Ο Γιώργος Παπαστεφάνου Ήταν Πάντα Εκεί

Το όνομα του έγινε συνώνυμο του ραδιοφώνου. Ή μάλλον του καλού ελληνικού ραδιοφώνου. Θέλεις η φυσική ευγένεια; Θέλεις η καθαρότητα της γνώριμης φωνής; Θέλεις το χαμόγελο που αντιλαμβάνεσαι ότι διαγράφεται στο πρόσωπό του όταν μιλάει στο μικρόφωνο; Θέλεις το μοναδικό, πολύπλευρο ταλέντο του που κατέστησε επιτυχημένο το πέρασμά του και από την τηλεόραση, ενώ τον καθιέρωσε και ως σημαντικό στιχουργό αγαπημένων διαχρονικών τραγουδιών; Επισκεφθήκαμε τον Γιώργο Παπαστεφάνου ένα απόγευμα στο σπίτι του στο Παγκράτι κι απλά αφήσαμε το κασετοφωνάκι (και την κάμερα) να γράφει. Ο λόγος του είναι ανακουφιστικός, η αφήγηση του καθηλωτική, οι ιστορίες πάμπολλες – σχεδόν σαν να περνάει μπροστά σου η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού των τελευταίων 50+ χρόνων. Απολαύστε μια ζωή τόσο συναρπαστική όσο μια καλοφτιαγμένη ραδιοφωνική εκπομπή, γεμάτη εκπλήξεις…

Γεννήθηκα και μεγάλωσα κοντά στην Ομόνοια, στην Αγίου Κωνσταντίνου. Στα Δεκεμβριανά απείλησαν ότι θα ανατινάξουν την πολυκατοικία που μέναμε και φύγαμε. Ήταν από τις πρώτες της Αθήνας-κτίριο του 1926- και υπάρχει ακόμα.

Η μητέρα μου ήταν μεγαλοαστή με καταγωγή από την Ρόδο και την Αίγυπτο. Πρώτα ξαδέλφια της μητέρας μου ήταν οι Νίκος και Μανώλης Κάσδαγλης.  Στο σπίτι του Μανώλη που ήταν παντρεμένος με την ποιήτρια Λίνα Κάσδαγλη (και γιος τους είναι ο Χριστόφορος, δημοσιογράφος και συγγραφέας σήμερα), γνώρισα  πολλά πρόσωπα της λογοτεχνίας. Το περιβάλλον ήταν αυτό που λέμε «πνευματικό».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η οικογένεια του πατέρα μου, αντίθετα, δεν ήταν μεγαλοαστική. Ο παππούς μου ήταν παπάς και λεγόταν Στέφανος. Έτσι  προέκυψε το επώνυμό μας. Δεν τον πρόλαβα, αλλά μου είπαν ότι ήταν αντάρτης και φανατικά βενιζελικός, κάνοντας φυλακή για αυτό. Παπάς ήταν και ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα μου και επιστήθιος φίλος του Καζαντζάκη. Από την αλληλογραφία τους φαίνεται μεγάλη αλληλοεκτίμηση ανάμεσά τους.

Στο σπίτι πάντα κυκλοφορούσαν δύο εφημερίδες, κάτι που με έκανε να απορώ. «Για να δεις ότι καθένας τα σερβίρει με τον τρόπο του», έλεγε ο πατέρας μου. Στη Βαρβάκειο είχα μάλιστα συμμαθητή τον γιο του Κυριαζή, διευθυντή του Έθνους. Όταν τον ρώτησα γιατί στην αρχή στήριζαν μια παράταξη και στη συνέχεια άλλη, μου είπε: «Δε μας έδιναν ατέλεια χάρτου». Όλα αυτά με βοήθησαν να δω το παρασκήνιο από πρώτο χέρι όταν μπήκα στην ΕΡΤ. Με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, μέχρι τη δικτατορία, η γεύση ήταν ίδια.

Το εργοστάσιο του πατέρα μου έβγαζε μια επιτυχημένη φίρμα από μπαταρίες. Από εκεί απέκτησα το πρώτο τρανζίστορ,  στα 7 μου. Κι έλεγα ότι ήθελα να γίνω ραδιοφωνικός εκφωνητής, αν και ο πατέρας μου ήθελε να συνεχίσω την δουλειά στο εργοστάσιο Σε ηλικία οκτώ χρόνων με έβαλε να δουλεύω τα απογεύματα του Σαββάτου με χαρτζιλίκι οκτώ δραχμών. Όντας όμως ξεμυαλισμένος, τραγουδούσα συνεχώς παρασύροντας και τις εργάτριες, με αποτέλεσμα να με απολύσει. Πάντως, αν και δεν μου το καλλιεργούσαν από το σπίτι, η ιδιότητα του κληρονόμου της επιχείρησης ήταν ένας εφιάλτης που με ακολούθησε για χρόνια. Αργότερα, έκανα μια ιδιαίτερη συλλογή. Όταν βγήκαν οι αυτόματοι τηλεφωνητές, δεν σήκωνα τηλέφωνα σε γενέθλια και γιορτές. Άφηνα τον τηλεφωνητή να απαντήσει και στο τέλος έκανα μια ωραία συλλογή με τις φωνές φίλων και γνωστών που μου εύχονταν.

Οι γονείς μου με πρωτοπήγαν στο θέατρο. Έχω δει την Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Πιλάβιο να παίζουν σε παραμύθι του Άντερσεν, σαν παιδιά-θαύματα. Μέσα σε έναν χειμώνα είδα την Κυβέλη στο Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας, τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή με Νέζερ-Βαλάκου και σε πρώτη εμφάνιση την Αλίκη! Επίσης, είδα τον Λογοθετίδη στην Σάντα Τσικίτα και το Θανασάκης ο Πολιτευόμενος με Ηλιόπουλο και Συνοδινού. Εκεί κατάλαβα  τη βρωμιά και το ψώνιο της πολιτικής. Ήμουν δε μέλος στην κινηματογραφική λέσχη από τα 15.  Εκεί πηγαίναμε κάθε Κυριακή πρωί ανελλιπώς, χάνοντας ακόμα κι εκδρομές. Τις προβολές προλόγιζαν προσωπικότητες όπως οι Αγλαΐα Μητροπούλου, Ρωζίτα Σώκου, Λέων Καραπαναγιώτης, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Την πρώτη φορά που πήγα μίλαγε η Ροζίτα. Θεωρώ ότι εκείνη μας έμαθε σινεμά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το Φεστιβάλ Αθηνών ξεκίνησα να το παρακολουθώ στην έναρξή του, το 1955, όταν εμφανίστηκε ο Ντίζι Γκιλέσπι στο Κοτοπούλη και ήταν τόσο έντονος ο ρυθμός που ζήτησαν να μην χτυπάμε τα πόδια μας γιατί θα γκρεμίζαμε τον εξώστη. Την ίδια χρονιά ήρθε το Λαϊκό θέατρο της Γαλλίας με τον Ζεράρ Φιλίπ. Έτσι, ήταν φυσικό να μας μπει η ιδέα να παίξουμε  θέατρο. Στο ελληνοαμερικάνικο ινστιτούτο όπου μάθαινα αγγλικά, μας είπαν ότι ήρθε από την Αμερική ένας νέος σκηνοθέτης, μόλις 28 χρόνων, που ήθελε να ανεβάσει μια παράσταση με παιδιά. Ήταν ο Ροβήρος Μανθούλης στην πρώτη του δουλειά στην Ελλάδα. Όλο τον χειμώνα, μετά το σχολείο μου πήγαινα στην σχολή Σταυράκου που ήταν δίπλα. Τότε, μαθητές της ήταν οι Μάνος Ελευθερίου, Μαριέτα Ριάλδη, Τάκης Κολλάτος, Ελένη Μαβίλη, Διαγόρας Χρονόπουλος, Βαγγέλης Βουλγαρίδης κ.ά. Παίξαμε δύο φορές την παράσταση και πήγε πολύ καλά. Μας έγραψαν σαν κριτική ότι είχαμε ψυχή. Αργότερα, πήγαμε το έργο στις γιορτές λόγου και τέχνης, στη Λευκάδα.

Σιχαίνομαι τον τηλεθεατή που βλέπει μια εκπομπή που έχει να πει μια ιστορία κι εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο ή σαχλαμαρίζει.

Τον επόμενο χρόνο ο Κακογιάννης θα έκανε ταινία την Eroica του Κοσμά Πολίτη που βασίζεται σε παιδιά. Έβγαλε ανακοίνωση για οντισιόν στο θέατρο Αλίκη και ένας φίλος μου που ήθελε να γίνει ηθοποιός  μου ζήτησε να πάμε παρέα για να συμμετάσχει. Μόλις με είδε ο Κακογιάννης είπε «εσένα σε θέλω». Τα γυρίσματα ξεκινούσαν με ένα μπαλ μασκέ σε ένα σπίτι της Κηφισιάς, ενώ τα εξωτερικά θα γίνονταν στον Πόρο. Έζησα όλο το παρασκήνιο με τα κοστούμια του Τσαρούχη και την Ελευθερία Κωνσταντινίδου να τραγουδάει «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Έτσι το πρωτάκουσα και όχι από τον Καζαντζίδη. Πήγα για δύο βραδιές στο γύρισμα όπου γνωρίστηκα με δυο παιδιά, τον ζωγράφο  Δήμο Σκουλάκη  και έναν νέο ηθοποιό που ήρθε να δει πώς γίνεται ένα γύρισμα. Το δεύτερο βράδυ με παρακάλεσε να του δανείσω ένα εικοσάρικο γιατί του άρεσε μια Εγγλέζα και ήθελε να της «κολλήσει». Του το έδωσα, αλλά δεν ξαναπήγα σε γύρισμα λόγω του σχολείου. Μετά από τρία χρόνια τον συνάντησα στον δρόμο και μου είπε «να σου γνωρίσω την γυναίκα μου». Ήταν η Εγγλέζα, η οποία μου θύμισε ότι μου χρωστούσαν είκοσι δραχμές. Της είπα ότι ήταν το γαμήλιο δώρο μου. Ο νεαρός ηθοποιός ήταν ο Γιάννης Βόγλης.

Με έναν άλλο φίλο μου είπαμε στην Ελένη Χαλκούση ότι θέλαμε να γίνουμε ηθοποιοί. Μόλις το άκουσε, τρόμαξε. «Όχι, δεν θέλουμε άλλους ηθοποιούς. Θέλουμε καλούς θεατές στην πλατεία», είπε. Αυτούς τους καλούς θεατές της πλατείας είχα στο μυαλό μου όταν έκανα τις εκπομπές στην τηλεόραση. Σιχαίνομαι τον τηλεθεατή που βλέπει μια εκπομπή που έχει να πει μια ιστορία κι εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο ή σαχλαμαρίζει.

Το ’58 ξεκίνησε, στο δεύτερο πρόγραμμα, μια εκπομπή με πιο εξευγενισμένα  λαϊκά, όπως την «Συννεφιασμένη Κυριακή», την «Αρχόντισσα» κ.ά. Δεν είχα βρεθεί σε λαϊκό κέντρο κι από λαϊκό τραγούδι ήξερα μόνο ότι παιζόταν στα διαλείμματα του σινεμά. Εντυπωσιάστηκα. Κράτησα το όνομα της παραγωγού και σκέφτηκα να της τηλεφωνήσω κάποια στιγμή. Ήταν ήδη τέλος του ’59 όταν την πήρα. Ήταν η Φραγκίσκη Ψαχαροπούλου-Καρόρη. Το σήκωσε ο πατέρας της και μου είπε ότι βρισκόταν στο μαιευτήριο γιατί μόλις είχε γεννήσει (την Τζουλιέτα Καρόρη). Εκείνος νόμιζε ότι το τηλεφώνημά μου ήταν επαγγελματικό και ζήτησε το τηλέφωνό μου να της το δώσει. Στις 11 Φεβρουαρίου μου τηλεφώνησε και με ξετίναξε επί δύο ώρες με διάφορες ερωτήσεις από την ηλικία μου μέχρι λογοτεχνία, θέατρο και πολλά άλλα. Στο τέλος μού είπε ότι της έκανα για το ραδιόφωνο  και την επόμενη θα μιλούσε στους υπεύθυνους του σταθμού. Με ρώτησε αν η οικογένειά μου είχε κάποια γνωριμία στην ΕΡΤ. Εκείνη την περίοδο ήταν τεχνικός διευθυντής κάποιος Ασλανίδης, παιδικός φίλος της μητέρας μου. Μόλις κλείσαμε πήγα ενθουσιασμένος στους γονείς μου και τους τα είπα. Ο πατέρας μου συμφώνησε αρκεί να έπαιρνα το πτυχίο μου πρώτα. Είπα στη μητέρα μου να τηλεφωνήσει στον Ασλανίδη. Μόλις του είπε τι θέλαμε εκείνος απάντησε «γιατί θέλεις να καταστρέψεις το παιδί;». Τελικά, συμφώνησαν να πάω στο γραφείο του. Όταν συναντηθήκαμε είπε «θέλεις πραγματικά να πεθάνεις μέσα στην ραδιοφωνία;». Η Καρόρη είχε ήδη μιλήσει σε κάποιον Σιάσκα που ήταν διευθυντής, τον οποίο αναγκάστηκε να πάρει και ο Ασλανίδης. Μπροστά μου του είπε, «θα σου τον στείλω, αλλά μην τον πάρεις γιατί θα τον καταστρέψεις».

Όταν ξεκίνησα υπέγραψα ένα χαρτί που έλεγε ότι θα με δοκιμάσουν για δύο μήνες  χωρίς καμία οικονομική απαίτηση. Κόλλησα επάνω στην Φραγκίσκη με απίστευτο πάθος.  Άρχισα με κάτι ψευτοεκπομπές και στο δίμηνο μου δίνουν να κάνω κάτι δύσκολο. Έπρεπε σε μια ώρα να χωρέσω πενήντα ρεφρέν τραγουδιών. Τα δύο τελευταία ήταν της Μελίνας. Την επομένη πήγα στο μαγαζί Κύκλος της Ρηνιώς Παπανικόλα  και μου λέει η υπάλληλος «άκουσα χθες μια καταπληκτική εκπομπή σας». Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας πελάτης και λέει «άκουσα χθες το απόγευμα δυο τραγούδια της Μελίνας σε μια καταπληκτική εκπομπή». Κοκκίνισα και του είπα «εγώ την έκανα». Έτσι, άρχισα λιγάκι να «ψηλώνω». Στην ραδιοφωνία μόλις με έβλεπαν, μου έλεγαν «Τι πράγμα ήταν αυτό χθες;». Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Κατά τις 11 μου τηλεφώνησαν από το γραφείο του Σπυρομήλιου να μου πουν ότι προσλαμβάνομαι. Ήταν 15 Φεβρουαρίου του ’60.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στις 15 Μαΐου του ίδιου χρόνου υπέγραψα την πρώτη μου σύμβαση. Η Φραγκίσκη με έπαιρνε από το χέρι και με κυκλοφορούσε στους διαδρόμους. Με παρουσίαζε σε ανθρώπους, όπως ο Καμπανέλλης, σαν φαινόμενο. Κανονικά θα έπρεπε να έχουν φουσκώσει τα μυαλά μου. Θυμάμαι ότι με σύστησε σε έναν παλιό υπάλληλο της ραδιοφωνίας  που μόλις με είδε μου έδωσε το χέρι του και είπε «ιδού, λοιπόν, ένας ακόμη από τους παθόντας και ταφέντας της ραδιοφωνίας». Αυτήν η άποψη επικρατούσε για το προσωπικό της ραδιοφωνίας. Ήταν μια δημόσια υπηρεσία που, μετά τον πόλεμο, μπήκαν αρκετοί άνθρωποι για να βολευτούν σε κάποια θέση.

Ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε ότι ήθελε να τα πει μόνος του. Πώς θα έλεγα κάτι τέτοιο στην Μπέλλου; Την πήρα τηλέφωνο και πριν πω οτιδήποτε, το είχε καταλάβει «Ξέρω, είναι του βλάχου το κόλλημα. Θα έρθω για ένα τραγούδι».

Το ΄72 με έβγαλε η Χαραμή με το ζόρι στην τηλεόραση. Από τη μία θεωρούσα ότι η τηλεόραση δεν ταιριάζει σε άνθρωπο με λίγα μαλλιά και γυαλιά και από την άλλη ήξερα ότι σου κόβει την ιδιωτική ζωή. Το είχα ζήσει με τον Σπανό που ανέκαθεν ήταν πρόσχαρος άνθρωπος. Όταν πηγαίναμε στα κέντρα τον αναγνωρίζανε και μόλις του μιλούσαν, εκείνος, άθελά του, μαγκωνόταν. «Αυτό είναι η δημοσιότητα, σκλαβιά», σκεφτόμουν.

Οι εκπομπές μου γίνονταν πάντα με σενάριο. Έχω φέρει τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου  ή την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ να μου γράψουν κείμενα. Ήταν σημαντικό να τους έχω. Επίσης, σημαντικοί ήταν οι συνδυασμοί τραγουδιστών όπως Μαρινέλλα-Μπέλλου. Παρόλ’ αυτά, δεν πίστευα ότι όσα κάναμε ήταν κάποιο είδος παρακαταθήκης. Μαζί με τους συνεργάτες μου κάναμε το κέφι μας. Πολλά από αυτά δεν τα πληρωνόμασταν. Απλά, γνωρίζαμε ότι από την άλλη πλευρά υπήρχαν άνθρωποι (τηλεθεατές ή ακροατές) που το εισέπρατταν.

Ας πούμε, η Ρόζα Εσκενάζι δεν ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε στην τηλεόραση. Την γνώρισα σε μια μπουάτ, στην Πλάκα, που είχε κάνει η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου και έφερνε μόνο παλιούς, ξεχασμένους ρεμπέτες. Η εμφάνισή της όμως  στην εκπομπή μου ήταν η πρώτη σε τηλεοπτικό στούντιο. Θυμάμαι ότι ξαφνιάστηκε με τον έντονο φωτισμό. Ήταν Μάιος και  όταν τελειώσαμε και βγήκε στο φως του ήλιου, είπε «μπα, μέρα είναι ακόμα;». Ήταν μια γόησσα, παρόλο που ήταν ηλικιωμένη. Περισσότερο από όλους όμως, με γοήτευσε η  Μοσχολιού. Ήταν ένα αντράκι με πολλή λεβεντιά, μπέσα και χιούμορ. Παρόλο που δεν ήταν μορφωμένη, μιλούσε υπέροχα. Η Ρεζάν μου έλεγε «η Μοσχολιού είναι η μόνη που ξέρει να δίνει συνεντεύξεις».

Στη Μουσική Βραδιά έκανα μια εκπομπή με τον Γιώργο Νταλάρα. Την  ημέρα της προβολής, με πήρε τηλέφωνο ο διευθυντής της ΕΡΤ Φώτης Μεσθεναίος και μου είπε ότι θα του άναβα φωτιές γιατί ο Νταλάρας θα έλεγε το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» του Λοΐζου που μιλούσε για απεργίες. Παρόλο που αυτό το κομμάτι ακουγότανε στα διαφημιστικά της Μίνος, σε όλες τις ραδιοφωνικές εκπομπές, μου είπε ότι θα το έκοβε. Ενημέρωσα τον Νταλάρα που εκνευρίστηκε πολύ, αλλά για χάρη μου δεν το έκανε θέμα. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής του ζήτησα να πει μια στροφή από το «Δέντρο» του Λοΐζου, χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν ύμνος της ΚΝΕ. Είπε την στροφή και μετά από δύο μέρες βγήκε μια εφημερίδα γρόφοντας ότι κάναμε κομμουνιστική προπαγάνδα. Εκείνη την περίοδο, ετοίμαζα για επόμενο θέμα τα «Τραγούδια Διαμαρτυρίας» της Φαραντούρη, αλλά ο Μεσθεναίος μου είπε να το ξεχάσω. Τελικά, έκανα μια «ανώδυνη» εκπομπή με τραγούδια αγάπης. Θυμήθηκα που είχα πρωτοβγάλει την Άννα Βίσση στην τηλεόραση το ’74, στις Χρυσές Φωνές και μου είχαν κάνει εντύπωση η εξυπνάδα, το θάρρος και η ομορφιά της. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλή κι επιβεβαιώθηκα.

Η Μπέλλου με έφερε σε επαφή με τον Τσιτσάνη για να κανονίσουμε την εκπομπή που θα έβγαιναν μαζί. Όταν φτάσαμε στο τι τραγούδια θα έλεγαν, ο Τσιτσάνης ξεκαθάρισε ότι ήθελε να τα πει μόνος του. Πώς θα έλεγα κάτι τέτοιο στην Μπέλλου, αφού το είχαμε ξεκινήσει με εκείνη; Την πήρα τηλέφωνο και πριν πω οτιδήποτε, το είχε καταλάβει «Ξέρω, είναι του βλάχου το κόλλημα. Θα έρθω για ένα τραγούδι». Ήταν συγκλονιστικό. Την ώρα που άνοιξε το στόμα της και είπε «Σαν απόκληρος γυρίζω» ανατρίχιασα!

Αυτό το είχα ξαναζήσει μαζί της, όταν την πρωτοάκουσα στη «Νήσο Ύδρα», στην Κολοκυνθούς. Ήταν στη δεύτερη καριέρα της κάπου στο ’65, όταν ήμουν φαντάρος. Είχε χαθεί για δυο χρόνια και μόλις μάθαμε ότι τραγουδάει εκεί, πήγαμε. Μάλιστα, βάλαμε μια εκφωνήτρια του σταθμού ενόπλων δυνάμεων που την γνώριζε να κλείσει τραπέζι. Φανταζόμασταν ότι θα έχει ουρά από κόσμο. Τελικά, το κέντρο ήταν άδειο. Είχε ακόμα αποκριάτικο διάκοσμο, παρόλο που είχε περάσει το Πάσχα. Επίσης, εκεί έπαιζε και η ορχήστρα του σπουδαίου Γιώργου Ροβερτάκη. Η Σωτηρία ήρθε στο τραπέζι μας και της ζητήσαμε να μας πει ένα τραγούδι εκεί, παρεΐστικα. Άρχισε να λέει την «Αχάριστη» και τρελαθήκαμε .

Είχα τη χαρά να ζήσω πολλές τέτοιες στιγμές. Έζησα όμως και το αντίστροφο, όπως όταν είχε έρθει ο κλασικός βιολιστής Σλόμο Μιντς  να εμφανιστεί στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Θα παρουσίαζα την συναυλία του και πήγαμε για πρόβα. Στο θέατρο ήμαστε εμείς της ΕΡΤ, κάποιοι του θεάτρου, κάποιοι του φεστιβάλ και η ορχήστρα με τον Μιντς κάτω από ένα ρομαντικό φεγγάρι. Καθώς άρχισε να παίζει το κοντσέρτο, είπα μέσα μου: «Τι ευτυχία! Να κάνεις το επάγγελμα που αγαπάς και να ζεις αυτή τη στιγμή». Την ώρα που τα σκεφτόμουν αυτά, ακούω έναν εικονολήπτη να λέει «τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα τελειώσεις καμιά φορά να πάμε σπίτι μας;».

Στη Μουσική Βραδιά για τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη (Τσάντα) η Γλυκερία ερμηνεύει το «Άναψε το τσιγάρο». Ήθελα να σχολιάσω την αστική τάξη που κάποτε απέρριπτε το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά στο τέλος το αγκάλιασε. Σκέφτηκα να παίξω ανάμεσα σε μια σκηνή από την Στέλλα του Κακογιάννη που ο Αλεξανδράκης φεύγει καταπιεσμένος από το σπίτι και όταν τον ρωτούν πού πάει, εκείνος λέει «στα μπουζούκια» με αντίστιξη ένα «φριχτό» μπουζούκι δοσμένο σε στυλ bachianas brasileiras (συνδυασμός του βραζιλιάνικου φολκλόρ με την σχολή Μπαχ) του Villa Lobos. Σκέφτηκα το κομμάτι με έγχορδα και την Γλυκερία με μακριά τουαλέτα σαν να δίνει ρεσιτάλ στην αίθουσα Athenaeum. Δεν φαντάζεσαι τι άκουσα. Με αποκάλεσαν από «κουλτουριάρη» μέχρι άσχετο! Ένας γνωστός δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας έγραψε «δεν είναι δυνατόν τον εθνικό ύμνο των Ελλήνων να τον κακοποιεί έτσι ο κύριος Παπαστεφάνου». Λίγο καιρό αργότερα τον συνάντησα σε μια παρουσίαση και του το θύμισα. Εκείνος επέμενε στην άποψή του…

– Κάνατε κάτι άλλο την ώρα της εκπομπής; (τον ρώτησα)

 – Εγραφα ένα κομμάτι για την εφημερίδα.

-Βλέπετε την εκπομπή ενός ανθρώπου που φιλοδοξεί να σας καθηλώσει, πιάνοντας με «κλεφτές» ματιές μόνο ένα στιγμιότυπο και το σχολιάζετε κιόλας;

 Τελικά, μου ζήτησε συγγνώμη.

Μου έχει τύχει καλεσμένος  που απαντούσε μονολεκτικά. Ήταν την περίοδο της χούντας κι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε εξαιτίας της λογοκρισίας. Είχα καλεσμένο τον Αντώνη Καλογιάννη που ήταν ο τραγουδιστής του Μίκη στο εξωτερικό. Ήταν ομιλητικότατος, αλλά είχαμε την έννοια μην πει κάτι περίεργο. Ξεκίνησα με την πρώτη ερώτηση και μου απαντάει «ναι». Συνεχίζω με την δεύτερη και λέει «όχι» κ.ο.κ. Τελικά, διέκοψα και του είπα ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε έτσι εκπομπή. Την ξανακάναμε και την απλώσαμε. Επίσης, μου έχει τύχει να γράψω την απάντηση καλεσμένων μου όταν κάποιοι (δεν λέμε ονόματα) δεν μπορούσαν να τα πουν.

Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης είναι συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς και νομίζω ότι αδικήθηκαν που έζησαν σε μικρή χώρα. Μιλούν όλοι για τους αμερικάνους τραγουδοποιούς όπως οι Μπερτ Μπάκαρα και Χένρι Μαντσίνι που όμως δεν είναι τίποτα μπροστά τους.

Υπήρξε μια εποχή που το τραγούδι αφορούσε πολύ τον κόσμο. Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης το είχαν κάνει πρωτοσέλιδο! Αισθανόσουν ότι συνέβαιναν καυτά πράγματα. Επίσης, ήταν εποχή που κοιτούσαμε ψηλά. Η Ελλάδα έπαιρνε Νόμπελ, τα θέατρα Τέχνης κι Εθνικό ακούγονταν στο εξωτερικό, είχαμε το Ποτέ την Κυριακή με τη Μελίνα, ο Χατζιδάκις με «Τα παιδιά του Πειραιά», ο Θεοδωράκης που μελοποιούσε ποιητές. Ήταν  μια εποχή που ο πολιτισμός μας αφορούσε όλους και υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι μπορεί ο κόσμος να αλλάξει. Πολύς κόσμος που δεν ήταν της μουσικής ασχολήθηκε με το τραγούδι είτε γράφοντας στίχο είτε γρατζουνώντας μια κιθάρα είτε τραγουδώντας. Στα πρόσωπα που πέρασαν από τις μπουάτ συναντάμε πολλούς ηθοποιούς, ζωγράφους, φοιτητές. Δεν ξεκίνησαν όλοι να κάνουν μουσική. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έγραψα κι εγώ στιχάκια, χωρίς ποτέ να πιστέψω ότι έχω κάποιο ταλέντο. Τον πρώτο καιρό «κρυβόμουν». Κάθε φορά που ένα τραγούδι μου γινόταν επιτυχία δεν το πίστευα, όπως δεν πιστεύω και σήμερα ότι μερικά από αυτά έχουν αντοχή στον χρόνο. Ήταν μια παρένθεση για την οποία χαίρομαι πολύ. Μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι των στίχων ανακάλυψα καλλιτέχνες όπως οι Καίτη Χωματά, Αρλέτα, Γιάννης Σπανός (ενώ στο ραδιόφωνο είχα την πρώτη παρουσίαση του Σταύρου Ξαρχάκου, στην αρχή της καριέρας του το 1962). Σαν θεατής έχω ζήσει πολλά σημαντικά πράγματα, όπως η γνωστή συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν, το 1961 με τον Χατζιδάκι στο πιάνο και τον Θεοδωράκη μαέστρο. Εκείνη τη μέρα ξέραμε ότι γινόταν κάτι ιστορικό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» το έγραψα στο πανεπιστήμιο, σε μια βαρετή παράδοση κάποιου καθηγητή Ράμου που παρακολουθούσα υποχρεωτικά γιατί έπαιρνε παρουσίες. Το μάθημα ήταν 4-5μμ, μόλις τελείωνα την δουλειά στην Ραδιοφωνία και ήμουν κουρασμένος. Για να περάσει η ώρα, έγραψα ένα στιχάκι και έτσι γεννήθηκε το τραγούδι.

Μια κοπέλα που ήμασταν μαζί τότε, ήταν συγγενής της οικογένειας Μπότση και εξασφάλισε μια σελίδα σε ένα περιοδικό που ανήκε στην Ακρόπολη και την Απογευματινή για να γράφουμε μαζί μουσικά θέματα. Υπογράφαμε σαν Ρένια Στεφάνου (εκείνη λεγόταν Ρενέ κι εγώ Παπαστεφάνου). Κάποια μέρα αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή, όταν φεύγαμε στο εξωτερικό, για να μην χανόμαστε στις μεγάλες πόλεις, μαζεύαμε τηλέφωνα από γνωστούς για να έχουμε έναν άνθρωπο μόλις φτάναμε. Πήρα έναν φίλο μου και μου είπε ότι εκεί βρισκόταν ένας πιανίστας που παίζει στις μπουάτ. Μου έδωσε το τηλέφωνό του και μου είπε ότι λέγεται Γιάννης Σπανός. Σκέφτηκα ότι θα του έπαιρνα και συνέντευξη για το περιοδικό και του τηλεφώνησα. «Έλα απόψε, θα έχουμε μακαρονάδα», είπε. Πήγα και μου έδειξε σκίτσα που έφτιαχνε για περιοδικά, ενώ παράλληλα μου έδωσε κι ένα δισκάκι που είχε ήδη βγάλει. Όταν γύρισα άρχισα να το παίζω στο ραδιόφωνο από όπου το άκουσε ο Πατσιφάς και του άρεσε.

Με τα χρόνια όμως τα μεγέθη μικραίνουν. Σήμερα υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι, αλλά δεν υπάρχουν πνευματικοί ηγέτες. Το τεράστιο άνοιγμα στον πολιτισμό που έκαναν οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης, έπρεπε να έχεις την προσωπικότητα και την παιδεία αυτών των ανθρώπων για να το πετύχεις. Πιστεύω ότι, όπως και τότε, που μετά τους πολέμους ο πολιτισμός μας έδωσε ανάταση, έτσι και τώρα, μετά από τον οικονομικό πόλεμο, ο πολιτισμός θα μας βοηθήσει. Επίσης, όμως, θεωρώ ότι πρέπει να δούμε περισσότερο μέσα μας και να πετάξουμε ό,τι περιττό αποκτήσαμε όλο αυτό το διάστημα. Από την εποχή του lifestyle και της ιδιωτικής τηλεόρασης και ραδιοφωνίας, το κακό που απλά υπήρχε, πλέον πρωταγωνιστεί. Στην εποχή των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Κουν, Μινωτή υπήρχε επίσης το φτηνιάρικο εμπορικό θέατρο ή η φθηνή κινηματογραφική ταινία, αλλά ξέραμε να βάζουμε το κάθε πράγμα στο ράφι του. Αν δεν απαλλαγούμε από τη νοοτροπία του lifestyle, ίσως δυσκολευτούμε να ξαναβρούμε την χαμένη πνευματικότητα. Παρόλα αυτά, οι πολιτισμοί κάνουν κύκλους και πάντα μετά από το σκοτάδι έρχεται το φως. Αυτό ανατίθεται στις επόμενες γενιές. Γι’ αυτό και όταν με ρωτούν για όσα συμβαίνουν σήμερα στη μουσική, απαντώ να ρωτήσουν τα νέα παιδιά μιας κι εκείνους αφορά.

Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης είναι συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς και νομίζω ότι αδικήθηκαν που έζησαν σε μικρή χώρα. Αν τους είχε η Αμερική ή η Αγγλία, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και παρόλο που ο Χατζιδάκις πήρε το Όσκαρ, θεωρώ ότι δεν είχε την καριέρα που του άξιζε.  Μιλούν όλοι για τους αμερικάνους τραγουδοποιούς όπως οι Μπερτ Μπάκαρα και Χένρι Μαντσίνι που όμως δεν είναι τίποτα μπροστά τους. Στην αγορά για να μπορέσεις να επιβληθείς πρέπει να ζεις στα μεγάλα κέντρα. Αυτό το έκαναν οι Μούσχουρη, Παπαθανασίου, Μπάλτσα κ.ά. Είναι δύσκολο να ζεις εδώ, να είσαι, π.χ., ο σούπερ ταλαντούχος Κραουνάκης και να σε ανακαλύψουν από το εξωτερικό.

Η Μελίνα ήταν τεράστια. Μπορεί μια ηθοποιός να παίξει δυο μεγάλους ρόλους και να καθαρίσει για όλη την καριέρα της. Η Βίβιαν Λι έπαιξε στο Λεωφορείον ο Πόθος και καθάρισε. Η Μελίνα έπαιξε συγκλονιστικά τόσο στο Γλυκό Πουλί της Νιότης και στην Στέλλα. Δεν ήταν όμως και τόσο κινηματογραφική. Το πληθωρικό ταμπεραμέντο της  δεν «γράφει» καλά στον κινηματογράφο που χρειάζεται μέτρο και έλεγχο στην ερμηνεία. Ήταν σπουδαία προσωπικότητα και ήμουν ερωτευμένος μαζί της από την πρώτη μέρα που την είδα, στα 14 μου!

Το ’93 έφυγα δυσαρεστημένος από την ΕΡΤ και πήγα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ. Οι τότε κρατούντες της ΕΡΤ μου φέρθηκαν άσχημα, παρόλο που ήμουν ψηλά στην ιεραρχεία και ο αρχαιότερος . Στον ΣΚΑΙ βρήκα τον σεβασμό που δεν μου έδειξαν τα τελευταία χρόνια στην ΕΡΤ. Εκείνη την εποχή ήταν διευθύντρια η Σοφία Μιχαλίτση. Δεν ασχοληθήκαμε ποτέ με νούμερα ακροαματικότητας. Ξεκινήσαμε με σκοπό να συνεργαστούμε τρεις μήνες και έμεινα τέσσερα χρόνια!

Για πολλά χρόνια κοιμόμουν λίγο κι έβγαινα πολύ. Πλέον, δεν βγαίνω συχνά, αλλά προτιμώ να βλέπω dvd. Θεωρώ ότι οι καλύτεροι ηθοποιοί του κόσμου είναι οι Τούρκοι. Μιλάνε με τα μάτια. Θα έπρεπε να παραδίδουν σεμινάρια. Βλέπω τούρκικες ταινίες και σήριαλ και ζηλεύω που είναι τόσο επαγγελματίες και έχουν καταπληκτική κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία.

Ανέκαθεν θεωρούσα ότι ο ύπνος χρειάζεται μόνο για να παίρνεις μια ανάσα. Μια μέρα θα κοιμόμαστε μονίμως. Το κρεβάτι με διώχνει.

Γιώργος Κοβός