Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Νάνσυ Μπούκλη κατάλαβε ότι ενηλικιώθηκε όταν άρχισε να πληρώνει τους λογαριασμούς της και της άρεσε πολύ

Η Νάνσυ Μπούκλη μπαίνει σε έναν χώρο και το χαμόγελό της γίνεται αυτόματα μεταδοτικό. Δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις κι εσύ μαζί της. Παρατηρεί με έναν δικό της τρόπο τον χώρο, αλλά και αυτά που φοράς, ενώ μοιάζει αεικίνητη, ακόμα και όταν κάθεται στον καναπέ για να της πάρεις συνέντευξη. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, δασκάλα υποκριτικής, ακόμα και DJ για ένα φεγγάρι, μοιάζει να απολαμβάνει εξίσου όλους τους ρόλους της, ενώ θέλει συνεχώς να δημιουργεί, να διδάσκει, αλλά και να μαθαίνει από τους μαθητές της, τους οποίους θεωρεί ισότιμους της και ανυπομονεί για όταν θα γίνουν συνάδελφοι.

Φέτος, πρωταγωνιστεί στο «Σχεδόν Ενήλικες» του Mega σε σενάριο Μυρτούς Κοντοβά και αποτυπώνει με τον δικό της τρόπο την Δάφνη, μια millenial που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της, ενώ γύρω έχει πανδημία, ανασφάλεια και αβεβαιότητα, όπως είναι και η πραγματική ζωή δηλαδή. Γιατί η Δάφνη είναι μια κανονική κοπέλα, όπως μια κανονική κοπέλα, είναι και η Νάνσυ Μπούκλη, που θέλει να εξελίσσεται και να κάνει βόλτες στην φύση.

Τί ήταν αυτό που σε τράβηξε στο σενάριο του «Σχεδόν Ενήλικες» και σε έκανε να πεις το «ναι»; Μου άρεσε πάρα πολύ το γεγονός πως ήταν όλο παραστατικό, δηλαδή εγώ μπορούσα να φανταστώ σύμφωνα με τον τρόπο που γράφει η Μυρτώ Κοντοβά τους χαρακτήρες της τρισδιάστατους. Καταρχάς μου άρεσαν οι χαρακτήρες πολύ, αλλά και το στόρι. Έχει ένα χιούμορ που υποβόσκει. Θέλω να πω δεν είναι αυτό που βλέπεις και θα σκάσεις στα γέλια, αλλά θα σε προβληματίσει, θα περάσεις ωραία, θα γελάσεις. Και φυσικά αυτό για το οποίο εγώ τρελαίνομαι είναι ότι είναι γυρισμένο στην Αθήνα ακριβώς στην περιόδο που διανύουμε. Θες να ξαναπάς από όλα αυτά τα μέρη, να τα ξαναδείς να συναντήσεις τους χαρακτηρες αυτούς, να τους κάνεις παρέα. Θα ήθελες να είναι φίλοι σου. 

Είναι ένα σήριαλ που γυρίστηκε την εποχή του κορωνοϊού. Πόσο εύκολο ήταν να γίνουν αυτά τα γυρίσματα με τις μάσκες, τα τεστ… Εμένα μου άρεσε που κάναμε τεστ συνέχεια, γιατί έτσι είχα μια ησυχία και για την ζωή μου πέρα από την δουλειά. Ήτανε δύσκολο αλλά μας έγινε καθημερινότητα. Ήταν υπέροχο, γιατί μπορούσα να εργαστώ, ενώ είναι μια δύσκολη συνθήκη για όλους μας, πόσο μάλλον γι’ αυτόν τον χώρο. Εργάζομαι σε μια δουλειά που είμαι περήφανη για το αποτέλεσμα και για τους ανθρώπους που συνάντησα. 

Πώς είναι τώρα τα πράγματα για τον κλάδο σου και για τους συναδέλφους σου, δεδομένου ότι τα θέατρα είναι κλειστά και τα σήριαλ λιγότερα; Είναι πολύ δύσκολα, όχι γιατί δεν έχουμε μάθει να ζούμε αλλιώς γιατί το έχω ακούσει και αυτό. Οκ ναι μπορεί κάποιοι άνθρωποι ειδικά οι μεγαλύτεροι που έχουνε μεγαλώσει μέσα στο θέατρο και εργάζονταν μόνο σε αυτό, αλλά οι υπόλοιποι άνθρωποι νομίζω ότι μας λείπει η γενικά εργασίας μας. Δεν είναι μόνο μια μορφή έκφρασης. Θέλω να πάω στη δουλειά μου, να έχω την καθημερινότητα μου, το πρόγραμμά μου. Δηλαδή είναι ωραία ως καλλιτέχνης να έχεις τον χρόνο να δεις και άλλες ταινίες, να διαβάσεις κι άλλα βιβλία, να πας βόλτα, να πάρεις καθαρό αέρα, αλλά όλα αυτά μπορείς να τα κάνεις και όσο εργάζεσαι. Εμένα μου έχει λείψει το πρόγραμμα μου. Θέλω να ξυπνήσω να πάω στην πρόβα μου, το βράδυ να βγω στην παράσταση μου. Αυτό που θέλουμε όλοι δηλαδή. Να έχουμε την εργασία μας. Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς τα πράγματα και χαίρομαι που βλέπω ότι είμαστε όλοι δημιουργικοί και βρίσκουμε και άλλους τρόπους έκφρασης. Δεν το αφήσαμε έτσι. Είμαστε εφευρετικοί και μου αρέσει αυτό, αλλά δεν θέλω να κρατήσει πολύ. Επίσης αυτή δεν είναι μια επικίνδυνη εργασία. Στις σειρές κάνουμε όλοι covid τεστ, στο θέατρο υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό. Καταλαβαίνω ότι μπορεί κάποιος να φοβάται να έρθει στο θέατρο, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που μπορεί να μη φοβούνται και κάπως με έχει λίγο στεναχωρήσει  όλο αυτό.

Ήταν λίγο ο αποδιοπομπαίος τράγος ο χώρος της τέχνης; Ναι, ενώ είναι ένας χώρος που όλοι φορούν μάσκες και είχαμε αποστάσεις. Πήγα ως κοινό σε πολλές παραστάσεις να στηρίξω συναδέλφους, να δω τις δουλειές τους και δεν ένιωσα δυσφορία. Ένιωσα ασφαλής. Αλλά δεν ξέρω τι να πω. Η αλήθεια είναι πως έχω σταματήσει να το συζητώ αυτό το θέμα γιατί δεν είμαι ειδικός. Έχω αντιρρήσεις, αλλά σέβομαι αυτά που λένε αυτοί που πρέπει να πάρουν τις αποφάσεις. Δεν μπορώ όμως και να μην πω ότι έχω στεναχωρηθεί.

Η Δάφνη στην σειρά, είναι μια κοπέλα που κάνει εκατό δουλειές για να τα φέρει βόλτα και να είναι ανεξάρτητη. Εσύ σαν Νάνσυ έχεις βρεθεί σε αυτή τη θέση; Έχω, έχω. Η Δάφνη στη σειρά είναι 28 χρονών κι εγώ τον αναπροσδιορισμό τον έπαθα εκεί στα 28 με 30. Ήθελα μια εργασία για να μπορώ να ζω κανονικά κι όχι απλά να είμαι στην επιβίωση. Είχα ήδη 5 χρόνια στη δουλειά, αλλά τότε έγινε για μένα το κλικ και είπα πως θέλω να εργαστώ με συγκεκριμένους όρους κι ας κάνω αρκετά πράγματα. Μου είχε τύχει περίοδος να είμαι το πρωί σε παράσταση, μετά σε πρόβα και μετά το βράδυ πάλι σε παράσταση. Δεν ένιωσα όμως εξάντληση. Ένιωσα ότι αν δεν τα κάνω τώρα πότε θα τα κάνω; Δεν είμαι άνθρωπος που θα ησυχάσω. Θα γίνω εφευρετική. Έχω υπάρξει και DJ, έκλεισε αυτός ο κύκλος και πάλι όμως το έκανα με έναν τρόπο ευχαρίστησης προσωπικής και με performance. Ήθελα να βρω τα συγκεκριμένα κομμάτια για το συγκεκριμένο βράδυ, δεν ήταν χύμα. Βρήκα ένα κόνσεπτ δημιουργικό, κάπως το έκανα να μοιάζει με παράσταση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τελικά τί είσαι; Ηθοποιός, σκηνοθέτης, δασκάλα; Όλα. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι να παίζω, γιατί ξεκουράζομαι και λίγο. Το άλλο έχει και μία «ευθύνη». Eίσαι εκεί γιατί σε κάποιον πρέπει να πεις κάποια πράγματα. Σε μία πρόβα μπορείς να πας για να δεις τι θα φέρει η μέρα, χωρίς απαραίτητα να έχεις προετοιμάσει τα πάντα. Σκηνοθέτης γίνομαι όταν βρίσκεται ο τρόπος. Όταν θα βρω ένα έργο που θα πω αυτό θέλω να το σκηνοθετήσω. Έτσι ξεκίνησε η σκηνοθεσία για εμένα. Διάβασα «Τα περιστατικά» του Δανιήλ Χαρμς και είπα εγώ αυτό θέλω να το κάνω. Μετά ήρθε και μια πρόταση από την πειραματική σκηνή. Αυτό το «δασκάλα» δεν ξέρω τι… Γελάω δηλαδή κι εγώ. Απλά μου αρέσει να μοιράζομαι αυτά που γνωρίζω και για να έρθω και στο θέμα λίγο αυτό των ημερών, να μην κρύβω αυτά που μπορεί όσο ήμουν μικρότερη να μην μου έλεγαν στη σχολή ή πιο μετά. Δηλαδή ότι είμαστε συνάδελφοι, ότι  δεν υπάρχει κανένας κατώτερος, δεν έχει κανένας εξουσία σε κανέναν. Είμαστε όλοι ίσοι με την διαφορετικότητα μας. Εγώ έχω μεγαλύτερη ευθύνη ως σκηνοθέτης, ο ηθοποιός έχει μια άλλη ευθύνη, αλλά δεν είναι υποδεέστερός μου. Οπότε εγώ προσπαθώ να πω στους μαθητές ότι είμαστε μελλοντικοί συνάδελφοι. Δεν θέλω να αγχώνονται. Εγώ μεταφέρω αυτά που γνωρίζω μέχρι τώρα. Σε έναν χρόνο θα γνωρίζω περισσότερα ή λιγότερα. Δεν υπάρχει ο δάσκαλος που μπαίνει και λες «θα μας πει τώρα η αυθεντία». Δεν χρειάζεται να κάνουμε τον άλλον σκουπίδι ή να τον κάνουμε να πιστεύει ότι «έλα έχεις χρόνο εσύ ακόμα μέχρι να…». Αυτά εμένα δεν μου αρέσουν καθόλου. 

Όλο αυτό εσένα πως σε επηρέασε προσωπικά; Σε τι σκέψεις σε έχει βάλει; Πάρα πολλές. Από τη μια έχει έρθει ένας κορωνοϊός και μια πανδημία, που έχει φέρει μια αγρανάπαυση στον κλάδο και από την άλλη ήρθαν αυτά τα γεγονότα. Φήμες όλοι κάπως μπορεί να ακούμε αλλά είναι φήμες και καλό είναι να μην παίρνουμε θέση. Όταν όμως έρχονται αποκαλύψεις που είναι με ονοματεπώνυμα και πολύ συγκεκριμένα γεγονότα, έρχεται μία στιγμή που ενώ είσαι στην αγρανάπαυση λες έχει γίνει και κάτι καλό, γιατί εγώ αυτό το βλέπω ως καλό. Νομίζω ότι μας έχει βάλει όλους σε σκέψεις, άσχετα αν κάποιοι μπορεί να λένε «Α, αυτά συμβαίνουν στο θέατρο». Δεν συμβαίνουν μόνο στο θέατρο. Συμβαίνουν σε όλες τις εργασίες. Εμένα μου έχει συμβεί ως σερβιτόρα. Οι άνθρωποι δυστυχώς διψούν για εξουσία και ευτυχώς που έχουν αρχίσει και βγαίνουν αυτά τα γεγονότα, είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε ότι είμαστε τίποτα και εν δυνάμει όλα. Δεν είμαστε καλύτεροι από κανέναν. Με αφορμή μια γυναίκα που βρήκε το θάρρος, τη Σοφία Μπεκατώρου, επιτέλους γίνεται κάτι και στην Ελλάδα. Εγώ ως φοιτήτρια και αργότερα ως ηθοποιός και ως γυναίκα έλεγα ότι έτσι πρέπει να μάθω. Σκληρό στομάχι και «άμα θες πήγαινε και σε ψυχολόγο να τα πεις», για να μάθεις πως θα είσαι στο κλάδο αυτό αλλά και στη ζωή σου γενικώς. Αυτό δεν ισχύει μόνο στη δουλειά. Ακόμα και στην τράπεζα μπορεί να σου μιλήσει με ύφος ο υπάλληλος, γιατί εκείνη την στιγμή τον έχεις ανάγκη. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Σεβόμαστε ο ένας τον άλλον γιατί υπάρχουμε. Είναι δηλαδή, πρωτίστως σεβασμός στην ίδια την ύπαρξη. Έχω έρθει εδώ να ζήσω, ούτε να κακοποιήσω κανέναν, ούτε να αυτοκαταστραφώ. Ο καθένας είναι επιλογή του αν θέλει να αυτοκαταστραφεί, τους άλλους όμως να μην τους πειράζει. Ευτυχώς ήρθε η θεία δίκη. Νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν πίστευαν ποτέ λόγω της εξουσίας τους ότι θα έρθει κάποια στιγμή που θα πει ο άλλος «Ε όχι ρε παιδιά, φτάνει δηλαδή να αναπνεύσουμε». Δεν μπορώ να πηγαίνω εγώ στην πρόβα και να μην ξέρω αν ο άλλος θα έρθει με καλή διάθεση ή όχι. Αν θα με βρίσει ή δεν θα με βρίσει. Από πού κι ως πού; Πιστεύω πως ως ένα βαθμό το αφήνουμε κι εμείς να συμβαίνει γιατί φοβόμαστε, γιατί θέλουμε να εργαστούμε, γιατί θέλουμε να έχουμε χρήματα από τη δουλειά μας. Αυτό το ξεχνάμε. Εγώ εκεί δεν πάω για να κάνω το κέφι μου, δεν είμαι σε ερασιτεχνική ομάδα. Πάω γιατί κάποιος με έχει προσλάβει και θα με πληρώσει. Αυτό το κλικ στον τρόπο σκέψης μου έγινε τα τελευταία πέντε χρόνια. Εγώ αυτή την εργασία την θέλω ως εργασία. Θέλω εκεί να πηγαίνω με ίσους όρους. Ως πρόσληψη, όχι ως χόμπι. Απαιτώ και από τον άλλο να με σέβεται, για να κάνουμε κάτι φωτεινό και ωραίο, συνδημιουργώντας. Δεν κάνει χάρη κανένας σε κανένα. Όλοι είμαστε εξίσου στο τώρα, γιατί κάτι έχει να πάρει ο άλλος από μένα, κάτι έχω να πάρω και εγώ από αυτόν, με σεβασμό και στη γνώση του και στη δική μου. Ευτυχώς  ήρθε αυτή η περίοδος, όχι μόνο για να μην αγχώνομαι αν θα πάω στη δουλειά μου και ο άλλος δεν θα είναι στα καλά του. Έχουν υπάρξει σίγουρα τρεις παραστάσεις που έχω πει ότι πρέπει να προσέχω πώς μιλάω, πώς είμαι, γιατί μπορεί να μου έρθει βρισίδι. Το έχω νιώσει αυτό. Μικρότερη που δεν μπορούσα να πω «δεν σας έχω ανάγκη, γειά σας». Δεν μπορούσα να το πω. Πραγματικά είναι φορές που μου έρχεται εμετός με αυτά που διαβάζω. Είναι μεγάλη η παλινδρόμηση των ανθρώπων αυτών. Δεν αντέχω να διαβάζω για όλα αυτά. Γιατί λες δεν είναι έτσι αυτή η εργασία, δεν είναι έτσι. Εγώ έχω ζήσει πάρα πολύ ωραία. Είναι έτσι κάποιοι άνθρωποι. Και ευτυχώς το λένε πάρα πολλοί συνάδελφοι δημόσια. Δεν έχει να κάνει με το θέατρο αυτό που βγαίνει τώρα και καλό είναι να το ανοίξουμε όσο μπορούμε. Είναι γενικό το θέμα. Δηλαδή πολλές φίλες μου μου έχουνε πει ότι αυτό έχει συμβεί και σε γιατρούς, σε όλους τους κλάδους συμβαίνει. Ακόμα και σε δικηγόρους που τα παιδιά πάνε να κάνουν πρακτική.

Πιστεύεις ότι τώρα όλο αυτό είναι ένας γυναικείος αγώνας παρόλο που υπάρχουν εννοείται και άντρες θύματα, αλλά δυστυχώς συνήθως οι γυναίκες είναι αυτές που δεν έχουν τις θέσεις εξουσίας. Θεωρείς ότι φέρουμε ίσως άνισα ένα μεγαλύτερο βάρος για να δικαιωθεί αυτός ο αγώνας; Νομίζω ότι ήρθε η ώρα. Ρωτάνε όλοι γιατί τώρα. Γιατί ήρθε η ώρα. Νομίζω ότι νιώθουμε πιο ασφαλείς. Ότι μπορούμε. Μπορούμε…Η γυναίκα ήταν το θέμα στο φεστιβάλ της Πειραματικής. Και είχα ψάξει για την γυναίκα στην τέχνη, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην ποίηση και είδα ότι οι συγγραφείς έχουν κάνει μεγάλο αγώνα για να πουν ότι μια γυναίκα μπορεί να χωρίσει. Μπορεί να πάρει διαζύγιο και να φύγει από το σπίτι αν θέλει. Μια γυναίκα έχει δικαίωμα στην εργασία. Αυτά τα συζητάμε ακόμα και δεν είναι αυταπόδεικτα. Έχουν μπει όμως κάποιες βάσεις. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με το γεγονός ότι η γυναίκα για πολλά χρόνια, μέχρι και πολύ πρόσφατα είχε τον ρόλο της νοικοκυράς. Που κι αυτό είναι πολύ δύσκολος ρόλος, αλλά θα πρέπει να είναι επιλογή της κάθε γυναίκας να τον υπηρετεί. Να είναι επιλογή μου. Όχι να θέλω να γίνω φαρμακοποιός και να μην μπορώ, να θέλω να γίνω σκηνογράφος και να μην μου επιτρέπεται. Φυσικά υπήρχε η νοοτροπία του ότι κάποιος πρέπει να φροντίζει το σπίτι και κάποιος πρέπει να φέρνει τα λεφτά. Έλα όμως που έτσι χάνεις σπουδαία μυαλά, σπουδαίες καρδιές, σπουδαίους ανθρώπους που έχουν να δώσουν πολλά κι αυτοί στη ζωή τους, όχι στον κόσμο γενικά, αλλά κυρίως στη ζωή τους. Έχουμε έρθει εδώ για να ζήσουμε, να επιθυμήσουμε, να αγαπήσουμε, να εργαστούμε να κάνουμε ότι τραβάει η ψυχή μας. Να κάνουμε τα λάθη μας, τα σωστά μας, να μη δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν. Εγώ δεν θέλω κανέναν να ευνουχίσω ή να υποτιμήσω. Χρειάζομαι το άλλο φύλο, το επιθυμώ, το έχω. Δηλαδή θέλω να έχει τη θέση του. Όχι όμως να έχει κάτι παραπάνω από αυτό που είμαστε όλοι οι άνθρωποι. Δεν έχει κανένας μεγαλύτερη εξουσία επειδή είναι άντρας. Μια γυναίκα ή γενικώς μια διαφορετικότητα δεν έχει πολύ καλή αντιμετώπιση γιατί φοβόμαστε και νομίζουμε πως με το να το φιμώσουμε θα το καλύψουμε. Δεν είναι κακό να φοβόμαστε κάτι άγνωστο. Προτιμότερο είναι να πούμε ότι «ρε ‘συ εγώ φοβάμαι, φοβάμαι το ότι δεν ξέρω γιατί ο άλλος φοράει φούστες και είναι άντρας», «φοβάμαι να πω ότι αυτό το αποδέχομαι». Ωραία είναι ένα βήμα για να πεις «ας το παρατηρήσω λίγο. Ας δούμε τι θέλουν κι αυτοί οι άνθρωποι. Ας δούμε τι επιθυμίες έχουν». Γιατί πρέπει να φέρονται υποτιμητικά σε μια γυναίκα στην εργασία της; Γιατί η υποτίμηση να είναι πιο πάνω από την παραδοχή του φόβου; Εγώ πιστεύω ότι υποτιμούμε κάτι, όταν νιώθουμε ότι είμαστε υποδεέστεροι, όχι όταν νιώθουμε ανώτεροι. Αν νιώθαμε ότι κάτι το γνωρίζουμε δεν θα χρειαζόταν να το υποτιμήσουμε. Θα ήμασταν ισάξιοι, θα ήμασταν μαζί με έναν τρόπο. Είναι πολύ κρίμα η υποτίμηση. Πολύ κρίμα. Δεν ξέρω πως να το πω. Χάνουμε κάτι από τον εαυτό μας υποτιμώντας τον άλλον. Εγώ αυτό βλέπω ότι συμβαίνει με την άσκηση εξουσίας. Υποτιμάς τον άλλον για να μη σου δώσει αυτό που μπορεί να σου δώσει και να ανθίσουν όλα. Είναι κρίμα γιατί χάνεις κι εσύ ο ίδιος. Αν σε μια πρόβα τον νέο, δεν τον αφήσεις να ανθίσει και του κάνεις τέτοιο bullying, χάνεις κι εσύ. Εγώ δεν μπορώ να πιστέψω ότι σε κάποιον άνθρωπο που του κάνω ένα σεμινάριο, δεν θα τον αφήσω να μου δείξει κι αυτός. Έχω χάσει κι εγώ. Μαζί παίρνουμε από μια πρόβα, στην οποία είμαι εγώ σκηνοθέτης.

Θα πάρω αφορμή από τον τίτλο του σήριαλ. Πιστεύεις ότι υπήρχε κάποια στιγμή που είπες ότι τώρα ενηλικιώθηκα ή τέλος πάντων πιστεύεις ότι ενηλικιωνόμαστε ποτέ πραγματικά; Εξαρτάται. Εμένα μου αρέσει ας πούμε να βλέπω τα πράγματα με την πρώτη ματιά, να μην  έχω δεύτερες σκέψεις, να μην το μολύνω κάτι που θα δω, να είναι ενστικτώδες. Όταν όμως ήρθε η ώρα να αναλάβω τα οικονομικά του σπιτιού μου, τότε άρχισα λίγο να ενηλικιώνομαι. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη. Η δεύτερη ήταν όταν άρχισα να νιώθω καλύτερα με τον εαυτό μου. Κόπηκε ένας ομφάλιος λώρος και ναι μπορεί να έχεις ανάγκη τους γονείς σου, αλλά ευτυχώς με έναν άλλο τρόπο πια. Δηλαδή πια έχει γίνει επιθυμία η σχέση μου μαζί τους, όχι επειδή με συντηρούν οικονομικά. Αυτό από τη μια με ελευθέρωσε και από την άλλη και μου δημιούργησε το άγχος ότι θα πρέπει να έχω μια σταθερή βιοποριστική, ας πούμε πλέον, διαδρομή, που κι αυτό μ’ αρέσει γιατί έτσι γίνομαι πιο δημιουργική, πιο ευφάνταστη. Eνηλικίωση δεν σημαίνει ότι σοβαρεύεις, απλώς λες ότι «εγώ τώρα ορίζω τη ζωή μου». Κι ότι εγώ μπορώ να είμαι αυτή τη στιγμή εδώ, να είμαι στην Αγγλία, να είμαι όπου θέλω να ζήσω, στην Αφρική στην Αυστραλία και δεν δίνω λογαριασμό στους γονείς μου ας πούμε, γιατί δεν έχω καμία εξάρτηση ουσιαστική, έχω επιθυμία μόνο. Αυτό είναι το ωραίο, αυτή είναι η ενηλικίωση για μένα. 

Τί σου έλειψε περισσότερο αυτή την τόση περίεργη χρονιά που διανύσαμε; Μου έλειψε το να μην υπάρχει περιορισμός. Αυτό με έχει στεναχωρησει πάρα πολύ. Το ότι τώρα έχω χρόνο και δεν μπορώ να πάω ούτε μέχρι την Χαλκίδα, που είναι δίπλα, ούτε καν Πήλιο, για να μην πω Αγγλία. Ότι πρέπει να βρω ή 200 τρόπους, δηλαδή να πω ψέμματα ή μην το κάνω καθόλου. Ευτυχώς στην πρώτη καραντίνα πήγα στο χωριό μου και έμεινα ένα μήνα. Ήταν άνοιξη και ήμουν έναν μήνα στη θάλασσα χωρίς να επιτρέπεται βέβαια να κάνω μπάνιο. Έξω. Βόλτες  συνέχεια στο απέραντο. Το ευχαριστήθηκα. Και θα ήθελα αντίστοιχα τώρα να μπορώ να πάω για μια-δυο εβδομάδες κάπου στη φύση να μηδενίσω και να μην έχω περιορισμό. Αυτό μου έχει λείψει. Στην αρχή ειδικά το ποσό αγχωνόμουν να επιστρέψω στο σπίτι. Κάπως όλο αυτό ρε παιδί μου, μου φαίνεται πάρα πολύ άδικο για κάποιον που δεν κάνει την τρελή ζωή. Δεν θα πήγαινα να παρτάρω. Θα έκανα απλά την βόλτα μου.

Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι