Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

O Don DeLillo στην Popaganda

«Ίσως να ήταν καλύτερο χωρίς την αμερικανική σημαία» λέει καθώς με τα δάχτυλά του σχεδόν χαϊδεύει το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης της συλλογής διηγημάτων Άγγελος Εσμεράλντα (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014) και παρόλο που ξέρω ότι δε χρειάζεται, είναι λίγο δύσκολο να συνδιαλέγεσαι με τον «σαμάνο της παρανοϊκής σχολής της αμερικανικής λογοτεχνίας» (όπως τον έχρισε το New York Times Review of Books πριν από μερικές δεκαετίες), τον αμίμητο γητευτή των λέξεων του οποίου η γραφή θα αιχμαλώτιζε όσο κανενός άλλου την αποκαθήλωση του αμερικανικού ονείρου (όπως γράφτηκε πριν από μερικά χρόνια στο αμερικανικό Esquire), τον λογοτέχνη που συνεχίζει να πιστεύει ότι πρέπει οι συγγραφείς να μην ενσωματώνονται στον περιβάλλοντα θόρυβο, να παραμένουν στην αντιπολίτευση, να γράφουν κατά της εξουσίας, να γράφουν κατά των μεγάλων εταιριών ή του κράτους ή του μηχανισμού αφομοίωσης των πάντων (όπως δήλωσε ο ίδιος στο The Paris Review) και να μην αναζητά κανείς ένα βαθύτερο, παραβολικό νόημα στο παραμικρό λεγόμενο του Don DeLillo, ο οποίος ένα απρόσμενα παγωμένο πρωινό του Μαρτίου, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας, μπορεί απλώς να εκφράζει μια ειλικρινή εικαστική παρατήρηση ή ακόμη και να αστειεύεται, όπως υπονοεί το μικρής έντασης, μα σίγουρα υπαρκτό και ειλικρινές χαμόγελο στο πρόσωπο ετούτου του 80χρονου που φυσιογνωμικά έχει εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο ως βλοσυρός και αγέλαστος.

«Ξέρεις, ανέκαθεν μου έκανε εντύπωση ότι το όνομα μου στα ελληνικά γράφεται με “Ντ”», μου λέει, συνεχίζοντας να παρατηρεί το εξώφυλλο, αφού πια η συνέντευξή μας έχει ολοκληρωθεί κι έχοντας αφήσει την υπογραφή του στην πρώτη σελίδα του διηγήματος που διαδραματίζεται τις ημέρες των μεγάλων αθηναϊκών σεισμών του 1981, τότε που και ο ίδιος ζούσε στο Κολωνάκι και έγραφε τα «Ονόματα», το τελευταίο του βιβλίο πριν από την απόλυτη, την καθολική αναγνώριση με το επόμενο, τον «Λευκό Θόρυβο». «Καιρός δεν ήταν να επιστρέψω σε αυτή την πόλη;»

Πώς νιώθετε, λοιπόν, που βρίσκεστε ξανά, μετά από τόσο καιρό, σε ένα μέρος που ζήσατε για μερικά χρόνια όταν ήσασταν νέος; Σίγουρα χρειάζομαι περισσότερο χρόνο και όχι απλώς μερικές μέρες για να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα της Αθήνας. Δε θα προλάβω να κάνω πολλά πράγματα, το ξέρω. Ας είναι. Τουλάχιστον είδα χθες το βράδυ την Ακρόπολη φωτισμένη – πως να περιγράψεις αυτή την εικόνα; Θα επισκεφθώ, επίσης, το Μουσείο της Ακρόπολης, για το οποίο έχω διαβάσει διθυραμβικά σχόλια. Και φυσικά θέλω απλώς να περπατήσω άσκοπα στο κέντρο της πόλης. Απλώς να περπατήσω. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να πάρεις μια καλή ιδέα για το μέρος που βρίσκεσαι.

Στο παρελθόν έχετε πει ότι προτιμάτε να γράφετε τα βιβλία σας με γραφομηχανή, παρά με χαρτί και μολύβι, γιατί σας αρέσει ο τρόπος που εμφανίζονται τα γράμματα στις σελίδες, όλα συμμετρικά, χωρίς τεχνικές διακυμάνσεις. Αυτό είναι κάτι που σας χαρακτηρίζει από την πρώτη στιγμή που αποφασίσατε να ξεκινήσετε το γράψιμο ή στην παγίωσή του μέσα σας βοήθησε και η επαφή με το ελληνικό αλφάβητο; Το οποίο μελετήσατε δεόντως τα χρόνια που ζούσατε στην Αθήνα και μέχρι σήμερα, σε κάθε ευκαιρία εξυμνείτε τις οπτικές του αρετές. Ανέκαθεν μου άρεσε να παρατηρώ τα γράμματα. Εννοώ το σχήμα τους. Να ψάχνω δηλαδή στο αλφάβητο μία καλλιτεχνική διάσταση σε καθαρά οπτικό επίπεδο. Αυτό έκανα και με τα ελληνικά, μία γλώσσα με την οποία δεν είχα την παραμικρή σχέση. Τα σχήματα, λοιπόν, των ελληνικών γραμμάτων σε μία σελίδα ή πάνω σε ένα κομμάτι μάρμαρο, όταν έζησα στην Αθήνα τα αντιλαμβανόμουν όχι απλά ως μια ξένη γλώσσα, αλλά και ως μικρές εικόνες που συνθέτουν μία μεγαλύτερη. Αυτό το σκεπτικό ήταν καθοριστικής σημασίας για μένα καθώς έγραφα το The Names. Ξόδευα πολύ χρόνο για να μελετήσω την εμφάνιση μιας πρότασης ή μιας παραγράφου. Ήταν τόσο έντονο το ενδιαφέρον μου, που άρχισα να γράφω με ένα εντελώς νεό, για μένα μέχρι τότε, σύστημα. Σε κάθε σελίδα έγραφα μόνο μία παράγραφο. Και έγραφα μικρότερες παραγράφους, ώστε το μεγάλο λευκό κενό τριγύρω τους να μου επιτρέπει να παρατηρώ με μεγαλύτερη διεισδυτικότητα τα γράμματα. Μπορείς να πεις, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα ήρθα σε επαφή με ένα νέο, γενναίο κόσμο σε συγγραφικό επίπεδο.

Ο πιο πολυσυζητημένος νέος συγγραφέας των τελευταίων ετών, ο Garth Risk Hallberg, σε μία από τις ουκ ολίγες συνεντεύξεις που έδωσε με αφορμή την κυκλοφορία του City on Fire, δήλωσε ότι ο στόχος του ήταν με το βιβλίο να μπει στο σωστό δρόμο που θα του επιτρέψει σε 40 χρόνια από τώρα να φτάσει στη δική σας συγγραφική κλάση. Η βαθιά εκτίμηση από τους συναδέλφους σας, και δη από νεότερους για τους οποίους αποτελείτε ένα από τα πιο σημαντικά πρότυπά, προφανώς και δεν είναι νέο φαινόμενο. Καθώς περνάνε τα χρόνια, όμως, αλλάζει ο τρόπος που την αντιλαμβάνεστε; Συνεχίζει να σας προσφέρει ικανοποίηση; Είναι πολύ σημαντικό να ακούς τέτοια λόγια ειδικά από νέους συγγραφείς. Πίστεψέ με, είναι πολύ ευχάριστο να ξέρεις ότι άλλοι συγγραφείς προσέχουν αυτά που γράφεις, ότι κάποιοι μπορεί ακόμη και να επηρεαστούν από τις λέξεις σου. Ακόμη και αν δεν ξέρεις τον συγγραφέα που μιλάει για σένα – για παράδειγμα έχω ακουστά τον Garth Risk Hallberg αλλά δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του – είναι σημαντικό γιατί σε κάνει να νιώθεις μέλος μιας κοινότητας. Δεν είμαι από εκείνους τους άντρες που έχουν πάρα πολλούς φίλους. Και οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι συγγραφείς. Οπότε είναι καλό να μαθαίνω που και που ότι οι συνάδελφοί μου σέβονται αυτό που κάνω.

«Δεν ξέρω αν αναλογίζομαι διαρκώς το θάνατο. Νιώθω, όμως, ότι η πιο ουσιαστική λογοτεχνία αναπόφευκτα καταπιάνεται με αυτό το ζήτημα. Ο θάνατος είναι το απόλυτο θέμα για μία σοβαρή λογοτεχνική δουλειά»

Το ότι οι περισσότεροι από τους στενούς σας φίλους δεν είναι συγγραφείς, είναι κάτι που έστω και σε μικρό βαθμό επιδιώξατε ανά τα χρόνια, για λόγους ψυχολογικής αποσυμπίεσης, αν θέλετε, από την επαγγελματική πλευρά της ζωής σας; Όχι, αυτά τα πράγματα δε νομίζω ότι μπορείς να τα σχεδιάσεις. Απλώς συμβαίνουν. Και με τους φίλους μου προτιμάμε να μιλάμε για baseball, ταινίες, ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι – αυτό δεν κάνουν οι φίλοι;

Οπότε αν μη τι άλλο στην περίπτωσή σας δεν επιβεβαιώνεται ότι οι συγγραφείς είναι ζόρικοι, κυκλοθυμικοί χαρακτήρες που δύσκολα μπορούν να συνυπάρξουν με τον υπόλοιπο «κανονικό» κόσμο. Αν θέλεις μια σίγουρη απάντηση, μη ρωτάς τον συγγραφέα. Πρέπει να ρωτήσεις τον άνθρωπο που έχει επιλέξει να περάσει τη ζωή του στο πλευρό ενός ανθρώπου που γράφει. Αν το κάνεις, ελπίζω να είναι επιεικής μαζί μου.

Η συγγραφική σας πορεία κοντεύει πια τις πέντε δεκαετίες… Πράγματι. Μερικές φορές που κάθομαι και το σκέφτομαι – ίσως γιατί δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω εκείνη την ώρα – μου φαίνεται δύσκολο να συλλάβω την ποσότητα του χρόνου που έχει φύγει ανεπιστρεπτί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πέρα λοιπόν από τη φήμη, τα χρήματα, τα βραβεία και άλλα τινά, η ζωή σας ως συγγραφέας χαρακτηρίζεται από τις ίδιες αγωνίες όλα αυτά τα χρόνια; Εννοώ τόσο σε υπαρξιακό επίπεδο, όσο και σε πρακτικό, στην καθημερινότητά σας. Η όποια αγωνία έχει να κάνει με το αν η εκάστοτε ιδέα που έχεις, θα αποδειχτεί αρκετά δυνατή ώστε να εξελιχθεί σε μυθιστόρημα. Στη δική μου περίπτωση, αυτές οι ιδέες έρχονται με τη μορφή εικόνων, παρά ως κάτι γενικό, για παράδειγμα μία επιθυμία να γράψω ένα βιβλίο για την έννοια του χρόνου, ή για τη βία. Τα πάντα, λοιπόν, ξεκινάνε από μία εικόνα. Ορισμένες φορές, με κάποιον μυστηριώδη τρόπο, από την εικόνα οδηγούμαι σε λέξεις και προτάσεις. Το έχω ξαναπεί αρκετές φορές στο παρελθόν κι ελπίζω να με πιστεύει ο κόσμος: όταν ξεκινάω να γράφω, δεν ξέρω που θέλω να καταλήξω, αφήνομαι ώστε να με οδηγήσουν κάπου οι λέξεις.

Εξάλλου, είναι γνωστό ότι ποτέ δεν φτιάχνετε τον σκελετό του βιβλίου, πριν ξεκινήσετε το γράψιμο. Όχι, ποτέ δεν το έχω κάνει. Κρατάω, βέβαια, σημειώσεις, με μολύβι και χαρτί, όπου κι αν βρίσκομαι, στο μετρό, σε ένα πάρκο, οπουδήποτε. Πάντως τουλάχιστον σε κάποια από τα βιβλία μου, μου φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη συμμετρία στη δομή. Υπάρχει ένα μεγάλο πρώτο μέρος, ακολουθεί ένα μικρό, περίπου στη μέση, που δίνει τη θέση του σε ένα μεγάλο δεύτερο μέρος. Αυτό συνέβη και με το νέο μου βιβλίο, Zero K. Κάθε φορά συμβαίνει εντελώς τυχαία. Και κάθε φορά μου προκαλεί εντύπωση.

Είναι, λοιπόν, αυτή η εκ προοιμίου άγνοια για το που θα σας οδηγήσουν τελικά οι λέξεις κάθε φορά που ξεκινάτε το γράψιμο, μία εκδοχή της σωκρατικής ρήσης «εν οίδα ότι ουδέν οίδα»; Δεν ξέρω αν πρόκειται για κάτι τόσο δραματικό, πάντως σίγουρα δεν είναι ό,τι καλύτερο για κάποιον δημιουργικό άνθρωπο να αφήνεται στις ευκολίες του, να θυσιάζει την ανησυχία του στο βωμό της εμπειρίας και των ευκολιών που αυτή συνεπάγεται. Επιπλέον, κανείς δε μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα θέλεις να συνεχίσεις να γράφεις μέχρι το τέλος της ζωής σου. Ένας φίλος μου, για παράδειγμα, δε θέλει να ξαναγράψει…

Εννοείτε τον Philip Roth; (σ.σ. Ο σπουδαίος συγγραφέας πριν από μερικά χρόνια δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να γράψει μυθιστόρημα) Ακριβώς. Μπορεί, δηλαδή, κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσεις ότι δε μπορείς να συνεχίσεις να γράφεις. Ή μπορεί απλά να αποφασίσεις ότι δεν θέλεις να συνεχίσεις. Γιατί επιθυμείς η ζωή σου να γίνει λίγο πιο εύκολη. Όσον αφορά εμένα, η μεγάλη απορία μου είναι η εξής: αν σταματούσα το γράψιμο, η ζωή μου θα γινόταν πιο εύκολη ή πιο δύσκολη; Κάθε φορά, λοιπόν, αναρωτιέμαι μήπως τελικά η ζωή μου θα γίνει ευκολότερη αν απλώς συνεχίσω να γράφω. Και συνεχίζω. Αυτή την περίοδο δεν έχω κάποια σημαντική ιδέα στο κεφάλι μου. Ολοκλήρωσα το Zero K τον περασμένο Αύγουστο. Τώρα πια φτάσαμε στο Μάρτιο. Το διάστημα που μεσολάβησε υπήρξα πολύ απασχολημένος με άλλα ζητήματα και δεν είχα καν το χρόνο για να σκεφτώ την πιθανότητα νέου βιβλίου, μυθιστόρημα ή διήγημα ή οτιδήποτε. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αντιμετωπίσω ξανά αυτό το ζήτημα, την αναζήτηση μιας νέας ιδέας. Κατά κανόνα, γύρω στους έξι μήνες αφότου έχω ολοκληρώσει ένα βιβλίο, γεννιέται στο μυαλό μου η ιδέα του επόμενου. Αν περάσει πιο πολύς χρόνος, αρχίζει μια μικρή ανησυχία, ξέρεις, τρώγομαι με τα ρούχα μου. Νομίζω πάντως ότι μόνο μια φορά στη ζωή μου ως συγγραφέας με κυρίευσε το άγχος. Είχα μόλις τελειώσει το The Names, αλλά δε μπορούσα να σκεφτώ κάτι νέο για να καταπιαστώ. Τελικά, το επόμενο βιβλίο μου ήταν το White Noise, οπότε μπορεί η όλη αμφιβολία που είχα για τον εαυτό μου, να μου βγήκε σε καλό.

Από τη στιγμή που εντοπίζετε την εικόνα που αναζητάτε κάθε φορά ως αφορμή για να ξεκινήσετε το γράψιμο, πέφτετε αμέσως με τα μούτρα στη δουλειά; Όχι αμέσως, αφήνω να περάσει ένα διάστημα, κατά το οποίο σκέφτομαι διαρκώς την εικόνα. Η οποία μερικές φορές μπορεί να αλλάξει. Κάτι τέτοιο συνέβη και με το Zero K. Αρχικά η εικόνα που είχα στο μυαλό μου ήταν μερικοί ουρανοξύστες, χτισμένοι πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, όλοι τους στο χείλος ενός ποταμού, μακριά από πόλεις και άλλα κτίρια. Και αναρωτιόμουν: «τι μπορεί να συμβαίνει εκεί πέρα; Γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο τριγύρω;» Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα, γνωρίζοντας ότι θα γράψω ένα μυθιστόρημα, και όχι διήγημα. Στη συνέχεια, το περίεργο είναι ότι η εικόνα άλλαξε, χωρίς όμως να επηρεαστεί η θεματική που ακολουθούσα, κάτι σχετικά με τη ζωή σε ακραίες συνθήκες, εν προκειμένω σε ένα απομακρυσμένο κτιριακό συγκρότημα κάτω από την επιφάνεια της γης – αυτή ήταν η μεγάλη αλλαγή σε σχέση με την αρχική εικόνα.

Σύμφωνα με τη φημολογία που ως συνήθως προηγείται κάθε νέου σας βιβλίου, το Zero K θα είναι το πρώτο σας sci-fi μυθιστόρημα… Μα δεν πρόκειται για επιστημονική φαντασία. Είναι αλήθεια. Αυτό που διαδραματίζεται στο βιβλίο, έχει μεγάλη βάση σε αυτό που συμβαίνει και στην πραγματικότητα, με την έννοια ότι ακόμη κι αν δεν υπάρχει, όχι ακόμη τουλάχιστον, ο τρόπος για να επιστρέψει κανείς στη ζωή, αυτό δε σημαίνει ότι η κρυογονική δεν είναι κάτι με το οποίο ασχολούνται οι επιστήμονες. Εγώ απλά πρόσθεσα μερικές γερές δόσεις μυθοπλασίας στη συνταγή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι ένας πραγματικά συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει συγγραφέας, αργά ή γρήγορα θα καταπιαστεί με την έννοια του θανάτου, που είναι κάτι που σκέφτονται ίσως και κάθε μέρα όλοι οι άνθρωποι, αν κρίνω από τη θεματολογία του Zero K, είναι ασφαλής η υπόθεσή μου ότι καθώς γράφατε το βιβλίο σκεφτόσασταν πιο έντονα από ποτέ το θάνατο και όσα συνεπάγεται αυτό το… τελικό γεγονός; Δεν ξέρω αν είναι κάτι που αναλογίζομαι διαρκώς, τουλάχιστον με τον παραδοσιακό τρόπο. Νιώθω, όμως, ότι η πιο ουσιαστική λογοτεχνία αναπόφευκτα καταπιάνεται με αυτό το ζήτημα. Ο θάνατος είναι το απόλυτο θέμα για μία σοβαρή λογοτεχνική δουλειά.

Θα λέγατε ότι το κάθε σας βιβλίο είναι η απεικόνιση με λέξεις του πως είστε εσείς την περίοδο που το γράφετε ή του πως είναι ο κόσμος γύρω σας και φυσικά του τρόπου με τον οποίο τον αντιλαμβάνεστε; Νομίζω ότι είναι πιο κοντά στη δική μου αντίληψη επί των όσων συμβαίνουν γύρω μου, τα οποία φυσικά αλλάζω κατά το δοκούν, γιατί μην ξεχνάς ότι πρόκειται για μυθοπλασία. Η όλη διαδικασία της συγγραφής παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο για μένα. Το ζητούμενο είναι – και το ξέρω ότι τώρα θα ακουστώ ως ένας παλιομοδίτης, γερόλυκος – η έμπνευση να σε κυριεύσει, για να μπορείς να γράψεις κάθε επόμενη αράδα. Εμένα αυτό μου συμβαίνει όταν είμαι επί το έργον, όταν βρίσκομαι στο γραφείο και πατάω τα πλήκτρα της γραφομηχανής, τότε είναι που το ίδιο το βιβλίο παίρνει τον έλεγχο και παρατείνει τη διάρκεια της ζωής του, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια μιας ωραίας ιδέας.

Σε σχέση με το τελευταίο σας βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά, τη συλλογή διηγημάτων Άγγελος Εσμεράλντα, εκτός όλων των άλλων βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ότι αν και τα διηγήματα γράφτηκαν σε μια περίοδο τριάντα χρόνων, συγκεντρωμένα μοιάζουν σαν να γράφτηκαν περίπου την ίδια περίοδο, ακριβώς για να συμπεριληφθούν στην ίδια έκδοση. Χαίρομαι πολύ που το ακούω αυτό. Εξεπλάγην κι εγώ όταν διάβασα μαζί όλες τις ιστορίες, γιατί πράγματι, όπως λες, μοιάζουν σαν να έχουν γραφτεί σχεδόν ταυτόχρονα. Μου φαίνεται περίεργο. Κάτι ανάλογο δεν ισχύει για τα μυθιστορήματά μου, μπορείς εύκολα να εντοπίσεις μεγάλες διαφορές. Ίσως λοιπόν να έχει να κάνει με τη φόρμα του διηγήματος που κατά κάποιο τρόπο σφίγγει όχι τη φαντασία του συγγραφέα αλλά τις ιστορίες καθαυτές και τον τρόπο γραφής. Ποιος ξέρει;

Μιας, λοιπόν, και το πρώτο σας βιβλίο εκδόθηκε αφού είχατε κλείσει τα 35, ενώ θα περνούσαν και αρκετά χρόνια ακόμη μέχρι να έρθει η καθολική αναγώρισή σας ως ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς, ποια συμβουλή θα δίνατε σε κάποιον φέρελπι, νέο συγγραφέα; Είναι πολύ εύκολο: να συνεχίσει να γράφει. Δεν είναι λίγοι αυτοί που δοκιμάζουν να γίνουν συγγραφείς, αλλά τα παρατάνε στην πορεία, υπερβολικά νωρίς. Κι εγώ κινδύνεψα να το κάνω. Αλλά πείσμωσα και συνέχισα κι ας μην έβρισκα εκδότη για το πρώτο μου μυθιστόρημα, για το οποίο είχα ξοδέψει τέσσερα χρόνια της ζωής μου γράφοντάς το. Ήξερα όμως ότι ήμουν συγγραφέας, ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Αυτό το πείσμα, το να ταχθείς ολοκληρωτικά δηλαδή στο γράψιμο, δεν είναι εύκολο, ούτε προκύπτει από το πουθενά, μια μέρα που θα πιεις τον πρωινό σου καφέ. Είναι κάτι που αποκτάται με τη δουλειά, ίσως και μετά από χρόνια. Φυσικά, δεν είναι όλοι όσοι γράφουν πλασμένοι για να γίνουν συγγραφείς. Αλλά όλοι πρέπει να συνεχίσουν να γράφουν, ώστε να έχουμε την ευκαιρία να διακρίνουμε μέσα από την πολυγλωσσία, το επόμενο αγαπημένο μας βιβλίο. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;


Ο Don DeLillo βρίσκεται στην Ελλάδα για μία συζήτηση με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Ηλία Μαγκλίνη, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 16 Μαρτίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Περισσότερες πληροφορίες: sgt.gr
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος