Ξηλώνοντας μια πλούσια οικογένεια, σαν αυτές που ύφαναν την μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας

“Εδώ που φτάσαμε, με την απίστευτα εξευτελιστική και εκβιαστική πρόταση των Ευρωπαίων, η λύση του δημοψηφίσματος είναι η μόνη ρεαλιστική. Επιτέλους, ας αποφασίσουμε τι θέλουμε. Υπεύθυνα. Ακόμα και η διαστρέβλωση που ερωτήματος που επιχειρείται αποδεικνύει ξεκάθαρα ποιες είναι οι προθέσεις τόσο εντός όσο και εκτός”, υποστηρίζει η Μαρία Ευσταθιάδη, μια από τις  ελληνίδες δραματουργούς στο όνομα της οποίας η Γαλλία ομνύει. Στο Δημοψήφισμα ψηφίζει ΟΧΙ, παρόλο που λόγω ακριβώς της διενέργειάς του η πρώτη παράσταση τού τελευταίου θεατρικού της “Textilen” στο Φεστιβάλ Αθηνών ματαιώνεται. Θα δοθεί μόνο μια παράστασή του τη Δευτέρα 6 Ιουλίου. Το συγκλονιστικό, πυκνό, πολυεπίπεδο κείμενό της αποδομεί χειρουργικά την νοσηρή ελληνική οικογένεια, διαπραγματευόμενο την ευρωπαϊκή κατασκευή προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας.  

Με το ΟΧΙ δεν φοβάστε, κυρία Ευσταθιάδη, ότι η Ελλάδα θα εκπαραθυρωθεί απ΄την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ε.Ε.;  Κατά τη γνώμη μου, ούτε τίθεται ένα Grexit, ούτε θα το ήθελα σε καμιά περίπτωση. Ανήκω σ’ εκείνους τους ευρωπαίους αριστερούς που παλεύουν και θέλουν να παλέψουν για μια άλλη Ευρώπη, όσο ουτοπικό κι αν φαίνεται. Την Ευρώπη δεν θα τους την κάνουμε δώρο. Αυτό σημαίνει το ΟΧΙ.

Ο κόσμος έχει πάντως τρομοκρατηθεί με τις κλειστές τράπεζες. Ας πάψουμε επιτέλους να φοβόμαστε. Τι άλλο χειρότερο μπορεί να συμβεί από αυτά που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια; Είναι επείγον να ξανακοιτάξουμε γύρω μας και πριν να είναι πολύ αργά ο φόβος να αλλάξει επιτέλους αποδέκτη. Άλλα μας απειλούν. Γιατί μια ολόκληρη ευρωπαική ακροδεξιά καραδοκεί. Και τότε, όχι μόνο να γράφουμε δεν θα μπορούμε πια, αλλά ούτε και να ζούμε”.

Πάντως, η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι, παρ’ ότι επικρατεί ένα μούδιασμα, μια βουβαμάρα. Μούδιασμα θα έπρεπε να νιώθουν αυτοί που οδήγησαν τη χώρα σ’αυτή την κατάσταση. Η ενοχοποίηση ενός ολόκληρου λαού είναι μια κακόβουλη επιχείρηση που έχει στηθεί από αυτούς που τη δημιούργησαν και εξακολουθούν να την εξυφαίνουν φανερά ή υπόγεια. Αντίθετα πιστεύω πως επιτέλους μας έχει δοθεί μια μοναδική ευκαιρία για να βγούμε από όλο αυτό το δηλητηριώδες πλέγμα. Γι αυτό και είναι απαραίτητη η ενεργή στήριξή μας στην παρούσα κυβέρνηση. Με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας μας.

Στο Textilen αναβιώνει η συνθήκη μιας οικογένεια προς …αποφυγή. Είναι ο ελληνικός κανόνας, ο νεοελληνικός κανόνας; Νομίζω πως γενικά η οικογένεια είναι προς …αποφυγή, είτε πρόκειται για τυραννικές οικογενειακές σχέσεις είτε για οικογενειακή μαρμελάδα, η πραγματικότητα που συχνά αρνούμαστε να δούμε είναι πως αποτελεί έναν κατ’εξοχή μηχανισμό ακραίας βίας και αναπαραγωγής βίας. Δεν πρόκειται όμως για ελληνικό φαινόμενο ή για νεοελληνικό κανόνα, το ίδιο συμβαίνει, με επί μέρους ιδιαιτερότητες, και στις άλλες χώρες και σε άλλους πολιτισμούς.

Επομένως, το έργο παρότι περιγράφει την πτώση της ελληνικής οικογένεια, θα μπορούσε να περιγράφει την πτώση οποιασδήποτε οικογένειας σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Δεν θα το ονόμαζα πτώση αλλά αποσύνθεση και, μάλιστα, ξήλωμα. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ξήλωμα μιας πλούσιας αστικής οικογένειας, ας πούμε μια απ’αυτές που ύφαναν τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας. 

Ο τίτλος του έργου στο ύφασμα δεν παραπέμπει; Ναι, το TEXTILEN παραπέμπει στο textile δηλαδή στο ύφασμα, στην ύφανση, στην υφαντουργία. Και βέβαια στο text(e) δηλαδή το κείμενο. TEXTILEN ονομάζεται εντός του έργου το μεγάλο εργοστάσιο υφαντουργίας που ανήκει στην οικογένεια όπου κινούνται οι χαρακτήρες του έργου. Μια οικογενειακή μηχανή σαν ένα ύφασμα που  υφαίνεται και ξηλώνεται. Χωρίς καμιά ρεαλιστική πρόθεση. Δεν με ενδιαφέρει ούτε να αντιγράψω ούτε να αναπαραστήσω τον κόσμο. Προσπαθώ να δημιουργήσω έναν κόσμο το ίδιο αληθινό με τον πραγματικό σε ένα τόπο που είναι η σκηνή.

Απώτερος στόχος, μέσα από το χρονικό της κατάρρευσης της ελληνικής οικογένειας, είναι να περιγράψετε το χρονικό της κατάρρευσης της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της ίδιας της χώρας; Είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικές οι παραινέσεις της μητέρας προς την κόρη: Παντρέψου, θα βοηθήσουμε κι εμείς, οι περισσότεροι στο υπουργείο είναι φίλοι, θα σας εξασφαλίσουν τα καλύτερα πόστα. Στη λογοτεχνία και στο θέατρο δεν πιστεύω πως λειτουργούμε με στόχους. Τουλάχιστον, για μένα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Δεν προτείνω λύσεις, θέτω με το δικό μου τρόπο κάποια ερωτήματα. Σίγουρα μέσα σε μια συγκεκριμμένη κοινωνία ζω και αυτό δεν μπορεί παρά να αποτυπώνεται στη γραφή μου. Και σίγουρα το TEXTILEN αποτελεί παράλληλα και ένα σχόλιο για τις καταστροφικές αντανακλάσεις ενός ακραίου είδους καπιταλισμού. Χωρίς όμως, εννοείται, την αμεσότητα του πολιτικού λόγου. Δεν πιστεύω πως η τέχνη έχει κάποιο άμεσα δημόσιο πολιτικό ρόλο να παίξει. Δεν εννοώ μ’ αυτό πως ο καλλιτέχνης ως homo politicus δεν έχει αυξημένη ευθύνη, αλλά, ως homo poeticus, οφείλει να διατηρήσει πάση θυσία την ανεξαρτησία της καλλιτεχνικής του ζωής, να προσφέρει την ιδιαιτερότητα της εμπειρίας του κόσμου του, να επινοεί καινούριες φόρμες, να μιλάει σε μια γλώσσα πάντα καινούργια. Μέσα από τους παράλληλους κόσμους που δημιουργεί, αρθρώνει ένα λόγο ανατρεπτικό, ενδύεται πολλαπλές ταυτότητες, δείχνει άλλοτε υπαινικτικά άλλοτε με μεγεθυντικό φακό, και με μέσα άγρια πολλές φορές, λεπτομέρειες που αποφεύγουμε να δούμε. Δεν επιβάλλει, απλώς φανερώνει και θυμίζει. Το θέατρο, ειδικά, ζωντανό και πληθυντικό, μεταφέρει μια εμπειρία κοινωνική, καλλιτεχνική και κοινοτική όπου το φαντασιακό συναντά το πραγματικό. Καλεί το θεατή να κοιτάξει. Αλλά δεν δείχνει μόνο, ονομάζει αυτά συνήθως αποφεύγουμε να ονομάσουμε ή να αντικρίσουμε στην πραγματική ζωή.

Οι ήρωές σας δεν απευθύνονται ο ένας στον άλλο. Αναλώνονται σε μονολόγους. Μάλιστα συχνά μιλούν σε τρίτο πρόσωπο. Γιατί; Με έναν τρόπο ο μηχανισμός αυτός της ύφανσης αλλά και το ξήλωμα αντανακλάται και στη γραφή και τη δόμηση και την όψη του κειμένου και μ’ένα τρόπο επηρεάζει το λόγο. Οι χαρακτήρες ουσιαστικά δεν μιλάνε μεταξύ τους – ο διάλογος, αυτή η μορφή του λόγου που στόχο έχει να γεφυρώσει την a priori τάφρο μεταξύ των ανθρώπων, είναι σχεδόν απόν. Οι χαρακτήρες συχνά επικοινωνούν με χειρονομίες, με βρισιές. Ο οικογενειακός ιστός, ακόμα και ως σύμβαση, έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Αλλά ακόμα και μέσα στους μονολόγους, οι χαρακτήρες λες δεν μπορούν να βρουν αυτή την περιβόητη ενότητα κάποιου τύπου ταυτότητας – σχεδόν όλοι ξεκινούν τα λόγια τους με το τρίτο ενικό, λες και η φωνή τους δεν τους ανήκει πλέον. Είναι σαν να λένε λόγια άλλων. Και συχνά το παρελθόν εισδύει στη γλώσσα και την καθιστά δέσμια. Όλα αυτά βέβαια τα βλέπω και τα λέω εκ των υστέρων. Σε καμιά περίπτωση δεν υπήρχαν σαν a priori σκέψεις. Εννοώ δεν ήταν ούτε συνειδητά ούτε ηθελημένα. Προέκυψαν. Άλλωστε μου είναι αδύνατο να γράψω με προκαθορισμένο ή οργανωμένο πλάνο. Απλά η οθόνη του υπολογιστή μου ξαφνικά μεταβάλλεται σε σκηνή. “Ποιος θα μπει; Από πού; Τι θα πει;

Πώς θα περιγράφατε τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου; Ποια είναι τα όρια που μπορεί να ξεπεράσει, να σπάσει, για την ακρίβεια, η διαδικασία συγγραφής ενός θεατρικού; Το εκπληκτικό με το θέατρο, είναι ότι στη σκηνή μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, να δειχθούν τα πάντα. Άνευ ορίων, άνευ όρων. Τα θεατρικά κείμενα είναι γραμμένα για να ακούγονται και να βλέπονται. Στο θέατρο, ακούς κάτι μια μόνο φορά. Και πρέπει να καταλάβεις, δεν μπορείς να επανέλθεις. Γι’ αυτό συχνά αναρωτιέμαι αν η διατύπωση «γράφω θέατρο» – όπως λέμε γράφω ποίηση – είναι σωστή. Ή πιο σωστό θα ήταν να λέμε «γράφω για το θέατρο»; Σ’ό,τι με αφορά λίγα μπορώ να πω. Γράφω δύσκολα, γράφω σβήνοντας και άμα περισώσω καμια δεκαριά γραμμές είμαι πανευτυχής. Γράφοντας χάνεις την ταυτότητά σου γίνεσαι κανένας και ταυτόχρονα όλοι οι άλλοι. Αποκτάς διπλή τριπλή πολλαπλή ζωή. “Tο σώμα μου είναι φτιαγμένο από το θόρυβο των άλλων”, έλεγε ο Βιτέζ. Περιπλανιέσαι, γίνεσαι ξένος μέσα στην ίδια σου τη γλώσσα. Η γλώσσα σου παύει να είναι η ομιλούμενη. Η λογοτεχνία κλέβει τη γλώσσα, παίζει μαζί της, την ακρωτηριάζει, την αποσυναρμολογεί και συχνά την κάνει αγνώριστη. Μην γελιόμαστε όμως. Ολοι οι θεατρικοί συγγραφείς επηρεάζονται και αλιεύουν από παλιότερους και από αλλοεθνείς. Αυτή είναι η δεξαμενή τους. Πάντα συνέβαινε αυτό. Τα κείμενα ταξιδεύουν. Και η παγκόσμια θεατρική κληρονομιά ανήκει στο σύνολο των συγγραφέων που την έχτισαν, και κάθε θεατρική γενιά κληρονομεί όλες τις προηγούμενες παρά τις ρήξεις και τις τομές.

Το ελληνικό έργο έχει μεγάλη αποδοχή στη Γαλλία. Δεν αναφέρομαι μόνο στο δικό σας, αλλά και στου Δ. Δημητριάδη και του Γ. Μαυριτσάκη. Πού το αποδίδετε; Πρώτα απ’όλα σου αντιστρέφω τη σειρά. Προηγείται με μεγάλη διαφορά ο Δημητριάδης, ακολουθεί ο Μαυριτσάκης και έπομαι εγώ. Τυχαίνει ή μάλλον δεν τυχαίνει, προφανώς δεν είναι τυχαία αυτά τα πράγματα, και οι δύο είναι πολυαγαπημένοι και ακριβοί φίλοι, τους  οποίους θαυμάζω πολύ. Αλλά δεν είμαστε οι μόνοι. Και άλλοι πια έλληνες συγγραφείς , ΕΥΤΥΧΩΣ, έχουν περάσει τα σύνορα. Οι “συγγένειες ” σίγουρα παίζουν ρόλο, θα έλεγα μάλλον πως υπάρχει μια μεγαλύτερη οικειότητα που ενδεχομένως νιώθουν με κάποιες γραφές περισσότερο από κάποιες άλλες. 

Και οι τρεις, μακριά από τον ελληνικό δραματουργικό ρεαλισμό, δημιούργησαν ένα νέο ρεύμα στο εγχώριο θέατρο. Ποιος είναι ο συνεκτικός κρίκος; Υπάρχουν σαφέστατες διαφορές μεταξύ μας και, σε καμιά περίπτωση, δεν θα μιλούσα για ρεύμα. Ισως γωνίτσες από το σύμπαν του καθενός να συμπίπτουν με του άλλου. Ίσως να υπηρετούμε και οι τρεις μας αυτό που θα ονόμαζα ποιητικό θέατρο, μακριά από κάθε ρεαλισμό, νατουραλισμό και ψυχολογισμό. Αλλά όλα αυτά είναι χωράφια των κριτικών των μελετητών. Θα έλεγα μάλιστα πως οι λιγότερο κατάλληλοι να μιλήσουν για το έργο τους είναι οι ίδιοι οι συγγραφείς. Είναι αυτό που καταθέτουν, οι προθέσεις τους λίγο ενδιαφέρουν.

Τι μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης; Κι από την άλλη, τι είναι αυτό που “παγώνει”, στερεύει την έμπνευση; Ο,τιδήποτε. Κάτι εντελώς αναπάντεχο που ξαφνικά σου κολλάει και αρχίζει να σε τριβελίζει και που μπορεί όμως την άλλη στιγμή να χάνεται. Καμιά κανονικότητα δεν υπάρχει. Υπάρχουν καιροί δημιουργικοί και άλλοι απόλυτα στείροι. Τότε που νιώθεις να σε εγκαταλείπει η γραφή. Από τις δικές της διαθέσεις εξαρτώμαι. Όργανά της είμαστε. Oταν θέλω να γράψω και δεν τα καταφέρνω με πλημμυρίζει μια απίστευτη μοναξιά. Τότε καταφεύγω και ψάχνω διαφυγές στα κείμενα των άλλων, στη μετάφραση, αντίδοτο στον πανικό της δημιουργίας, κάτι σαν φάρμακο και μαζί μαθητεία. Έτσι προκύπτουν ευτυχείς συναντήσεις με κείμενα που μου είναι οικεία ή με συγγραφείς που νιώθω να συγγενεύω. Ωστόσο μη νομίζεις, η ηδονή και η οδύνη ίδιες είναι και στα δύο.

Ζείτε μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Δεν έχετε σκεφτεί ποτέ την οριστική έξοδο απ΄τη χώρα; Οχι, γιατί μου είναι και οι δύο χώρες εξίσου απαραίτητες. Από την άλλη, ο όρος πατρίδα είναι τόσο βεβαρημένος με συνδηλώσεις. Ένα ανήκειν τελικά που καθένας μας, πάρα τη θέλησή του, αποκτάει με τη γέννηση. Με κίνδυνο να σοκάρω, θα έλεγα πως για μένα είναι βαθιά απελευθερωτική μια φυγή πέρα από σύνορα και όρια, μια εκούσια απώλεια σημείων αναφοράς, μια  περιπλάνηση στο χρόνο, το χώρο, την ιστορία, μια περιπλάνηση άσυλο. Όπου ο τόπος δεν είναι υποχρέωση και η αναχώρηση είναι μια επιλογή για ένα αλλού γνωστό ή άγνωστο. Και κάθε αλλού –διαφορετικό για τον καθένα – γίνεται ένα άλλο κάθε φορά εδώ. Κάτι σαν ηθελημένη ή απελευθερωτική εξορία.

Οι Γάλλοι πώς βλέπετε να αντιμετωπίζουν την ελληνική περίπτωση, την ελληνική κατάσταση; Οι Γάλλοι, όπως και όλοι οι λαοί, δεν αποτελούν συμπαγές σύνολο. Πιστεύω πως μια μεγάλη μερίδα του κόσμου, και όχι μόνο οι αμιγώς αριστεροί, βλέπουν με μεγάλη συμπάθεια το “ελληνικό πείραμα” και ελπίζουν να πετύχει, κάνοντας προβολή και δικών τους επιθυμιών. Tώρα, τα κυρίαρχα ΜΜΕ, περνάνε όπως και παντού, αλλού τα αντίθετα μηνύματα.

 Το TEXTILEN της Μαρίας Ευσταθιάδη παρουσιάζεται για πρώτη φορά για μία και μοναδική παράσταση, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη, στη φεστιβαλική  Πειραιώς 260 (Κτίριο Η), τη Δευτέρα (6  Ιουλίου). Τα σκηνικά-κοστούμια είναι του Αντώνη Δαγκλίδη, η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, η κίνηση της Ίριδας Νικολάου και οι φωτισμοί του Σάκη ΜπιρμπίληΠαίζουν οιΔήμητρα Βλαγκοπούλου, Ρηνιώ Κυριαζή, Ντένης Μακρής, Περικλής Μουστάκης, Θέμις Μπαζάκα, Σοφία Σεϊρλή, Μάνος Σταλάκης και οι Γιώργος Βουρδαμής, Θέμης Θεοχάρογλου (ασώματες φωνές).
Το Textilen  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σαιξπηρικόν».

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

Share
Published by
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη