Ο Γιώργος Σαρρής πήγαινε ακόμα τετάρτη δημοτικού όταν αναγκάστηκε να αφήσει τη γενέτειρά του, τη Θήβα, και να βρεθεί στο προσφυγικό Δουργούτι (Νέος Κόσμος) της Αθήνας λόγω της ασθένειας του πατέρα του που έχριζε νοσηλείας. Σχολείο πήγαινε απέναντι από τον Σταυρό του Νότου, ενώ για να επιβιώσει η οικογένεια διατηρούσε ένα μικρό μπακάλικο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του αλλάξανε 5-6 γειτονιές πηγαίνοντας όπου έμενε κάποιος συγγενής, ενώ μόλις τελείωσε το δημοτικό, πριν ακόμα κλείσει τα 12, μπάρκαρε σε ανεμότρατες ταξιδεύοντας μέχρι την Βόρεια Αφρική. Κλείνοντας τα 15 βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει νόμιμα πλέον, με ένα βαπόρι του Λαιμού σαν θερμαστής.
Ακούστε εδώ ολόκληρο το υπέροχο τραγούδι:
«Με τα φώτα νυσταγμένα»
Zόρικη δουλειά. Έκανα μέχρι και μάγειρας ταΐζοντας τριάντα άτομα. Για κάνα χρόνο κάναμε το δρομολόγιο Ιαπωνία-Αμερική και στη συνέχεια φύγαμε για Βραζιλία, Φιλιππίνες, Ινδικό. Κάθε λιμάνι και καημός. Μου άρεσε το επάγγελμα του ναυτικού. Από μικρός ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο. Κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα βούλιαξε το καράβι. Πνίγηκαν 5-6 άτομα. Ήταν ξημερώματα κι εγώ βρισκόμουν βάρδια στη μηχανή. Πήγα να τραβήξω τα νερά που μπαίνανε από την προπέλα αλλά δεν μπορούσα γιατί το καράβι είχε πάρει κλίση μπροστά.
Ήμουν ο πρώτος που το πήρε χαμπάρι. Ενημέρωσα τον τρίτο μηχανικό κι εκείνος πήρε τηλέφωνο επάνω, αλλά κοιμόνταν όλοι τους. Άναψε τον προβολέα για να δει τι γίνεται έξω και δεν έβλεπε πουθενά πλώρη. Την είχε καλύψει η θάλασσα. Ρίξαμε βάρκες, εκ των οποίων η μία χάθηκε με αυτούς που ήσαν μέσα. Τους υπόλοιπους μας μάζεψε ένα εγγλέζικο τάνκερ. Αιτία του ναυαγίου ήταν ότι το βαπόρι είχε ένα ρήγμα μπροστά, κάτω από τη μάσκα αλλά για να μη χάσουν έναν ναύλο δεν το επισκεύασαν παρά μόνο το τσιμεντάρισαν (κάτι σαν στοκάρισμα).
Βρισκόμουν συχνά στο μαγαζί που δούλευε η αδερφή μου (η Χάρις Αλεξίου), με αποτέλεσμα να ξοδεύω πολλά χρήματα. Ήταν αρχές των 70’s και ξόδευα 50.000 δρχ. για κάθε τραπέζι. Μου λέει λοιπόν η Χαρούλα «Στα μπουζούκια τρως τα λεφτά σου. Δεν γίνεσαι τραγουδιστής να γλιτώσεις τα έξοδα;». Έτσι, με έστειλε στον Μπάμπη Τσετίνη και ξεκίνησα. Ήταν το 1972 στα σημερινά 9/8 που τότε λέγονταν Συνείδησή μου από ένα ομώνυμο τραγούδι του Τσετίνη.
Μας είχαν σαν γλάστρες. Φαντάσου ότι για οχτώ μήνες ήμουν πίσω από την Πόλυ Πάνου για 3-4 ώρες επειδή έκανα καλά σεκόντα. Ούτε για κατούρημα δεν πήγαινα.
Κάποτε, έφυγα από Ιταλία για Ελλάδα με ένα φέρυ μπόουτ που είχε φορτώσει καμιά τριανταριά νταλίκες. Καθόμουν έξω, στο ντεκ και άκουγα όλους τους νταλικέρηδες να έχουν ανοίξει και να παίζουν τέρμα τις Νταλίκες. Ένας με πήρε χαμπάρι και με τρελάνανε μετά.
Ένα άλλο βράδυ εμφανιζόμουν στο Καν-Καν με τη Σακελλαρίου. Έχω τελειώσει το πρόγραμμά μου και κάθομαι σε ένα φιλικό τραπέζι όταν έρχεται ένας τύπος εύσωμος, σωστό γομάρι και λέει «φίλε, μπορώ να σου πω;». Τον ρώτησα τι ήθελε και είπε ότι έπρεπε να βγω έξω. Σηκώνομαι και φτάνω μέχρι την πόρτα, αλλά και πάλι επέμενε να βγω έξω. «Όχι ρε φίλε. Γιατί να βγω;» είπα και σκεφτόμουν ότι είναι θερίο, όπως τον έβλεπα. Επέμενε και πάλι. Τελικά, πήρα μαζί μου έναν γεροδεμένο σερβιτόρο και βγήκα. Μας πήγε 50 μέτρα παρακάτω και τι να δω; Μπροστά μου ήταν η νταλίκα που είχαμε βάλει στο εξώφυλλο του δίσκου. Ήταν η δική του νταλίκα.
Κάθε 2-3 μέρες θέλαμε καινούργια παπούτσια. Ιδιαίτερα μόλις αρχίζανε οι Νταλίκες, γινότανε της πουτάνας. Μια μέρα, από το Λίντο που δούλευα στείλανε βαν σε άλλα μαγαζιά για να πάρουν δανεικά πιάτα. Τα είχανε σπάσει όλα.
Όσο για τις περιοδείες τού έχει μείνει ο τρόπος με τον οποίο τον προλόγιζε ο Μανώλης Ρασούλης. «Και τώρα σας παρουσιάζω τον εθνικό μας νταλικέρη» θυμάται και γελά.
Μ Ε Τ Α Φ Ω Τ Α Ν Υ Σ Τ Α Γ Μ Ε Ν Α
Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά
τριγυρνάνε οι νταλίκες στην Αθήνα
στα λιμάνια, στους σταθμούς, στην αγορά
ό, τι ψάχνεις στη ζωή να βρεις ξεκίνα.
Σ’ έχω δει πολλές φορές να τριγυρνάς
στο λαβύρινθο της πόλης σαν χαμένος
το σακάκι σου στον ώμο να κρατάς
κι όλους όσους δε θυμούνται φορτωμένος.
Σα σκηνές από ταινία «προσεχώς»
μοιάζεις μέσα στις στροφές αυτού του νόστου
δυο γενιές χαμένες πίσω δυστυχώς
κι η Αθήνα μια μητρόπολη του νότου.
Σ’ έχω δει πολλές φορές να τριγυρνάς
στο λαβύρινθο της πόλης σαν χαμένος
το σακάκι σου στον ώμο να κρατάς
κι όλους όσους δε θυμούνται φορτωμένος.