Μυρωμένος με τον χαρακτηρισμό του «εξέχοντος αριστερού» ανάμεσα στους σύγχρονούς του Αμερικανούς συγγραφείς, ο Έντγκαρ Λόρενς Ντόκτοροου, που άφησε την τελευταία του πνοή την περασμένη Τρίτη, σε ηλικία 84 ετών, χαράχτηκε στη μνήμη των αναγνωστών του ως ο «επικός ποιητής» της ξεχασμένης αμερικανικής αριστεράς. Ο ίδιος δεν ήθελε ποτέ να τον αποκαλούν πολιτικό συγγραφέα: «Η αρχή μου είναι ότι η γλώσσα της πολιτικής δεν μπορεί να αγκαλιάσει την σύνθετη φύση της λογοτεχνίας, η οποία, ως τρόπος σκέψης είναι διαισθητική, μεταφυσική, μυθική».
Ο Ντόκτοροου αποτύπωσε στο χαρτί, με στοργή σχεδόν πατρική, το χαμένο κόσμο του εβραϊκού Μπρονξ της δεκαετίας του 1930, όπου και μεγάλωσε. Όμως, όπως έκανε με το χαρακτηρισμό του στρατευμένου πολιτικά συγγραφέα, απέρριψε την ιδέα ότι το έργο του είναι στον πυρήνα του αυτοβιογραφικό: «Κάθε βιβλίο αποτελεί μία πράξη σύνθεσης», παρατηρούσε το 1989, «και αν τύχει να χρησιμοποιήσεις μνήμες ή άλλα υλικά από το μυαλό σου, αυτά λειτουργούν όπως οι άλλες πηγές. Πρέπει να τα συνθέσεις. Και η σύνθεση δεν ενδιαφέρεται για την προέλευση των πηγών σου. Έτσι, όταν έχεις τελειώσει, όλα όσα γράφεις είναι αυτοβιογραφικά και τίποτα από αυτά που γράφεις αυτοβιογραφικό δεν είναι».
Τα βιβλία του Ντόκτοροου είναι έργα στη βάση τους ιστορικά. Περιγράφουν την ταραγμένη κοινωνία του 20ού αιώνα. Ωστόσο, ο Αμερικανός συγγραφέας ήταν αποφασισμένος να μην μείνει στο γεγονός, αλλά να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, πλάθοντας αυτό που ο χρόνος είχε σβήσει. Όταν έγραψε τη «Στρατιά» (Πόλις, 2010), βιβλίο με θέμα τον αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ο ίδιος είπε ότι έκανε μία έρευνα γύρω από το τα ιστορικά γεγονότα, αφήνοντας ωστόσο τη φαντασία του να καλύψει τα κενά που άφηναν τα ιστορικά αρχεία της εποχής. Στη Στρατιά υπάρχει το γράμμα ενός αρχιστράτηγου του Στρατού της Ένωσης (Βόρειοι), Γουίλιαμ Τέκουμσεχ Σέρμαν, προς έναν στρατηγό των Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής (Νότιοι), του οποίου ο γιος είχε σκοτωθεί σε μία μάχη. Ένα τέτοιο γράμμα, ωστόσο, δεν γράφηκε ποτέ.
O έρωτας της ιστορίας με τη φαντασία στα έργα του Ντόκτοροου προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις. Ένας από τους επικριτές του ήταν ο συγγραφέας Γκορ Βιντάλ, ο οποίος τάχθηκε στο πλευρό πολλών ιστορικών, αμφισβητώντας το κατά πόσο μπορεί κάποιος να «παίζει» τόσο επικίνδυνα με τα γεγονότα. «Δεν είναι καθόλου σωστό, σε ένα κείμενο που δείχνει ότι αναπαράγει απτά γεγονότα, να βάζεις τον Χάρι Χουντίνι να μιλάει με τον Βαλτ Γουίτμαν πάνω στον Τιτανικό, ή άλλα παρόμοια. Η φαντασία πρέπει να παρουσιάζεται ως τέτοια, ακόμη και για τους λιγοστούς εναπομείναντες αναγνώστες μας».
«Πιστεύω πως τίποτα ωραίο ή αληθινό δεν πηγάζει από ένα γραπτό, αν δεν πηγάζει από αυτό η πεποίθηση του δημιουργού ότι έχει αμαρτήσει απέναντι σε κάτι – την ιδιοκτησία, τα έθιμα, την πίστη, την ιδιωτικότητα, την παράδοση, την πολιτική ορθοδοξία, τα ιστορικά γεγονότα, τη λογοτεχνική συμβατότητα, ή, τελικά, όλους αυτούς τους καθιερωμένους κανόνες μαζί», ΕΛ Ντόκτοροου.
Ο Ντόκτοροου μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Οι παππούδες του, Ρωσοεβραίοι στην καταγωγή, εγκατέλειψαν τη Ρωσική Αυτοκρατορία – σημερινή Λευκορωσία – το 1880, για να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ. Ο παππούς του, μπογιατζής, ήταν φανατικός αναγνώστης του Τολστόι. Η οικογένεια του είχε πολύ καλή σχέση με τα βιβλία. Όμως, η φτώχεια της περιόδου ήταν μεγάλη και τα λιγοστά βιβλία προέρχονταν συνήθως από τη δανειστική βιβλιοθήκη. Σε σειρά από συνεντεύξεις, του ο Ντόκτοροου είχε πει πως το μικρό του όνομα το οφείλει στο συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε, που πιθανότατα ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας του πατέρα του.
Ο πατέρας του μικρού Έντγκαρ διατηρούσε ένα κατάστημα με είδη μουσικής στο Μανχάταν, που έκλεισε το 1940. Η μουσική ήταν το συνεκτικό στοιχείο που κράτησε ενωμένη την οικογένεια των Ντόκτοροου. Ένα από τα αδέρφια του Έντγκαρ έπαιζε πιάνο, ενώ η μητέρα του υπήρξε λάτρης του Σοπέν, του οποίου τις συνθέσεις έπαιζε με πάθος. Ο Έντγκαρ, χάρη στο μαγαζί του πατέρα του, είχε ελεύθερη πρόσβαση στη συλλογή 78άριδων δίσκων του πατέρα του.
Άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Bronx High School of Science. Έγραψε μία μικρή ιστορία για το σχολικό περιοδικό και εντάχθηκε σε μία τάξη με κατεύθυνση τη δημοσιογραφία. Η πρώτη του εργασία ήταν να κάνει μία συνέντευξη. Όμως η λογοτεχνική φύση του Έντγκαρ είχε από τότε έντονη επίδραση πάνω του: ο νεαρός μαθητής έγραψε μία φανταστική συνέντευξη με έναν Γερμανοεβραίο πρόσφυγα που δούλευε ως πορτιέρης στο κέντρο συναυλιών Carnegie Hall. O καθηγητής εντυπωσιάστηκε από τη συνέντευξη και ζήτησε από το μαθητή του Έντγκαρ μία φωτογραφία του πορτιέρη, για να συνοδεύσει τη συνέντευξη. Ο μικρός Ντόκτοροου, αφού εξάντλησε όσες δικαιολογίες είχε, παραδέχθηκε πως η συνέντευξη ήταν ψεύτικη. Ένα σημείωμα στους γονείς του Έντγκαρ και μία βόλτα από το γραφείο του διευθυντή ήταν το δυσάρεστο αποτέλεσμα. Όμως οΈντγκαρ ήταν αμετανόητος, συνεπής με τη λογοτεχνική του φύση: μία φανταστική συνέντευξη ήταν τόσο πιο δυνατή, τόσο πιο «πραγματική».
«Πιστεύω πως τίποτα ωραίο ή αληθινό δεν βγαίνει από ένα γραπτό, αν δεν πηγάζει από αυτό η πεποίθηση του δημιουργού ότι έχει αμαρτήσει απέναντι σε κάτι – την ιδιοκτησία, τα έθιμα, την πίστη, την ιδιωτικότητα, την παράδοση, την πολιτική ορθοδοξία, τα ιστορικά γεγονότα, τη λογοτεχνική συμβατότητα, ή, τελικά, όλους αυτούς τους καθιερωμένους κανόνες μαζί», έλεγε ο Ντόκτοροου στο Reporting the Universe, διαλέξεις που έκανε στο πανεπιστήμιο του Harvard, το 2003.
Ο Ντόκτοροου πήρε το πρώτο του πτυχίο στο Kenyon College, στο Οχάιο, όπου σπούδασε φιλοσοφία δίπλα στον ποιητή Τζον Κρόουι Ράνσομ. Μόλις πήρε με «άριστα» το πτυχίο του, το 1952, συνέχισε τις σπουδές του στο Columbia University, όπου συνάντησε την Χέλεν Σέτσερ, την οποία παντρεύτηκε το 1954. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη διατριβή του στο Columbia, κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε δύο χρόνια ως δεκανέας στα αμερικανικά σώματα ασυρματιστών, που βρίσκονταν ακόμα στην Ευρώπη.
Ο Ντόκτοροου επέστρεψε στη Νέα Υόρκη το 1959 και έπιασε δουλειά στην εταιρεία Columbia Pictures, ως επιμελητής σεναρίων. Τη δεκαετία του ’60 εργάστηκε στον κλάδο των εκδόσεων, αρχικά ως εκδότης για τον οίκο New American Library, και από το 1964 ως διευθυντής εκδόσεων για τον οίκο Dial Press. Ο ίδιος είχε τις επιφυλάξεις του για την ποιότητα των βιβλίων που εκδίδονταν εκείνη την εποχή. Όπως είπε στον Άνταμ Μπέγκλεϊ, εκδότη της εφημερίδας New York Observer, «ήταν χρήσιμο να δει κανείς πόσα πραγματικά άχρηστα βιβλία εκδίδονταν τότε. Ήταν σχεδόν ενθαρρυντικό».
Η συγγραφή είναι μία κοινωνικά αποδεκτή μορφή σχιζοφρένειας, ΕΛ Ντόκτοροου
Ενώ εργαζόταν ακόμη για την Dail Press, έγραψε ένα τριτοπρόσωπο διήγημα για την εκτέλεση των Τζούλιους και Έθελ Ρόζενμπεργκ, ιστορία που σφράγισε την προσωπικότητα της αμερικανικής αριστεράς. Καταδικασμένοι για προδοσία σε βάρος των ΗΠΑ και κατασκοπία για λογαριασμό της ΕΣΣΔ, το αντρόγυνο εκτελέστηκε το 1953. Η δίκη των Ρόζενμπεργκ, οι διαμαρτυρίες κατά της δικαστικής απόφασης και οι αντιπαραθέσεις γύρω από το τι πραγματικά είχαν κάνει σε βάρος της πατρίδας τους, είναι οι βασικοί άξονες γύρω από το έργο του Ντόκτοροου.
Ο ίδιος θεώρησε το διήγημά του νεκρό. Ήθελε να πετάξει τα χειρόγραφά του στη φωτιά. Μέσα στην απογοήτευσή του, άρχισε να γράφει την ιστορία μέσα από τα μάτια του Ντάνιελ, γιου των Ρόζενμπεργκ. Ήταν η φωνή του Ντάνιελ, αυτή η οργισμένη φωνή της αδικημένης αριστεράς, που έδωσε πνοή στο βιβλίο. «Δεν είμαι εγώ, αλλά ο Ντάνιελ, που θα έγραφε αυτό το βιβλίο», είπε ο ίδιος. Το «Βιβλίο του Ντάνιελ» (Πόλις, 2006) εκδόθηκε το 1971.
Το εν λόγω πόνημα, πέρα από την συγγραφική του αξία καθεαυτή, αποτέλεσε για τον Ντόκτοροου μία πραγματική δοκιμασία, ένα στοίχημα για το αν ήταν δυνατόν να γράψει μία ιστορία που σε πρώτο πλάνο θα ήταν πολιτική, ιστορική, αλλά θα κατάφερνε σε ένα δεύτερο επίπεδο να αποκτήσει μία νέα διάσταση, μέσα από την εναλλαγή της φωνής και των χρονικών πλαισίων. Το «Βιβλίο του Ντάνιελ» ήταν μία θαυμάσια νουβέλα, που άνοιξε στον Ντόκτοροου το μονοπάτι της λογοτεχνικής ζωής.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1975, εκδόθηκε το Ragtime («Ράγκταϊμ», Επιλογή/Θύραθεν, 1993), που καθιέρωσε τον Ντόκτοροου. Το βιβλίο του χάρισε το βραβείο National Bool Critics Circle Award, φτάνοντας στη κορυφή της λίστας με τα bestseller, ξεπερνώντας σε πωλήσεις τα 250.000 αντίτυπα.
Το Ragtime διέλυσε τη λογοτεχνική συμβατική τεχνική του ενός, μοναδικού και γνωστού στον αναγνώστη αφηγητή. Δεν υπάρχει ούτε ένας διάλογος στο έργο, μονάχα η αφήγηση του συγγραφέα που κινείται με άνεση μεταξύ των ηρώων. To βιβλίο πρωτοτυπεί στον «ασεβή» τρόπο με τον οποίο αναμειγνύει πραγματικά πρόσωπα και φανταστικές φιγούρες. Οι εκπληκτικά τυχαίες συναντήσεις μέσα στο έργο και οι διασταυρώσεις γεγονότων και «κινούμενων κόσμων» φέρνουν ουσιαστικά σε σύγκρουση διαφορετικές αντιλήψεις γύρω από τη φήμη, την επιτυχία και τα αντίθετά τους, τη φτώχεια και το ρατσισμό, σε μία κοινωνία αδυσώπητων αλλαγών.
Ο Ντόκτοροου αποτύπωσε το αμερικανικό όνειρο μέσα από την οικονομική ανισότητα και την ρατσιστική αδικία που η αμερικανική κοινωνία του 20ού αιώνα αναπαρήγαγε σε βάρος των φτωχότερων τάξεων. Στο βαθμό που οι ΗΠΑ του 21ου αιώνα εκκολάπτουν ακόμη, στο πλαίσιο του αμερικανικού ονείρου, τον ίδιο αμερικανικό εφιάλτη, ο Ντόκτοροου παραμένει πολιτικά επίκαιρος
Το Ragtime μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, το 1981, από τον Μίλος Φόρμαν, ο οποίος αμέσως άφησε στο περιθώριο μεγάλο μέρος του περιεχομένου του βιβλίο, για να επικεντρωθεί στο χαρακτήρα του Coalhouse Walker Jr, ενός μαύρου που αναζητούσε δικαιοσύνη σε μία κοινωνία που ήταν καταδικασμένη να αδικεί. Ο Ντόκτοροου απογοητεύτηκε που η ταινία ουσιαστικά στερήθηκε την πολιτική διάσταση του βιβλίου. Λίγο καιρό αργότερα ετοίμασε το σενάριο για την ταινία Ντάνιελ, ωστόσο η ταινία δεν είχε καμία επιτυχία και ο ίδιος την αποκήρυξε.
Η συγγραφική δραστηριότητα του Ντόκτοροου χαρακτηρίστηκε τα επόμενα χρόνια από μεγάλα διαστήματα αποχής από την συγγραφή, που κυμάνθηκαν μεταξύ τεσσάρων και πέντε ετών. Το 1980 εξέδωσε το «Loon Lake», ενώ ακολούθησαν τα «World’s Fair» (1985), «Billy Bathgate» («Μπίλι Μπάθγκεϊτ», Bell, 1990), και το «The Waterworks» (1994).
Στα διηγήματά του, ο Ντόκτοροου πειραματίστηκε όλο και περισσότερο με τη χρήση σύνθετων αφηγηματικών τεχνικών. Το City Of God, το πρώτο του βιβλίο που τοποθετείται στη σύγχρονη Νέα Υόρκη, συνδυάζει συνεχώς εναλλασσόμενες αφηγηματικές οπτικές γωνίες και χαλαρά αφηγηματικά ακρότατα, διασκορπισμένα στο κείμενο σαν τις ίνες ενός χαλασμένου καλωδίου, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα μακρές φιλοσοφικές αναζητήσεις και θεολογικούς στοχασμούς. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τους λογοτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς, που θυμίζουν τεχνικές τζαζ μουσικής, καθιστούν το City of God το πρώτο αντικινηματογραφικό έργο του. Ωστόσο, ούτε αυτό το βιβλίο στερείται φανταστικών επινοημάτων, τα οποία κατακτούν – κατά τρόπο παράδοξο – τον αναγνώστη, ως το πιο έντονο σημείο ενός διηγήματος με βαρυσήμαντες ιδέες, τις οποίες ο Ντόκτοροου θεωρούσε την πηγή έμπνευσης του βιβλίου, «με πολλές εκπλήξεις, ρίμες και διάφορα τέτοια».
Ακολούθησε Η Στρατιά (The March, 2005), με την οποία ο Ντόκτοροου κατέκτησε για δεύτερη φορά το National Bool Critics Circle Award, καθώς επίσης και το βραβείο PEN/Faulkner, τον επόμενο χρόνο. Το Homer & Langley («Χόμερ και Λάνγκλεϋ», Πατάκης, 2013) εκδόθηκε το 2009 και το Andrew’s Brain το 2014.
Ο Ντόκτοροου μπήκε στο New York Writers Hall of Fame το 2012 και το 2013 έλαβε από το ίδρυμα National Book Foundation το Μετάλλιο για την ιδιαίτερη προσφορά του στα αμερικανικά γράμματα (Medal for Distinguished Contribution to American Letters).
Η καλή λογοτεχνία κατοικεί εκ φύσεως στην αμφισημία, ΕΛ Ντόκτοροου
Το έργο του θα μείνει ξεχωριστό, καθώς προσπάθησε, μέσα από την προκλητική παραβίαση του ορίου μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας, να εξηγήσει τα ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν τις ΗΠΑ: τον Εμφύλιο Πόλεμο, την «Μεγάλη Ύφεση» του 1929, την εποχή του Μακαρθισμού. Αποτύπωσε το αμερικανικό όνειρο μέσα από την οικονομική ανισότητα και την ρατσιστική αδικία που η αμερικανική κοινωνία του 20ού αιώνα αναπαρήγαγε σε βάρος των φτωχότερων τάξεων. Στο βαθμό που οι ΗΠΑ του 21ου αιώνα εκκολάπτουν ακόμη, στο πλαίσιο του αμερικανικού ονείρου, τον ίδιο εφιάλτη, ο Ντόκτοροου παραμένει πολιτικά επίκαιρος.
Γεννημένος στις 6 Ιανουαρίου 1931, ο Έντγκαρ Λόρενς Ντόκτοροου απέκτησε με τη σύζυγό του Χέλεν τρία παιδιά, τη Τζένι, την Κάρολαϊν και τον Ρίτσαρντ. Πέθανε στις 21 Ιουλίου του 2015.