Πρώτη φορά άκουσα για τον Ένκε Φεζολλάρι όταν ανέβασε τον «Άμλετ» στο Εθνικό Θέατρο των Τιράνων. Μιλούσαν γι’ αυτόν σε κάποιο από τα δελτία ειδήσεων της αλβανικής τηλεόρασης. Δεν στάθηκα πολύ στο ρεπορτάζ, αλλά θυμάμαι τον πατέρα μου να με ρωτάει αν τον ξέρω, γιατί στις ειδήσεις λένε ότι είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα. Φρόντισα, λοιπόν, να τον μάθω. Διάβασα για τις παραστάσεις του που έχουν πάντα επίκεντρο την ανθρώπινη εμπειρία, διάβασα πως καμιά φορά οι ηθοποιοί του ψελλίζουν λέξεις στα αλβανικά και πως σε κάποια παράστασή του ακούστηκαν πολυφωνικά αλβανικά τραγούδια.
Αν έχεις μεταναστεύσει ξέρεις πως το να ακούς ότι άνθρωποι με βιώματα παρόμοια με τα δικά σου προοδεύουν, γεμίζεις με μια περίεργη υπερηφάνεια που δεν μπορείς πολλές φορές να προσδιορίσεις από πού προέρχεται. Ίσως έχει να κάνει με το γεγονός πως σου δίνει ελπίδα: «Αφού τα κατάφερε αυτός ο Αλβανός, θα τα καταφέρω κι εγώ». Τελικά γνώρισα τον Ένκε ένα βράδυ στα τραπέζια του Frau. Λίγες μέρες μετά δώσαμε ραντεβού στον Εθνικό Κήπο για να μιλήσουμε για όλα. Χωρίς φόβο και πάθος. Έτσι συμφωνήσαμε. Έτσι έγινε.
Τελικά, λίγες μέρες πριν ξεκινήσει περιοδεία για την παράσταση «Αμαλία, μια Βαυαρή Βασίλισσα στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος», βρεθήκαμε να βουρκώνουμε μιλώντας για τις αυλές των χωριών μας, στην Αλβανία, για τις μαμάδες μας που καθάρισαν σκάλες, το σχολείο που δεν μας φέρθηκε πάντα δίκαια. Ο Ένκε Φεζολλάρι όμως, κοιτά την ζωή κατάματα και συνεχίζει να κάνει θέατρο γιατί πιστεύει πως στα πιο βαθιά θεατρικά υπόγεια, κρύβεται το πιο δυνατό φως.
Απλά σκηνοθέτης ή Αλβανός σκηνοθέτης στην Ελλάδα; Βαλκάνιος σκηνοθέτης. Έτσι ορίζω τον εαυτό μου. Σαφώς η αλβανική ταυτότητα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πορεία μου. Καμιά φορά γελάω, γιατί άνθρωποι με τους οποίους έχω συνεργαστεί στον χώρο διαλαλούσαν πως συνεργάζονται με έναν πολύ ταλαντούχο, Αλβανό σκηνοθέτη. Κάποτε με πείραζε, διότι γινόμουν κατά κάποιο τρόπο ένα πλυντήριο καλλιτεχνικού ξεπλύματος. Σίγουρα όμως, με το να λέμε Αλβανός σκηνοθέτης δείχνουμε πως η Αλβανία δεν παράγει μόνο κλέφτες και εγκληματίες, αλλά και γιατρούς, καλλιτέχνες, επιστήμονες. Αν και χρειάζονται πολλά βήματα, γιατί μέχρι στιγμής οι δημοσιογράφοι την Φουρέιρα προμοτάρουν, χωρίς βέβαια να λένε η Αλβανίδα τραγουδίστρια. Είμαι πια σε μια ηλικία που δεν έχω πρόβλημα, όταν με αποκαλούν Αλβανό σκηνοθέτη, απλά θεωρώ ότι είναι αστείο όταν έχω ζήσει 28 χρόνια στην Ελλάδα.
Μπορεί να αλλάξει αυτός ο προσδιορισμός; Δεν ξέρω αν αλλάζει στη συνείδηση του κόσμου. Προχτές στο λεωφορείο άκουσα κάποιους γέρους να λένε «Οι Αλβανίδες στο τέλος είναι αυτές που κάνουν την φασαρία. Σε δέκα χρόνια οι Αλβανοί θα μπουν στη Βουλή». Πριν κάποιους μήνες όταν γύρισα ένα ντοκιμαντέρ για το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, κάποιος είπε χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητά μου, «Οι Αλβανοί πια έχουν μπει και στο θέατρο». Υπάρχει αυτός ο παραλογισμός. Ας μείνουμε στις ταμπέλες, αλλά ας έχουμε τις αρμοδιότητες που μας αρμόζουν.
Αναφέρθηκες στην Ελένη Φουρέιρα, η οποία αποκάλυψε πως αναγκάστηκε να κρύψει την καταγωγή της, γιατί φοβόταν ότι θα μπει εμπόδιο στην πορεία της. Εσύ όλα αυτά τα χρόνια που είσαι στην Ελλάδα και ασχολείσαι με το θέατρο, τόσο ως σκηνοθέτης, όσο και ως ηθοποιός, σκέφτηκες ποτέ ότι η καταγωγή σου μπορεί να στο σταθεί εμπόδιο; Εγώ ήρθα στην Ελλάδα το 1993 και τα πράγματα ήταν πολύ άγρια. Αναγκάστηκα να αποκρύψω την ταυτότητα μου, κυρίως στην εφηβεία. Στην Α’ γυμνασίου είχα πάει το σπίτι του τότε κολλητού μου για να ακούσουμε Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ο Μιχάλης ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί όπως κι εγώ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν μπήκε ο πατέρας του στο σπίτι. Του είπε «Δεν θα ξαναμπεί ποτέ στο σπίτι αυτός ο Αλβανός». Ο Μιχάλης από τότε δεν με ξανάκανε παρέα. Έχοντας φάει απόρριψη και μπούλινγκ στο σχολείο, πολλές φορές αναγκαζόμουν στην εφηβεία να αποδιώξω την ταυτότητα του Αλβανού. Ήθελα να την ξεριζώσω. Δεν άντεχα όταν μου μιλούσε αλβανικά η μαμά μου. Άρχισα να μην λέω από που είμαι. Έζησα μια ψεύτικη ζωή εκεί γύρω στα 14-15. Άρχισα να βγαίνω με κορίτσια, να τους λέω ότι έχω καταγωγή από την Αλβανία, αλλά δεν είμαι από την Αλβανία και να εφευρίσκω διάφορες θεωρίες.
Με πληγώνει που ήμουν ένα παιδί που έκρυψε την ταυτότητα του και θυμώνω με τον εαυτό μου και την κοινωνία. Έχω μεγάλο θυμό που η μητέρα μου έκανε δύο δουλειές και μεγάλωνε μόνη της δύο παιδιά σε ένα όχι και τόσο φιλικό κόσμο, με έναν άφαντο πατέρα. Δικαιολογώ και πάλι την Ελλάδα όμως, γιατί μέχρι την δεκαετία του ’80 έστελνε μετανάστες έξω και ξαφνικά το ’90 δέχτηκε μεγάλο ρεύμα μεταναστών. Θυμώνω ωστόσο, γιατί ίσως δεν ήμουν από τους τυχερούς στην εφηβεία μου να πέσω σε οικογένειες που να με περιθάλψουν. Καμιά φορά παλιότερα κατηγορούσα την μητέρα μου που μας άφησε στα Πατήσια και δεν πήγαμε π.χ στα Εξάρχεια και μου λέει «Μα στα Εξάρχεια δεν δεχόντουσαν Αλβανούς». Η πιο πρωτοποριακή γειτονιά, δεν δεχόταν τους Αλβανούς το 1990! Άρχισα κάποια στιγμή εκεί γύρω στο Λύκειο να βρίσκω και να αποδέχομαι την ταυτότητά μου. Ήμουν τυχερός γιατί είχα δασκάλους που αγάπησαν πολύ την αλβανική μου εθνικότητα. Από κει και πέρα η ζωή μου άλλαξε. Άρχισα να είμαι ο Ένκε, από την Αλβανία, γεννημένος στο Πόγραδετς, στην λίμνη Οχρίδα το 1981. Άρχισα να με αγαπάω και να με αποδέχομαι. Αποδεχόμενος την εθνικότητά μου και την ρίζα μου, άρχισα να αποδέχομαι και όλα εκείνα που συντελούν στην ανθρώπινη προσωπικότητα, στην σεξουαλικότητα, στον χαρακτήρα. Μάζευα αυτά τα κομμάτια της ταυτότητας, της σεξουαλικότητας και της ζωής μου και πια αναζητώ την πατρίδα μου περισσότερο από ποτέ.
Μπορεί να δικαιολογήσεις τη Φουρέιρα που απέκρυψε την καταγωγή της…Όσο αφορά στην Φουρέιρα διαφωνώ με τον χειρισμό της στην απόκρυψη της καταγωγή της. Καταλαβαίνω όμως, ότι το θέατρο, το «υπόγειο» έχει πολύ πείνα, σε αντιδιαστολή με την νύχτα. Φυσικά, υπάρχει ακόμα το «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ», αλλά οι καλλιτέχνες που ζουν στα «υπόγεια» και πεινάνε και βάζω και τον εαυτό μου σε αυτήν την κατηγορία, χωρίς να είμαι καθόλου μετριόφρων, δεν αποκρύψαμε ποτέ την ταυτότητά μας. Εγώ υπηρετώ μια τέχνη που δεν έχει νύχτα. Η Ελένη υπηρετεί ένα life style πιο εύκολο. Με θύμωσε όμως πολύ η επιμονή της στην άρνηση. Θα μπορούσε να έχει λειτουργήσει ως ένα παράδειγμα για τις νέες γενιές παιδιών μεταναστών. Την συμμερίστηκα βέβαια, γιατί την είδα να το μετανιώνει κατόπιν. Από την άλλη όμως, με πληγώνει βαθιά που και ο δήμαρχος των Τιράνων, αντί να δώσει το κλειδί της πόλης σε μένα, το έδωσε στην Φουρέιρα. Υπάρχουν όμως, παιδιά, μουσικοί και φωνές Αλβανοί που δεν έχουν αλλάξει το όνομά τους.
Τα χρόνια που έζησες στην Αλβανία, πώς τα θυμάσαι; Με μεγάλη νοσταλγία. Βλέποντας τις εικόνες των παιδιών από την Παλαιστίνη, την Συρία και τις εμπόλεμες ζώνες, καταλαβαίνεις πως έχουν έναν τρόπο να δημιουργούν σύμπαν και να γίνονται μια «Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων», να ακολουθούν ένα λαγό και ένα Τρελοκαπελά. Στην παιδική μου ηλικία βρήκα κι εγώ τους ήρωές μου. Πρόλαβα ένα καθεστώς που στα μάτια ενός παιδιού ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που ίσως βίωναν οι γονείς του. Έχω μέσα μου έντονες τις αναμνήσεις από την πρώτη μέρα στο σχολείο, τις δασκάλες, τα αλβανικά τραγούδια που μιλούσαν για καθαρές ψυχές και άσπρα σπίτια. Ένα παιδί που γεννιέται σε έναν τόπο και ακούει τραγούδια που εξυμνούν την ομορφιά της χώρας και της ανθρώπινης ψυχή, πηγαίνει μόνο του κάθε Κυριακή κουκλοθέατρο, τρώει μπισκότα με ζυμάρι και ζάχαρη, τα βλέπει όλα αυτά ως τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο. Μεγαλώσαμε ολιγαρκής. Μακαρόνια με ζάχαρη τρώγαμε, αλλά αυτό ήταν το πιο ευτυχισμένο γεύμα. Οφείλουμε πολλά στους ανθρώπους που μας μεγάλωσαν. Εγώ οφείλω κυρίως στην μητέρα μου, αλλά πραγματικά κανείς μας δεν ήθελε να φύγει από την χώρα του.
Η φύση τότε ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή μας. Τα καλοκαίρια με τη γιαγιά μου στο Πόγραδετς, στην λίμνη πιάναμε ψαράκια με κονσέρβες και η μητέρα μου μας περίμενε με ντομάτες, λευκό τυρί και πιπεριές, αυτός ήταν ο παράδεισός μας. Δεν θέλαμε πολλά, γιατί δεν ξέραμε κιόλας. Δεν υπήρχε ο υπερκαταναλωτισμός. Αυτός ο τρόπος ζωής ήταν συνδεδεμένος πραγματικά με την φύση. Βέβαια, σε πολιτικό επίπεδο, η αγροτιά και η κοπερατίβα ήταν αυτή που πλήρωσε τον κομμουνισμό.
Το καθεστώς του Χότζα δεν μπόρεσε ποτέ να αφομοιώσει εξ ολοκλήρου τους Ρομά και κάποιες άλλες μειονότητες, έδωσε όμως μεγάλο αγώνα για την θέση της γυναίκας και τον αναλφαβητισμό. Εγώ στα Τίρανα ξεκίνησα και μπαλέτο. Μαζευόμασταν όλοι στην λέσχη των φοιτητών και βλέπαμε τηλεόραση. Όταν έκανα την «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου έβαλα μέσα στην παράσταση αυτή την σκηνή. Αυτό για μένα ήταν η ζωή μου. Υπάρχει σαφώς και μια αγιοποίηση εκείνων των χρόνων και πρέπει να πούμε ότι η πατριαρχία στην Αλβανία δεν μπόρεσε ποτέ να εξαλειφθεί και οι Αλβανοί πατεράδες δεν διακρίνονται για την ευαισθησία τους, οπότε δοξάζω το σύμπαν που είχα αυτή την μητέρα που την έβλεπα γιγάντια, μελαχρινή, όμορφη, να φοράει εκείνα τα κινέζικα φορέματα. Μεγάλωσα με τις ξαδέρφες της και τις θείες μου σε έναν πολύ αλμοδοβαρικό κόσμο.
Και το ίδιο το έργο σου όμως, επικεντρώνεται στην γυναίκα. Υπάρχει παντού το γυναικείο στοιχείο. Είχα την τύχη να ξεκινήσω με την «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη, να μιλήσω για τον εμφύλιο, για την πατριαρχία. Μιλάω για την θέση της γυναίκας. Τα έντεκα χρόνια που σκηνοθετώ έχω καταπιαστεί με έργα που έχουν επίκεντρο τους ευάλωτους ανθρώπους. Έχω μιλήσει για την βία ενάντια στις γυναίκες. Από την Βάσα του Γκόρκι που μιλούσα για την μητριαρχία, για το πως η επαρχία ευνουχίζει, πως το σύστημα διαλύει τους ανθρώπους. Δεν έχω κομματικά χρώματα αν και σίγουρα τα χρώματά μου είναι αριστερά, έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο. Οι παππούδες μου πολέμησαν τους Ναζί, είναι ήρωες πολέμου. Τα έργα μου που έχουν επίκεντρο την γυναίκα πηγάζουν από την αγάπη που έχω στην μητέρα μου και το γεγονός ότι μεγάλωσα σε έναν πολύ γυναικείο κόσμο. Είχα έναν πολύ κακοποιητή πατέρα, τον οποίο ακόμα και νεκρό νομίζω ότι θα τον δω στον δρόμο και αυτό είναι τρομακτικό. Όλα αυτά συντελούν στο ότι δεν θα μπορούσα να κάνω έργα ελαφρά τη καρδία. Η μαμά μου είναι η ηρωίδα μου. Αυτή μας μεγάλωσε. Καθάριζε σκάλες, χλωρίνες… Μια μέρα, τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, ξυπνάει το πρωί και είναι παραμορφωμένη η μούρη της και τρομάζω. Είχε πάθει αλλεργικό σοκ, αλλά τότε χωρίς χαρτιά, πως να πας στο φαρμακείο; Λέει «Θα μου περάσει», αλλά γαμώτο πως θα σου περάσει; Δεν σου περνάει… Αυτό εμένα με σκότωσε.
Ο ερχομός στην Ελλάδα ήταν σκληρός, απότομος; Εγώ πέρασα τρεις φάσεις. Στην Αλβανία μέναμε στην σχολή του κόμματος, επειδή η μητέρα μου δίδασκε Ιστορία του Κομμουνισμού. Η φοιτητική εστία λοιπόν, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ζωή μου, γιατί μεγάλωσα με τους φοιτητές της μητέρας μου, πάλι σε έναν μεγάλο γυναικείο κόσμο. Υπήρχε και σινεμά στην φοιτητική λέσχη και είδα τις πρώτες μου ιταλικές ταινίες και Bollywood και φυσικά πολύ αλβανικό, προπαγανδιστικό σινεμά. Η δεύτερη φάση, ήταν η πτώση του καθεστώτος. Θυμάμαι πολύ έντονα πως όταν έπεσε το καθεστώς, ήμουν με την μαμά μου και είχαμε πάει να δούμε τον «Κουρέα της Σεβίλλης». Διεκόπη η όπερα, μας έδιωξαν άρον-άρον. Τον Φλεβάρη που έπεσε το άγαλμα του Χότζα ήμουν εκεί. Τότε ήταν που η μητέρα μου αποφάσισε να χωρίσει με τον πατέρα μου. Ήταν άγριες εποχές. Εγώ και η αδερφή μου την πιέζαμε πολύ να μην χωρίσει. Ο πατέρας είχε υποσχεθεί ότι θα πήγαινε μετανάστης στην Ιταλία και θα ανέβαινε σε εκείνα τα περίφημα πλοία. Δεν ανέβηκε βέβαια ποτέ, με αποτέλεσμα να ράβουμε ιταλικά παπούτσια. Για καλή μας τύχη όταν έπεσε το καθεστώς η μαμά μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο ψωμιού και μας έφερνε να φάμε. Ζήσαμε τρία χρόνια μεγάλης στέρησης, ώσπου ήρθε το εισιτήριο για την Ελλάδα. Η μητέρα μου ήρθε να κάνει ένα σεμινάριο αρχαίας ελληνικής γλώσσας, επειδή είχε σπουδάσει φιλοσοφία. Μας έστελνε λεφτά. Προσπαθήσαμε τρεις φορές με πλαστά χαρτιά να περάσουμε τα σύνορα, αλλά ήταν τόσο πλαστά που έβγαζαν μάτι από χιλιόμετρα. Την τρίτη φορά τα καταφέραμε και φτάσαμε Θεσσαλονίκη. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα φώτα στους δρόμους. Όταν βρήκαμε την μητέρα μου μου έδωσε να φάω κρουασάν φράουλα και όποτε τρώω φράουλες μου έρχεται αυτή η εικόνα στο μυαλό.
Ξεχνιούνται ποτέ αυτές οι εικόνες; Ο Γολγοθάς του καθενός είναι μοναδικός, αλλά μην ξεχνάμε όλους αυτούς τους Αλβανούς που πέθαναν στα χιονισμένα βουνά. Σίγουρα η ζωή μας συνδέθηκε με αυτές τις εικόνες. Οι Αλβανοί φάγαμε τέτοιο σκατό, που κρυβόμασταν κυριολεκτικά. Υπήρχαν εκείνες οι φοβερές επιχειρήσεις σκούπα. Θυμάμαι που μας έλεγε η μητέρα μου μια εβδομάδα δεν θα βγούμε από το σπίτι. Τι να μου πει εμένα λοιπόν, η καραντίνα, όταν έχουμε ζήσει στην Αλβανία εποχές πείνας, απομόνωσης και εγκλεισμού; Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα δεν τολμούσαμε καν να μιλήσουμε αλβανικά στο δρόμο. Σε έπιανε ο αστυνομικός στον δρόμο και σου έλεγε «Το δια-βα-τη-ριό σου», λες και αν έκοβε την λέξη εσύ θα καταλάβαινες καλύτερα. Το έβλεπες στο μάτι του το στερημένο, της επαρχιώτικης Ελλάδας. Αυτό κάνει η πατριαρχία. Γεννάει ανάπηρα παιδιά, ανάπηρα αρσενικά. Υπό το πρίσμα αυτό, παιδιά που έγιναν αστυνομικοί μας κοίταζαν τα διαβατήρια και κάθονταν για δυο δεύτερα. Αυτά τα δύο δεύτερα είναι σαν να ξαναζείς όλα τα φαντάσματα σου, την κακοποίησή σου και το άδειο της ζωής σου. Για δύο δεύτερα. Ζούμε σε μια χώρα γεμάτη ομορφιά, την οποία όμως, οι κάτοικοί της την μισούν. Εμείς που δεν γεννηθήκαμε σε αυτή την χώρα, την αγαπάμε και χαίρομαι γι΄αυτό.
Η κυβέρνηση Ράμα, αποφάσισε να γκρεμίσει το Εθνικό Θέατρο των Τιράνων. Τι συναισθήματα σου δημιούργησαν αυτές οι εικόνες; Αυτό ήταν το θέατρο που σκηνοθέτησα τον «Άμλετ» το 2015, οπότε ο πόνος μου ήταν μεγαλύτερος. Μια χώρα που γκρεμίζει τα θέατρά της, είναι μια άρρωστη χώρα. Θα μπορούσε να κρατηθεί το θέατρο, αλλά η Αλβανία είναι μια χώρα προτεκτοράτο, κινείται ανάμεσα στην Τουρκιά και στην Δύση. Οι πολιτικοί της είναι διεφθαρμένοι και επειδή ο Ράμα είναι σοσιαλιστής, δεν σημαίνει ότι πρεσβεύει και τις αξίες του σοσιαλισμού. Χαίρομαι όμως, γιατί έχουν αρχίσει και δημιουργούνται κινήματα για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και για τα δικαιώματα των γυναικών. Χαίρομαι που η νέα γενιά της χώρας έχει ξυπνήσει. Μην ξεχνάμε όμως, πως όταν έπεσε το καθεστώς, οι Αλβανοί ήταν ο μόνος λαός που διέλυσε τα εργοστάσιά του. Ό, τι δημιούργησε ο Χότζα, αντί να τα αξιοποιήσουν, τα γκρεμίσανε από το μένος και τον θυμό. Νομίζω πως η Αλβανία θα προχωρήσει μπροστά μόνο αν συμφιλιωθεί με το παρελθόν της. Πήγαμε από το 1990 στο 2000 με ένα μεγάλο άλμα και δημιουργήθηκε ένα κενό. Αυτό το κενό είναι που πληρώνει ο αλβανικός λαός. Όταν σκηνοθέτησα και έμεινα στην Αλβανία, είδα πως υπάρχει ομερτά. Δεν θέλουμε να μιλήσουμε για όσα ζήσαμε το ‘91 και το ΄97. Θέλουμε να πάμε στην Δύση, αλλά όταν δεν αγαπάς τη γη σου, την παράδοσή σου και την κουλτούρα σου, γίνεται πολύ δύσκολο.
Πρόσφατα ο Χρήστος Λούλης έκανε κάποιες δηλώσεις διχαστικές ίσως, για το ελληνικό θέατρο. Τελικά όμως, τί είναι αυτό το περίφημο ελληνικό θέατρο, που συνταράχθηκε από τις αποκαλύψεις περί παρενόχλησης και σεξουαλικής κακοποίησης; Αυτή τη στιγμή είναι μια Βαβυλωνία. Υπάρχει μια πόλωση. Οι δηλώσεις του Χ. Λούλη, με θύμωσαν και με προσέβαλαν. Άνθρωποι που ξεκίνησαν την καριέρα τους σε μικρά επιχορηγούμενα θέατρα, θα έπρεπε να είναι πιο συνετοί. Πρέπει να βουτάμε τη γλώσσα μας στο μυαλό πριν μιλήσουμε. Eπειδή εκφέρουμε δημόσιο λόγο έχουμε ευθύνη απέναντι στα όσα λέμε και ο καθένας είναι υπόλογος των πράξεών του, όπως και εγώ φέρω την ευθύνη των όσων λέω σε αυτή τη συνέντευξη. Ο Χ. Λούλης υποστήριξε ότι δεν θα έδινε άδεια λειτουργίας στα θέατρα κάτω των 300 θέσεων, τα οποία ανέδειξαν μια γενιά σκηνοθετών, στην οποία ανήκω κι εγώ. Βγήκα σε μία low budget εποχή. Φάγαμε 10 χρόνια οικονομικής κρίσης αλλά και κρίσης αξιών και η πανδημία μας αποτελείωσε. Για μένα το θέατρο σήμερα δεν έχει πολλά χρώματα, δεν είναι multi culti. Υπάρχει ιδρυματοποίηση, κάποιοι κρατικοί φορείς αλλά και κάποιοι μεγάλοι ιδιωτικοί φορείς, σίγουρα παίζουν καταλυτικό ρόλο και ως προς τις τάσεις, όπως σίγουρα παίζουν και οι δημοσιογράφοι και τα free press. Συντελείται λοιπόν, ένας αθέμιτος ανταγωνισμός.
Μία δική μου παράσταση ας πούμε, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί μία παράσταση της Στέγης ή του Εθνικού Θεάτρου. Είχα την ελπίδα πως η πανδημία θα δημιουργούσε περισσότερες θέσεις εργασίας, χωρίς τις ξένες μετακλήσεις. Αντιθέτως είναι σαν να μην έχει συμβεί ο κορωνοϊός. Θεωρώ ότι το αξιακό σύστημα στο θέατρο είναι πάρα πολύ υποκειμενικό. Όταν είσαι έξω από το σύστημα είναι πολύ εύκολο να το βρίζεις κι όταν είσαι μέσα στο σύστημα είναι πολύ εύκολο να βρίζεις τους απ’ έξω. Ο καλλιτέχνης όταν μπαίνει σε νόρμες και κανόνες δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να είναι καλλιτέχνης. Νομίζω ότι έτσι γίνεσαι ένας υπάλληλος.
Είτε παίζεις σε ένα θέατρο 800 θέσεων, είτε σε ένα θέατρο 50 θέσεων, στο τέλος είναι το κοινό εκείνο που σε κρίνει και σε καταξιώνει. Όταν είσαι ειλικρινής και τίμιος απέναντι σ’ αυτό που κάνεις, όταν το έργο σου μιλάει στην καρδιά του κοινού, το έργο μένει. Εγώ αυτό το θέατρο πρεσβεύω και σε αυτό το θέατρο πιστεύω. Δεν με αφορούν οι τάσεις και το post modern. Θέλω να πω μια ιστορία και θα βρω τους κατάλληλους ανθρώπους να φτιάξουμε ένα όχημα για να την πούμε, να μιλήσουμε για τα μεγάλα πράγματα, τον άνθρωπο, την πάλη. Το να είσαι αναρχοαυτόνομος και δεν ξέρω κατά πόσο είναι σωστό ή λάθος αυτός ο όρος, το να πορεύεσαι με το λάβαρο της δική σου ανεξαρτησίας, έχει ένα τίμημα. Το θέατρο πρέπει να αφυπνίζει την κοινωνία. Πρέπει να φέρουμε και πάλι τους νέους ανθρώπους στο θέατρο. Θέλω η νέα γενιά να δει θέατρο. Να ξαναφέρουμε το κοινό μέσα στις αίθουσες και αφήνω τα υγειονομικά πρωτόκολλα απ’ έξω γιατί το υπουργείο είναι αλλού γι’ αλλού. Δεν υπάρχει καμία μέριμνα.
Είμαι ένας άνθρωπος που χτυπάω πάντα τις πόρτες και έχω μάθει να κάνω προτάσεις και να επιμένω ξανά και ξανά, αλλά ξέρω ότι αυτή η χώρα ποτέ δε θα με κάνει διευθυντή θεάτρου, γιατί είμαι από την Αλβανία και αυτό δεν πρόκειται ποτέ να το ξεπεράσω. Δεν θα δώσουν θέατρο στον Αλβανό και αυτό είναι η πραγματικότητα. Και έχω θυμό γι’ αυτό. Δε θα δούμε Αλβανούς σε καίριες θέσεις ή δημόσια αξιώματα. Δεν υπάρχει ουσιαστική πολυπολιτισμικότητα, γιατί αν υπήρχε θα ήμασταν μια κοινωνία πολύ μπροστά. Δεν μπόρεσε η Ελλάδα και το θέατρο να αφομοιώσει τους ξένους. Αυτό που θέλω να πω είναι πως υπάρχει ο εύκολος και ο δύσβατος δρόμος και το θέατρο έχει ζωή και χαρά, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με το κοινό, την σχέση μας με τα έργα, με τους παραγωγούς, με την εργασία. Θα μπορούσε να υπάρχει ένα σχέδιο από το υπουργείο πολιτισμού να τονωθούν όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες που είναι άνεργοι, να διοχετευτούν στην επαρχία που έχει διαμάντια θέατρα. Τα ΔΗΠΕΘΕ θα μπορούσαν να απορροφήσουν μια μεγάλη μερίδα καλλιτεχνών. Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, υπάρχει άπλετος κόσμος που διψάει για μάθηση για καινούργια πράγματα. Ποιος πολιτικός νοιάστηκε ποτέ;
Βλέπεις αδιαφορία από το υπουργείο πολιτισμού όχι μόνο τώρα αλλά και πριν;Γίνονται πράγματα για το θεαθήναι; Σίγουρα στην Ελλάδα πάσχουμε από το σύνδρομο του αρχοντοχωριατισμού. Προσκυνάμε μια ζωή τους Βαυαρούς και τους ξένους, γιατί άλλο Γάλλος κι άλλο Αλβανός σκηνοθέτης. Αν ήμουν Γάλλος σκηνοθέτης, μπορεί και να ‘χα μια καλύτερη τύχη. Να είμαι στο φεστιβάλ Αθηνών και στην Επίδαυρο. Αυτή τη στιγμή έχουμε μία Υπουργό Πολιτισμού που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι το πως θα τσιμεντώσει την Ακρόπολη. Η πολιτική αντικατοπτρίζει την σήψη της κοινωνίας και η κοινωνία αντικατοπτρίζει τις σήψη της πολιτικής. Σαφώς έγιναν κάποια βήματα μέσω του ΣΕΗ και του προέδρου του, Σπύρου Μπιμπίλα. Πρέπει να δώσουμε ένα μεγάλο μπράβο σε αυτούς τους ανθρώπους. Κατάφεραν να δημιουργηθεί το μητρώο καλλιτεχνών και δόθηκαν επιδόματα σε καλλιτέχνες, αλλά και πάλι είναι μικρά βήματα. Εδώ δεν έχουμε στρατηγική στην υγεία, θα υπάρχει στρατηγική από την Λίνα Μενδώνη; Υπάρχει γενικότερο ζήτημα. Και είναι και θέμα αξιοπρέπειας, αλλά πλέον δεν έχει αξιοπρέπεια ούτε η πρόεδρος της χώρας όταν φωτογραφίζεται μπροστά στο φράχτη στον Έβρο. Μιλάμε δε για την πλήρη υποκρισία όταν βγαίνει στο Twitter ο Κ. Μητσοτάκης και μιλάει για τα δικαιώματα των gay. Οι πολιτικοί που μας κυβερνούν είναι «λίγοι». Το 40% του πληθυσμού δεν θέλει να ψηφίζει. Οπότε εγώ είμαι υποχρεωμένος να φάω στη μάπα την κυβέρνηση Μητσοτάκη, γιατί κάποιος εκείνη την ημέρα ήθελε να πάει στη Βάρκιζα να κάνει μπάνιο.
Το θέατρο έπαιξε ένα τεράστιο ρόλο στο ελληνική #MeToo κίνημα. Θεωρείς ότι ήταν ίσως ο αποδιοπομπαίος τράγος, για να μπορέσουν να κρυφτούν παθογένειες άλλων χώρων; Το θέατρο ήταν αυτό που την πλήρωσε, αλλά για μένα καλώς έγινε αυτό που έγινε και πρέπει να συγχαρούμε όλα τα θύματα. Πρέπει να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι και υπάρχουν κι άλλοι τόσοι υπεύθυνοι που δεν έχουν βγει προς τα έξω. Το θέμα είναι ότι υπήρχε ομερτά, όλοι ξέραμε τις βαριές περιπτώσεις. Δεν έπεσε και κανείς από τα σύννεφα στο θεατρικό κόσμο. Έσπασε όμως το απόστημα. Είμαι περίεργος για το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα και οι δίκες αυτών των προσώπων, γιατί πρέπει να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Αυτοί οι άνθρωποι διέπραξαν μεγάλες ύβρεις και δεν τους λυπάμαι καθόλου. Όταν ο άλλος είναι παιδόφιλος πρέπει να τιμωρηθεί. Όταν κάποιος έχει διαπράξει έγκλημα σε ανήλικους πρέπει να τιμωρηθεί. Δε θα έπρεπε να είναι παραγεγραμμένα όλα αυτά. Θα στο πω και ωμά, «Άπλωσες χέρι θα το κόψουμε», τέλος. Είναι και ο ψυχολογικός βιασμός, κι εγώ επειδή είμαι ένα παιδί που έχω κακοποιηθεί, δεν κοιμόμουν την εβδομάδα εκείνη των αποκαλύψεων. Αρρώστησα, έχασα 10 κιλά. Εύχομαι να απονεμηθεί δικαιοσύνη, αν και πολύ αμφιβάλλω.
Αυτοί που διέπραξαν αυτά τα τερατουργήματα δεν είναι καλλιτέχνες, είναι άνθρωποι άρρωστοι. Πώς μπορείς να εκμεταλλεύεσαι ερωτικά έναν άνθρωπο που έχει ανάγκη από δουλειά; Όμως το θέατρο έχει ομορφιά, ανθρώπους πεφωτισμένους, που δεν θα τους γνωρίσεις σε καμιά γωνιά. Εγώ χαίρομαι που σαν καλλιτέχνης είμαι λούμπεν προλεταριάτο και δεν ντρέπομαι. Μένω σε ένα υπόγειο στο Παγκράτι και είμαι πολύ τυχερός γιατί μπαίνω ακόμα στο λεωφορείο και αντικρίζω τον κόσμο κατάματα. Μια ζωή προλετάριοι, αγωνιστές, βιοπαλαιστές. Καλλιτέχνες δεν είναι αυτοί οι τρεις νοσηροί άνθρωποι, το θέατρο έχει αγάπη, ταλέντο, ψυχή, χιούμορ, γέλιο.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα ιδέα, θρήσκευμα, σέχτα, αλλά από την άλλη η σαπίλα του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου αντικατοπτρίζει και μια σαπίλα του πολιτικού συστήματος και μιας ολόκληρης χώρας, γιατί σαν κι αυτόν υπάρχουν κι άλλοι. Δεν μπορεί να μην ήξερε κανείς. Κρυβόμαστε πίσω απ’το δάχτυλό μας, στρουθοκαμηλίζουμε.
Υπάρχει το στερεότυπο της μεγάλης ιδιοφυΐας που είναι και λίγο «τρελός», λίγο βίαιος και πρέπει να τους συγχωρούμε άμα προσβάλλουν και σε κάνουν να κλάψεις, για να γίνει στο τέλος μια μεγάλη παράσταση. Θεωρείς ότι αυτό λειτούργησε ως δικαιολογία για κακοποιητικές συμπεριφορές; Αυτό νομίζω ότι τώρα τελείωσε. Κανείς δεν θα τολμήσει να ξαναπετάξει τασάκι. Αισθάνομαι ότι από δω και πέρα έρχεται μια νέα εποχή, η οποία θα πετάξει αυτή την νοσηρότητα. Το θέατρο είναι ιερός χώρος. Η θεατρική πράξη, η πρόβα, είναι μια πολύ ευαίσθητη στιγμή. Καίει. Εκεί μπορεί να συντελεστεί μεγάλη κακοποίηση, η οποία ίσως να ξεκινάει από μία ματιά, μέχρι και ένα προσωπικό βίωμα του εκάστοτε δυνάστη σκηνοθέτη, όμως όλες αυτές οι παθογένειες και όλη αυτή η σχολή έχει πια εκπέσει ζήσαμε την τελευταία της ανάσα. Τον επιθανάτιο ρόγχο της.