Categories: ΠΡΟΣΩΠΑ

Η Πηνελόπη Τσιλίκα προτιμά να είναι κακή σε κάτι απ’ το να είναι πάντα ίδια

Την Πηνελόπη Τσιλίκα, τη γνώρισα τότε που η κραυγή της πνίγηκε στα αγριεμένα κύματα της «Μικράς Αγγλίας», μουδιάζοντας παραμονές του 2014 την αίθουσα εκείνου του κινηματογράφου στο κέντρου της Αθήνας, δημιουργώντας ένα μικρό κι αμήχανο τρεμόπεγμα στα δάχτυλα της μητέρας μου, που κάθονταν δίπλα. Σήμερα, καθισμένες στη Μεθώνης και ψάχνοντας ποιο είναι το πιο ασφαλές μέρος να ακουμπήσουμε τις πολύχρωμες μάσκες KN με τις οποίες πλέον κυκλοφορούμε, μιλάμε γι’ αυτήν την εποχή, για τις ημέρες, τους μήνες, τις χρονιές που πολλές και πολλούς από εμάς, μας έκαναν διαφορετικούς ανθρώπους.

«Υπάρχει μια πρόταση που λέει ο Στέλιος (σ.σ. Μάινας) στην παράσταση που ανεβάζουμε, σε σχέση με το Τσέρνομπιλ: “Κι ωστόσο δεν μπορείς να ζεις συνέχεια μέσα στον φόβο”. Θέλω να πιστεύω ότι βρισκόμαστε στην τελευταία φάση αυτής της περιόδου αυτού του πανδημικού κολάφου που ζούμε. Για μένα, όπως και για πολλούς ανθρώπους ακόμη, ήταν μια οριακά τραυματική περίοδος, με ταυτόχρονα έντονα δημιουργικά στοιχεία που μου επέτρεψαν να κάνω πράγματα στη δουλειά μου, που αγάπησα πολύ. Κληθήκαμε όλες κι όλοι να διαχειριστούμε μια εντελώς καινούργια πραγματικότητα, ιδιαίτερα αποκαλυπτική σε σχέση με το πόσο κατανοήσαμε ότι ο τρόπος επιλογής δράσης του ενός, μας επηρεάζει όλους. Ο καθένας κλήθηκε να πάρει μια ευθύνη. Άνθρωποι που δεν περίμενες έδειξαν πολύ μεγαλύτερο νοιάξιμο για τον άγνωστο «άλλο», από κάποιους που πίστευες ότι θα επιδεικνύανε μια πιο ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση, και που τελικά δεν το έκαναν. 

Προσωπικά, οι εικόνες απ’ την Ιταλία με συντάραξαν, πέθανε μια ολόκληρη γενιά στη χώρα αυτή. Έπειτα, φοβήθηκα για εμένα και τους ανθρώπους μου, δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ ότι περπατούσα στη Χαριλάου Τρικούπη και σκεφτόμουν “ωχ, έρχεται κάποιος από απέναντι”. Έδρασα φοβισμένα για πολύ καιρό. Όταν τελειώσει όλο αυτό, θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε ένα συλλογικό τραύμα που η κάθε μία και ο κάθε ένας από εμάς θα πρέπει να αποτιμήσει τι έμαθε απ’ αυτό, τι του προκάλεσε και πώς θα συνεχίσουμε από εδώ και πέρα. Μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι πλέον έφηβη, ότι έχω ευθύνες, στοχάστηκα πάνω στο πώς θέλω να υπάρχω από εδώ και μπρος. Ήταν ένα στάδιο ενηλικίωσης κατά κάποιον τρόπο.

Θεωρώ ότι όπως σε κάθε μορφή Τέχνης, έτσι και στο θέατρο, αυτό που συντελείτε πάνω στη σκηνή δρα επουλωτικά στις ζωές των ανθρώπων. Δίνουμε ένα ραντεβού στις εννιά, για να κάτσουμε δύο ώρες μαζί, να συνδιαλλαγούμε ηθοποιοί και θεατές πάνω σε κάποια ζητήματα που μας απασχολούν. Ειδικά στο “Τσέρνομπιλ”, οι ιστορίες των ανθρώπων τότε, μοιάζουν πολύ με τις δικές μας σήμερα, αποτελώντας ένα ιστορικό κομμάτι μιας εποχής που θα μείνει για πάντα, όπως ακριβώς θα συμβεί και με τις δικές μας. Μπορεί να μη μείνουν τα ονόματα μας, όμως εμείς είμαστε οι άνθρωποι που ζούμε αυτήν την εποχή. Είναι στα αλήθεια σπουδαίο να βλέπεις τις “μικρές” ζωές να ξεπερνούν την Τέχνη, κι αυτό είναι απόλυτα ανακουφιστικό. Υπάρχει μια συνέχεια στις σκέψεις των ανθρώπων, κι αυτό δεν μας καθιστά μόνους».

Η Πηνελόπη μου λέει ότι στον χώρο του θεάτρου οι άνθρωποι πλέον αυτορυθμίζονται σε σχέση με την πανδημία, προσπαθώντας να βρουν τρόπους να διαχειριστούνε την ανασφάλεια που νιώθουν, εξαιτίας της άρνησης της πολιτείας να θεσμοθετήσει το οτιδήποτε σε σχέση με εκείνους. Παράλληλα, οι μέρες που βιώσαμε και βιώνουμε απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη φόρτιση εξαιτίας των αποκαλύψεων σε σχέση με τις κακοποιητικές συμπεριφορές στον χώρο.
«Μπορώ να σου πω ότι για κάποιον λόγο δεν μου έκαναν εντύπωση όσα αποκαλύφθηκαν. Οι γυναίκες αυτές εξομολογήθηκαν όσα έζησαν, κάνοντας με να νιώσω συγκίνηση, ενώ παράλληλα πληγώθηκα βαθιά ακούγοντας όλα αυτά. Είναι θέμα τύχης να μην έχεις ζήσει κάτι ανάλογο ή να σου έχει τύχει σε μικρότερο βαθμό. Εν δυνάμει είμαστε όλες στη θέση όσων μίλησαν, κι όσων δεν μίλησαν.

Υπάρχει μια γενιά που πέρασε πολύ δύσκολα γιατί πίστεψε ότι αυτός ο τρόπος ζωής μέσα στο θέατρο είναι αδιαπραγμάτευτος, ότι δηλαδή το να κάνεις θέατρο είναι κάτι αβάσταχτο που εμπεριέχει το στοιχείο της βίας. Για να κάνεις αυτήν τη δουλειά, το πρώτο που έπρεπε να αποφασίσεις είναι το αν έχεις “γερό στομάχι” για να την αντέξεις. Η κοινωνία όμως ευτυχώς προχώρησε στη σκέψη και στη σχέση που έχουμε με το αντικείμενο της δουλειάς μας. Θεωρώ ότι θέλουμε μια πιο υγιή σχέση με αυτό που κάνουμε, να το χρειαζόμαστε όσο μας χρειάζεται κι αυτό. Το να είσαι ηθοποιός είναι ούτως ή άλλως μια φοβερά επίπονη διαδικασία, μιας κι είσαι εσύ ο ίδιος το όργανο της δουλειάς σου. Η ποιότητα των σκέψεων μας, καθορίζει την ποιότητα της ερμηνείας μας. Αυτό που ζητάμε είναι να υπάρξουμε με έναν τρόπο συντροφικό. Απ’ τον σκηνοθέτη ή απ’ τον μεγαλύτερο ηθοποιό, αυτό που θες είναι να σε προπονεί, όχι να σε καταδυναστεύει.

Ο Παντελής Βούλγαρης, με σύστησε σε αυτήν τη δουλειά μαθαίνοντας μου ότι πρωταρχικό ρόλο αποτελεί η τρυφερότητα και η απριόρι εμπιστοσύνη προς τους συνεργάτες, όπως ακριβώς έκανε κι εκείνος με εμάς, παίρνοντας δύο ηθοποιούς τη Σοφία (σ.σ. Κόκκαλη) κι εμένα που μόλις είχαμε βγει απ’ τη δραματική σχολή, για να κάνουμε αυτούς τους τόσο δύσκολους ρόλους. Μας έδειχνε ανά πάσα στιγμή εμπιστοσύνη, χωρίς στιγμή να μας χαϊδέψει τα αφτιά.

Είναι μια μεταβατική περίοδος για τη σχέση των δύο φύλων, η οποία παίρνει ιστορικά χαρακτηριστικά μέσω των γυναικοκτονιών. 

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν δουλεύουμε για να ικανοποιήσουμε την όποια όρεξη κανενός, δουλεύουμε για την παράσταση ή την ταινία. Ακούσαμε το εξοργιστικό ότι όπως πάνε τα πράγματα δεν θα μπορούμε να κάνουμε πλέον χιούμορ μεταξύ μας. Δεν πειράζει, να βρεθούν καινούργια αστεία που θα γελάμε όλες κι όλοι. Είναι υποτιμητικό για εμάς τους ίδιους πρώτα απ’ όλα, να πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να ανατρέψουμε ομαλά τους τρόπους που μας έμαθαν να συμπεριφερόμαστε μέχρι τώρα. Φυσικά κι έχω βιώσει σεξισμό τόσο για το φύλο όσο και για την ηλικία μου, κι είναι στα αλήθεια τόσο κουραστικό όλο αυτό. Παρόλα αυτά, δεν πιστεύω ότι για να επιβιώσουμε ως γυναίκες πρέπει να υιοθετήσουμε ανδρικά χαρακτηριστικά επιβολής, αυτά δηλαδή για τα οποία παλεύουμε ώστε να μην υπάρχουν πια. Οφείλουμε να βρούμε δικά μας “όπλα”, που να νιώθουμε καλά κι ασφαλείς με αυτά. 

Η κοινωνία αλλάζει και υπάρχουν πολλοί που δυστυχώς δεν μπορούν να βρουν τα πατήματα τους μέσα σε αυτήν την αλλαγή, νιώθουν ότι πατούν σε κινούμενη άμμο, γι’ αυτό και παρασέρνουν κι άλλους ανθρώπους μαζί τους. Είναι μια μεταβατική περίοδος για τη σχέση των δύο φύλων, η οποία παίρνει ιστορικά χαρακτηριστικά μέσω των γυναικοκτονιών. Δεν σου αρέσει το φαγητό που έφτιαξε η γυναίκα σου κι αυτός είναι αρκετός λόγος για να την ξυλοκοπήσεις. Διάβαζα την απολογία του δολοφόνου της Γαρυφαλλιάς, ότι τη στιγμή πριν τη σπρώξει απ’ τον γκρεμό, εκείνη φώναξε “Βοήθεια” κι ο τύπος αυτός ισχυρίστηκε ότι το ότι είπε αυτό, τον πλήγωσε γιατί τον θεωρούσε επικίνδυνο, γι’ αυτό και την επιβεβαίωσε. Μιλάμε για στιγμιαίο κυκεώνα σκέψεων».  

Η Πηνελόπη, πρωταγωνιστεί στο «Τσέρνομπιλ», αφηγείται τις ιστορίες τριών γυναικών που παλεύουν να συνυπάρξουν με τα τραύματα που τους άνοιξε ο Απρίλης του 1986, όταν το μεγαλύτερο πυρηνικό ατύχημα έγινε πραγματικότητα, με τη ραδιενεργό σκόνη να απλώνεται πάνω απ’ την Ευρώπη, φτάνοντας μέχρι το Βόρειο Πόλεμο. Ζωές παραμορφώθηκαν, πέθαναν πριν γεννηθούν, ενώ το πένθος και η απώλεια αγκάλιασε κάθε κατώφλι. «Αυτό που καλούμαι να κάνω στο “Τσέρνομπιλ” είναι ιδιάζον για πολλούς λόγους. Παίζω γυναίκες που υπήρξαν, λέω τα λόγια που ειπώθηκαν στη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, ιστορίες που μοιράστηκαν σε κάποιο σπίτι, γραφείο ή καφενείο. Ενδεχομένως οι γυναίκες αυτές να υπάρχουν μέχρι σήμερα σε κάποιο μέρος της Λευκορωσίας, τις έχω αγαπήσει κάθε μια ξεχωριστά, τις σκέφτομαι πριν βγω στη σκηνή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όχι μόνο οι ρόλοι που παίζω εγώ, συνθέτουν μια κοινοτοπία του καλού, βλέπεις δηλαδή ότι ήταν άνθρωποι που έδρασαν για το καλό, θυσιάστηκαν γιατί αυτό τους ζητήθηκε».

Η Πηνελόπη, από μικρή ήξερε ότι όταν μεγαλώσει θέλει να ασχοληθεί με ένα αντικείμενο που να σχετίζεται με τους ανθρώπους. «Περνώντας στη Νομική, θεώρησα ότι ήταν ένα πρώτο σκαλοπάτι προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν ήξερα αν ήθελα να γίνω δικηγόρος, θεωρούσα όμως ότι είναι μια βάση για να διερευνήσω το τι θα κάνω μετά, πράγμα που τελικά δεν συνέβη. Το θέατρο ήρθε εντελώς τυχαία. Από μικρή πήγαινα σινεμά και θέατρο με τους γονείς μου, το αγαπούσα πολύ αλλά για πολύ καιρό μου ήταν αδιανόητο ότι μπορώ κι εγώ να το κάνω. Μέχρι που πήγα σ’ ένα γύρισμα για να βοηθήσουμε έναν φίλο και βλέποντας τη διαδικασία του γυρίσματος σκέφτηκα ότι μπορώ. Έτσι, έναν χρόνο μετά έδωσα εξετάσεις χωρίς ακόμη να είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς θέλω απ’ αυτό. Για τους γονείς μου ήταν τεράστιο σοκ, κλήθηκαν να θυσιάσουν το όνειρο που είχαν αυτοί για μένα, το οποίο ήταν πολύ συγκρουσιακό ειδικά τα δύο πρώτα χρόνια. Ο αδερφός μου ήταν πολύ υποστηρικτικός. Πλέον τα πράγματα έχουν ηρεμήσει και με στηρίζουν πολύ.

Είμαι χαρούμενη για την μέχρι τώρα πορεία μου. Είναι μέλημα μου να μην κάνω εύκολα πράγματα, να μην περπατάω συνέχεια τα ίδια μονοπάτια, να τσαλαβουτάω στα πράγματα. Προτιμώ να είμαι κακή απ’ το να είμαι ίδια, και να είμαι ψύχραιμη απέναντι σε αυτό, χωρίς να το γυρνάω τιμωρητικά σε εμένα. Θέλει κόπο να βρίσκεις κάθε φορά το θάρρος να δοκιμάζεις καινούργια πράγματα με μικρές ή μεγάλες μετατοπίσεις, γνωρίζοντας το πόσο εκτίθεσαι κάθε φορά».

Χρύσα Λύκου

Share
Published by
Χρύσα Λύκου