ δημιουργική μέσα από αυτά που ετοιμάζουμε κάθε φορά. 

Ονειρεύεστε για το μέλλον; Φυσικά, τα όνειρα δεν σταματούν ποτέ! Τα δικά μου θα έλεγα βέβαια, πως είναι αρκετά απλά. Θα ήθελα, ας πούμε μετά από χρόνια σκληρής εργασίας, να μπορώ να πηγαίνω συχνότερα στο νησί και να χαίρομαι περισσότερο τον χρόνο που περνάω εκεί.Σε ό, τι έχει να κάνει με το τραγούδι, θα ήθελα κάποια στιγμή να φτιάξω έναν δικό μου χώρο, μικρό και φιλόξενο, στον οποίο να τραγουδάμε παρέα με φίλους, λίγους μουσικούς και φυσικό ήχο, όπως παλιά, όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα.

Κυρία Κονιτοπούλου, έχετε γυρίσει όλο τον πλανήτη χάρη στην τέχνη σας. Ενώνει, τελικά, η διασκέδαση, τους λαούς;  Η μουσική τους ενώνει σίγουρα, αλλά η διασκέδαση νομίζω πως όχι. Υπάρχει διαφορά στο πώς εκφράζεται ο κάθε λαός σε αυτό το κομμάτι. Για παράδειγμα, πριν μερικά χρόνια τραγούδησα σε κάποια φεστιβάλ στη Ν. Ιταλία στα οποία το μεγαλύτερο μέρος του κοινού ήταν από διάφορες χώρες, μεταξύ αυτών και Έλληνες, όπου κάθονταν όλοι σχεδόν ευλαβικά και άκουγαν τα τραγούδια, ακόμη και τα πιο χορευτικά. Πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα.

Η Στέλλα Κονιτοπούλου με τη συντάκτρια της Popaganda Γεωργία Δρακάκη

Γεωργία Δρακάκη

Share
Published by
Γεωργία Δρακάκη