Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

«Να γίνουν πρόβες, να κουνήσω το σώμα μου πάνω στη σκηνή, να κυλιστώ στο πάτωμα, να τρέξω να αγκαλιάσω τον παρτενέρ μου, να τον φιλήσω»

Το επάγγελμα του ηθοποιού στην Ελλάδα ήταν πάντα ένα ρίσκο.

Όλοι κάποια στιγμή έχουμε ακούσει την στερεοτυπική φράση «ηθοποιός=σερβιτόρος», πολλοί ίσως να την έχουν πει και ειρωνικά. Είναι γεγονός πως η Ελλάδα δεν είναι Χόλιγουντ και η αγορά είναι πολύ μικρή, κάτι που σημαίνει ότι και οι ευκαιρίες είναι λίγες. Αυτό όμως, δεν αποτρέπει κάθε χρόνο τους νέους και τις νέες που θέλουν να κυνηγήσουν το όνειρό τους και να δώσουν εξετάσεις στις διάφορες δραματικές σχολές της χώρας. Πολλοί μάλιστα, κάνουν μήνες προετοιμασία με τους δάσκαλους τους. Κοινό χαρακτηριστικό όλων όμως, είναι η λαχτάρα να ανέβουν στην σκηνή, εκεί όπου θα μεταμορφώνονται κάθε βράδυ σε κάποιον άλλο, εκεί που θα δώσουν σάρκα και οστά στο όραμα ενός συγγραφέα κι ενός σκηνοθέτη.

Η υποκριτική, όμως, με το τόσο αβέβαιο μέλλον, αποτελεί ένα ακριβό σπορ για όλους αυτούς τους νέους. Με μόλις δυο δωρεάν δραματικές σχολές στην χώρα (αυτή του Εθνικού Θεάτρου και αυτή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος), οι υπόλοιποι επίδοξοι ηθοποιοί καλούνται να πληρώσουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό κάθε μήνα για να σπουδάσουν την τέχνη τους. Την στιγμή  που στην εποχή της Covid-19, οι δραματικές σχολές, όπως και όλα τα άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, έχουν κλείσει και τα μαθήματα γίνονται πια online.

Μπορεί όμως ένα παράθυρο στο Zoom να συγκριθεί με την αίσθηση που έχεις όταν μοιράζεσαι μια σκηνή με έναν συμφοιτητή σου; Μπορείς να πιάσεις συναίσθημα όταν το ίντερνετ στο σπίτι σου τρεμοπαίζει;

Η Ιωάννα είναι πρωτοετής σε γνωστή δραματική σχολή της πρωτεύουσας και  δεν έχει δει ποτέ από κοντά τους συμφοιτητές της. «Οι πρωτοετείς φοιτητές δεν καταφέραμε να κάνουμε δια ζώσης μάθημα ούτε για μία φορά και ό, τι μάθημα έχουμε το κάνουμε εξ αποστάσεως από την αρχή του έτους. Ακόμα και η γνωριμία μεταξύ μας έγινε διαδικτυακά. Δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ από κοντά». Παραδέχεται ότι τα θεωρητικά μαθήματα μπορεί να γίνουν σχετικά εύκολα μέσω ίντερνετ, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για τα πρακτικά, ενώ οι πολλές ώρες μπροστά σε μια οθόνη, είναι κουραστικές για εκείνη και τους συμφοιτητές της. «Τα μόνα μαθήματα που γίνονται κανονικά και με ευκολία είναι τα θεωρητικά (δραματολογία, ιστορία θεάτρου, λογοτεχνία). Τα υπόλοιπα (υποκριτική, κίνηση, σωματικό θέατρο, αυτοσχεδιασμός) γίνονται με πολύ δυσκολία και κάποια δεν μπορούν να γίνουν καθόλου. Δεν υπάρχει χώρος για να κινηθούμε, δεν υπάρχει η δυνατότητα να δουλέψουμε μαζί που είναι απαραίτητο σε αυτά τα μαθήματα, καθώς οι ασκήσεις συνήθως είναι ομαδικές και χρειάζεται επαφή και αλληλεπίδραση. Ακόμα, πολλά παιδιά δεν έχουν κάμερες στους υπολογιστές τους. Αυτά τα μαθήματα απαιτούν εικόνα, ώστε να βλέπουμε ο ένας τον άλλον και ο καθήγητης να μπορέσει να μας διορθώσει»

Ο Νικόλας φοιτεί κι αυτός σε δραματική σχολή της Αθήνας και αυτή είναι η δεύτερη φορά που καλείται να κάνει μαθήματα μέσω  Ζoom. «Μετά την πρώτη καραντίνα η επιστροφή στη σχολή ήταν περίεργη. Κάναμε μάθημα με μάσκα και  αποστάσεις. Έπρεπε να βρούμε νέους τρόπους επικοινωνίας πάνω στη σκηνή, που δεν αφορούσαν το άγγιγμα την επαφή δυο ανθρώπων πάνω στη σκηνή, κάτι που ήταν πρωτόγνωρο». Εξομολογείται πως δεν του είναι εύκολο όλο αυτό κι από πρακτικής άποψης, αλλά και ψυχολογικής. «Διαφορετικά πράγματα γίνονται με τον ίδιο τρόπο. Ο θείος μου που εργάζεται σε τράπεζα, δουλεύει μέσω ενός υπολογιστή κι εγώ κάνω πρόβα μέσα από έναν υπολογιστή. Κάθομαι στο γραφείο φορώντας τις πιτζάμες μου και κάνω πρόβα χωρίς να μπορώ να συγκεντρωθώ γιατί μου αποσπούν την προσοχή τα πάντα. Το ίδιο μου το σπίτι με ενοχλεί. Κάνω πρόβα και στην οθόνη πίσω μου βλέπω τα ποτήρια, τα πιάτα, τις κουβέρτες μου, το ακατάστατο δωμάτιο μου. Δεν υπάρχει αυτός ο υπέροχος ουδέτερος χώρος της σχολής που με έκανε να ξεχαστώ και να συγκεντρωθώ σε αυτό που κάνω. Ντρέπομαι να κάνω αυτό που κάνω γιατί δεν θέλω να με ακούν οι δικοί μου ή γιατί δεν θέλω να τους ενοχλώ. Το σπίτι μου έχει πάψει να είναι το ησυχαστήριό μου και, τρέχω ανάμεσα στα δωμάτιά του σαν τον Βέγγο. Με το ρολόι να κατουρήσω, με το ρολόι να κάνω μπάνιο, με το ρολόι να φάω, γιατί πρέπει να πάω να πατήσω το κουμπί να κάνω ηλεκτρονική πρόβα. Μια πρόβα που το σύστημα πέφτει και δεν ακούγομαι καθαρά, μια πρόβα που δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το σώμα μου για να κάνω μια επιλογή πάνω στη σκηνή και μια πρόβα που στην προσπάθεια μας να ακουστούμε και να βγει κάτι, βγαίνω εγώ με πονοκέφαλο. Και δεν μπορώ να χαλαρώσω και να βάλω πια να δω μια σειρά να αράξω γιατί δεν θέλω άλλον υπολογιστή».

Τα ίδια προβλήματα μοιάζει να αντιμετωπίζει και η 25χρονη Φρόσω, η οποία ζει με τους γονείς της και την αδερφή της, η οποία τηλεργάζεται, γεγονός που κάνει τα δικά της μαθήματα ακόμα πιο δύσκολα, καθώς χρειάζεται ένα δωμάτιο μόνο για την ίδια, πράγμα που δεν είναι εύκολο σε ένα σπίτι με άλλους τρεις ανθρώπους. «Πλέον κάνουμε τα πάντα από το σπίτι μας. Είναι δύσκολο να είσαι με μια οικογένεια που είναι όλη μέρα σπίτι και που επίσης κάνουν τις δουλειές τους από το σπίτι. Δεν μένουμε όλοι σε βίλες, ούτε όλοι οι γονείς καταλαβαίνουν απόλυτα τι είναι αυτό που σπουδάζουμε για να δείξουν την ανάλογη κατανόηση και να κάνουν την απαραίτητη ησυχία. Αν κάνεις μάθημα στην κουζίνα… Ε κάποια στιγμή θα μπει κάποιος να πιει ένα ποτήρι νερό, κάποιος να μαγειρέψει να πλύνει τα πιάτα κτλ». Στην ερώτηση τι είναι αυτό που την δυσκολεύει περισσότερο, απαντά χωρίς πολύ σκέψη πως είναι ο υπολογιστής. «Τα κάνει όλα πιο δύσκολα. Στις 3 ώρες έχεις παραδώσει και ψυχή και σώμα. Η φύση της σπουδής μας είναι τέτοια που η προσωπική επαφή είναι απαραίτητη».

Δεν χάνει βέβαια την αισιοδοξία της. «Ούσα ρομαντική από την φύση μου θέλω να βλέπω την θετική πλευρά της κατάστασης και να σκέφτομαι πως έστω και με αυτόν τον τρόπο δεν χάνουμε την επαφή με την σπουδή μας και με αυτό που αγαπάμε να κάνουμε. Οι πρακτικές δυσκολίες όμως με φέρνουν γρήγορα στο παρόν. Στην υποκριτική τα ερεθίσματα που παίρνεις από τον συνάδελφό σου επί σκηνής είναι τέτοια που στην κάμερα χάνονται τελείως. Δεν διακρίνεις βλέμματα. Δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με κάποιον όταν “κολλάει”.  Η σύνδεση του καθενός είναι τόσο διαφορετική, σου μιλάω και υπάρχει άβολη σιωπή μέχρι να έρθει σε σένα ο ήχος μου για να μου απαντήσεις». 

«Στενοχωριέμαι γιατί υπάρχουν πρωτοετείς φοιτητές που δεν έχουν δει ποτέ τους συμφοιτητές τους από κοντά, δεν είχαν την ευκαιρία της γνωριμίας, οι καθηγητές τους τους γνωρίζουν πρώτη φορά μέσα από μια κάμερα που κολλάει και είναι κρίμα»

Κάποια στιγμή η πανδημία θα τελειώσει και θα επιστρέψουμε όλοι σε εκείνη την περίφημη κανονικότητα που τόσο έχουμε φτάσει να λαχταρούμε. Τί θα γίνει όμως με όλους αυτούς τους επίδοξους ηθοποιούς που σε αντίθεση με τους συναδέλφους, κλήθηκαν να σπουδάσουν μέσα στη δίνη της Covid-19 μπροστά από μια οθόνη; Πώς θα αντιμετωπιστούν σε μια μελλοντική οντισιόν; «Σίγουρα βρισκόμαστε σε διαφορετική θέση, αλλά δεν πιστεύω ότι είναι μειονεκτική», λέει ο Μανώλης που βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών του. «Οι φοιτητές υποκριτικής τα προηγούμενα χρόνια δεν έζησαν την εμπειρία αυτήν. Εμείς έτυχε να τη ζήσουμε. Μπορώ εύκολα να απαριθμήσω τα μειονεκτήματα της θέσης μου αλλά έχω επιλέξει να γραπωθώ από τα πλεονεκτήματα και να τα αξιοποιήσω στο έπακρο. Περισσότερος χρόνος για ατομική καθημερινή εξέλιξη για παράδειγμα. Και γι’ αυτό  προσπαθώ να μένω δημιουργικός και να βγω κερδισμένος από όλο αυτό»

Όλο το προηγούμενο διάστημα είδαμε καλλιτέχνες να προσπαθούν να διαχειριστούν την νέα κατάσταση, μιας και ο κλάδος τους είναι από εκείνους που χτυπήθηκαν περισσότερο και που φαίνεται πως θα είναι από τους τελευταίους που θα λειτουργήσουν με τον τρόπου που είχαμε συνηθίσει τόσα χρόνια. Μια on line παράσταση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με το να βλέπεις την αυλαία να ανεβαίνει στο θέατρο. «Νιώθω ότι σε όλα κάνουμε εκπτώσεις και στα όνειρα μας και στις ανάγκες μας. Δεν είμαι παλαβή να πιστεύω ότι το σημαντικότερο πράγμα αυτή την στιγμή είναι να μην αλλάξει η δική μου ζωή, αλλά δεν έχω καμία ενημέρωση για το μέλλον, καμία διασφάλιση για το παρόν και όλα γύρω μας αλλάζουν», λέει η Φρόσω με την αβεβαιότητα να είναι εμφανής στον τόνο της φωνής της. «Έπρεπε να έρθει η πανδημία για να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι το υπουργείο πολιτισμού δεν είχε καμία ιδέα για τον τρόπο που λειτουργούν οι δραματικές. Έπρεπε οι ίδιες σχολές να στείλουν προτάσεις για την επαναλειτουργία μας μετά την πρώτη καραντίνα. Όλα αυτά έχουν πάψει να μου κάνουν εντύπωση. Τι μπορώ να περιμένω όταν σε κάθε ανακοίνωση της η κυβέρνηση μας ξεχνάει; Προσπαθώ να μην σκέφτομαι ότι αυτό θα με επηρεάσει αρνητιά στο μέλλον. Πολλές φορές χαριτολογώντας με τους συμφοιτητές μου λέμε, “Σιγά μην μας πάρουν σε καμία δουλειά αφού έχουμε τελειώσει επί κόβιντ”, αλλά δεν θεωρώ ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Έχω αποδεχθεί ότι η ποιότητα των σπουδών μου δεν είναι σε καμία περίπτωση η ίδια με αυτήν που θα είχα. Στενοχωριέμαι γιατί υπάρχουν πρωτοετείς φοιτητές που δεν έχουν δει ποτέ τους συμφοιτητές τους από κοντά, δεν είχαν την ευκαιρία της γνωριμίας, οι καθηγητές τους τους γνωρίζουν πρώτη φορά μέσα από μια κάμερα που κολλάει και είναι κρίμα»

Την ίδια ανησυχία για το μέλλον με την Φρόσω, μοιράζεται και ο Νικόλας. «Πρέπει να παρθεί παράταση για τις δραματικές σχολές . Όσο διάστημα χαθεί συν τόσο διάστημα να προστεθεί όταν και εφόσον επιστρέψουμε στη σχολή. Να γίνουν πρόβες δια ζώσης να μπορέσω να κουνήσω και να κουρδίσω το σώμα μου πάνω στη σκηνή, να κυλιστώ στο πάτωμα να φωνάξω να τρέξω να αγκαλιάσω τον παρτενέρ μου να τον φιλήσω. Κι όχι να είμαι πίσω απο έναν υπολογιστή».

Όλους αυτούς τους μήνες της πανδημίας, της καραντίνας και της κλεισούρας, η τέχνη μας κράτησε παρέα. Τον Μάρτιο το ένα θέατρο μετά το άλλο μας χάρισαν δωρεάν τις παραστάσεις τους για να έχουμε εμείς συντροφιά εκείνες τις μέρες που έμοιαζαν ατέλειωτες. Το δωρεάν όμως, δεν πληρώνει λογαριασμούς κι ενοίκια και κανένας ηθοποιός δεν μας χρωστά την τέχνη του. Είναι γεγονός πως αυτή η πανδημία, ειδικά στην αρχή της μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πως πολλά πράγματα δεν είναι όσο δεδομένα θεωρούσαμε. Ένα από αυτά είναι και το θέατρο κι όσο το Υπουργείο Πολιτισμού συνεχίζει να αδιαφορεί για τους ηθοποιούς, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να έχουμε θεατρική συντροφιά, αν χρειαστεί να ξανακλειστούμε σπίτια μας.

Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι