Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Δημήτρης Κουσουρής χαμογέλασε, αλλά ζητάει εξηγήσεις. Ως πρώτο θύμα της Χρυσής Αυγής, τις δικαιούται.

Τον Ιούνιο του 1998, η Χρυσή Αυγή ήταν ένα περιθωριακό κόμμα που μετρούσε πέντε χρόνια ζωής και είχε γνωρίσει αμελητέα απήχηση στις πρώτες εθνικές εκλογές που συμμετείχε (4487 άνθρωποι την ψήφισαν τον Σεπτέμβριο του 1996, γράφοντας ένα κάτισχνο 0,07% στα συνολικά αποτελέσματα). Ως ένα μόρφωμα όμως που προσπαθούσε να παντρέψει αντιδημοκρατικά σταγονίδια (από ακροδεξιούς ποικίλων κατευθύνσεων και νοσταλγούς της χούντας ως σκληροπυρηνικούς νεοναζί) με τον κοινό ποινικό χουλιγκανισμό, επιχειρούσε να επιβάλλει την παρουσία της στους δρόμους. Με επιθέσεις σε μετανάστες, ακτιβιστές και πολιτικούς αντιπάλους, συχνά εκτελώντας συμβόλαια, σχεδόν πάντα δρώντας υπό την σχετική αδιαφορία (αλλιώς διακριτική κάλυψη) της αστυνομίας.

Όλα αυτά συνέβαιναν στις γειτονιές ή σε άλλους μαζικούς χώρους, αλλά σπανίως γίνονταν γνωστά. Μέχρι εκείνον τον Ιούνιο και την επίθεση στον Δημήτρη Κουσουρή (κι επίσης στον φοιτητή Ηλία Φωτιάδη και τον εκπαιδευτικό Ιωάννη Καραμπατσόλη) έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων. Ο Κουσουρής, μέλος τότε του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΦΕΕ, βρισκόταν εκεί για να συμπαρασταθεί σε διαδηλωτές που είχαν συλληφθεί για κινητοποιήσεις κατά του διαγωνισμού ΑΣΕΠ. Οι Χρυσαυγίτες βρίσκονταν εκεί επίσης σε συμπαράσταση δικών τους συλληφθέντων. Εντόπισαν τους τρεις σε μια καφετέρια και τους επιτέθηκαν, χωρίς να προηγηθεί η παραμικρή διένεξη, με αδιανόητη σφοδρότητα. Ειδικά ο Κουσουρής δέχθηκε πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι, έμεινε πάνω από ένα μήνα στην εντατική (σε ένα φοβερό παιχνίδι της τύχης, η ανακρίτρια που του πήρε κατάθεση λεγόταν Μαρία Λεπενιώτη και είναι το πρόσωπο των ημερών ως η προέδρος στη δίκη της Χρυσής Αυγής). 22 χρόνια μετά, φέρει ακόμα στο πρόσωπό του τα σημάδια της επίθεσης («είναι επίκτητα κομμάτια του σώματος όπως οι πληγές που έχεις από την μπάλα που έπαιζες μικρός, έτσι τα αντιμετωπίζω πια»). Ως επικεφαλής των δραστών αναγνωρίστηκε ο Αντώνης Ανδρουτσόπουλος, μεγάλο όνομα στους φασιστικούς κύκλους ως «Περίανδρος», ο οποίος διέφευγε της σύλληψης μέχρι το 2005 που παραδόθηκε οικειοθελώς σε μια υπόθεση με σαφείς σκιές βαθέoς κράτους. Καταδικάστηκε σε 21 χρόνια, ποινή που έπεσε στο εφετείο όταν κι ολοκληρώθηκε η δίκη το 2009. Από τη φυλακή  βγήκε λίγο αργότερα.

H φρικτή εικόνα του Δημήτρη Κουσουρή από την εντατική, μια μέρα μετά την επίθεση που δέχτηκε από μέλη της Χρυσής Αυγής, 17 Ιουνίου 1998.

Για μια ολόκληρη γενιά, τη δική μου, που ενηλικιωνόταν εκείνη την εποχή, η υπόθεση Κουσουρή ήταν η πρώτη επαφή με το τέρας. Η πρώτη απτή απόδειξη ότι οι Χρυσαυγίτες δεν ήταν κάποιοι ανώδυνοι «σκινάδες» με βαριές αρβύλες κι εφηβικό θυμό όπως τους παρουσίαζαν τα περιοδικά της εποχής. Κυλησε πολύ νερό, δυστυχώς κι αρκετό αίμα, σε αυτό το αυλάκι, συνέβησαν πράγματα όπως η Χρυσή Αυγή στη Βουλή που ούτε ο πιο διεστραμμένος νους μπορούσε να φανταστεί, φτάσαμε στη δίκη. 

Κι όλοι θυμηθήκαμε τον Δημήτρη Κουσουρή.

Ως αφετηρία αυτής της μαύρης σελίδας. Το πρόσωπό του εμφανίστηκε ξανά, στα σόσιαλ μίντια, σε αφίσες, στα τηλεοπτικά παράθυρα – η δικαίωση δικαιωματικά ξεκινά από εκείνον. «Λείπω από τη χώρα κοντά δύο δεκαετίες. Τα χρόνια πέρασαν, συνέβησαν πολλά, ό,τι συνέβη με μένα θέλω να το βλέπω με μέτρο τον σεβασμό σε ό,τι ακολούθησε. Γιατί υπήρξαν κάποιοι που έχασαν ανθρώπους», μου λέει σεμνά στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής από τη Βιέννη όπου ζει διδάσκοντας Νεότερη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Έχει κάνει πια οικογένεια, ο 5.5 ετών γιος του Τάσος μπλέκεται στα πόδια του την ώρα που μιλάμε και δεν τον αφήνει σε ησυχία. Τον ρωτάω για την πρώτη αντίδραση στην απόφαση. Για την ανθρώπινη αντίδραση του θύματος, πριν αναλάβει ο καθηγητής την επεξεργασία. «Τις προηγούμενες ημέρες είχα αγωνία αλλά προσπαθούσα να μην το πολυσκεφτόμαι. Το πρωί της Τετάρτης περίμενα την απόφαση παρακολουθώντας τα σόσιαλ μίντια πηγαίνοντας να κάνω το πρώτο μάθημα του εξαμήνου στο πανεπιστήμιο. Όταν την έμαθα αισθάνθηκα -τι άλλο;- ανακούφιση και συγκίνηση. Με πήραν αμέσως φίλοι στο τηλέφωνο, δικοί μου άνθρωποι, παλιοί σύντροφοι που ζήσαμε μαζί την ιστορία του ’98. Με βοήθησαν να νιώσω τη συγκίνηση από την Ελλάδα. Η πρώτη μου σκέψη με πήγε κοντά στους ανθρώπους που έχουν δώσει τη μάχη όλα αυτά τα χρόνια και, κυρίως, στους γονείς του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάντ Λουκμάν. Αλλά και σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που ζούσαν τόσα χρόνια μέσα στον φόβο στις γειτονιές, στα σχολεία ή οπουδήποτε αλλού, σε όλους αυτούς που ήταν τα θύματα σε περιστατικά βίας της Χρυσής Αυγής που δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας».

Είναι μεγάλη, ιστορική στιγμή. Πρέπει να σταθούμε σε αυτή, ασφαλώς, αλλά μην περιμένουμε ότι μια απόφαση δικαστηρίου θα νικήσει τον φασισμό. Αν ήταν έτσι, θα είχαμε τελειώσει με τις δίκες της Νυρεμβέργης. Η συγκρότηση ενός αντιφασιστικού κινήματος είναι όμως παρακαταθήκη και δείχνει τον δρόμο.

Και μετά έρχεται η αναλυση, το κράτημα. Η επιφυλακτικότητα απέναντι σε μια ιστορία που δυστυχώς επαναλαμβάνεται. «Είναι μεγάλη, ιστορική στιγμή. Πρέπει να σταθούμε σε αυτή, ασφαλώς, αλλά μην περιμένουμε ότι μια απόφαση δικαστηρίου θα νικήσει τον φασισμό. Αν ήταν έτσι, θα είχαμε τελειώσει με τις δίκες της Νυρεμβέργης. Η συγκρότηση ενός δημοκρατικού, αντιφασιστικού κινήματος είναι παρακαταθήκη και δείχνει τον δρόμο.
Από μια σκοπιά, βέβαια, η Ελλάδα είναι μια οξυμένη κι ακραία εικόνα της μετάλλαξης που υπέστησαν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες τον 21ο αιώνα. Σε όλες τις χώρες που έζησα, έχουν υπάρξει τέτοια φαινόμενα. Στην Ελλάδα όμως, ειδικά, ήταν κραυγαλέα η στήριξη, όχι σε μια ακροδεξιά γκρούπα, αλλά σε μια συμμορία ναζί δολοφόνων που όλοι ήξεραν περί τίνος πρόκειται. ¨Ενα κομμάτι του πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου τους θεώρησε χρήσιμους, τους πριμοδότησε και τους ξέπλυνε, τους άνοιξαν τον δρόμο για να φτάσουν στα εγκλήματα του 2013. Υπήρχαν πογκρόμ εναντίον μεταναστών, καθημερινή τρομοκρατία εναντίον αριστερών, αντιφασιστών. μην ξεχνάμε την επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ λίγες μέρες πριν τη δολοφονία Φύσσα. Ήμουν στην Ελλάδα εκείνες τις μέρες, ήμουν και στην πορεία που έγινε ως απάντηση στην επίθεση».

Ο Δημήτρης Κουσουρής καταθέτει στη δίκη της Χρυσής Αυγής, Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017 (ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας)

Ο Δημήτρης Κουσουρής έφυγε από την Ελλάδα το 2001 με προορισμό τη Γαλλία για σπουδές. Επέστρεψε περίπου στις αρχές της κρίσης, η επαγγελματικη προοπτική που συνάντησε ήταν ανύπαρκτη και τον οδήγησε να φύγει και πάλι. ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστρία πια τα τελευταία 5-6 χρόνια. «Δεν έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου, είμαι απλά κομμάτι της συλλογικής μοίρας μιας γενιάς που αναγκάστηκε να αναζητήσει την τύχη της αλλού», κάπως έτσι τοποθετεί τον εαυτό του στο κάδρο. Αναρωτιέμαι αν η ζωή στο εξωτερικό έχει επουλώσει τα τραύματα και πόσο οδυνηρό ήταν για εκείνο να ξαναπαίξει την ταινία με τα γεγονότα του ’98 λόγω και της καταθεσής του στη δίκη. «Η επίθεση που δέχθηκα είναι ένα παρελθόν που κι αν θες να το ξεχάσεις δεν ξεχνιέται. Και να μπορούσα να πατήσω ένα delete, με τράβαγε συχνα πίσω η ίδια η πραγματικότητα, δέκα χρόνια οι δίκες, και λίγο-πολύ μόλις τελείωσε η δική μας δίκη άρχισε η άνοδος της Χρυσής Αυγής και τα εγκλήματα της συμμορίας, που έκαναν πια τη μνήμη χρέος που κλήθηκα να ξεπληρώσω καταθέτοντας στο δικαστήριο τέλη του 2017. Ήταν το ελάχιστο καθήκον απέναντι στη θυσία του Παύλου Φύσσα. Γιατί αν δεν είχε πάρει την απόφαση να σταθεί απέναντι στους φασίστες, έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών, δε θα είχαμε φτάσει εδώ. Είχα την τιμή και την τύχη να γνωρίσω εκεί την κυρία Μάγδα, τους δικηγόρους, την ομάδα που κάλυπτε την δίκη, όλου αυτούς που αγωνίστηκαν για να μπουν στη φυλακή οι δολοφόνοι».

Το μετατραυματικό στρες άραγε φεύγει ποτέ; Η πιο συνηθισμένη μαρτυρία των θυμάτων τέτοιου είδους επιθέσεων είναι ότι δυσκολεύονται πολύ να πάψουν να κοιτάνε πίσω από τους ώμους τους. «Οποιοσδήποτε έχει υποστεί βία, έχει δεχθεί δολοφονική επίθεση, νιώθει φόβο μετά στην καθημερινότητά του. Δε θα το αρνηθώ. Εγώ βέβαια δεν χτυπήθηκα ως Δημήτρης, δεν είχα προσωπικά με τους μπράβους της Χρυσής Αυγής. Χτυπήθηκα ως μέλος ενός κινήματος. Τον φόβο τον ξεπερνάς μόνο συλλογικά, και είχαμε την τύχη από την αρχή (και κατά τη διάρκεια της δίκης) να βιώσουμε την υποστήριξη, εγώ και τα άλλα δύο θύματα. Γι’ αυτό κι αντέξαμε μια δεκαετή ποινική διαδικασία. Δικαστικά δικαιωθήκαμε και τότε, δικαιωνόμαστε και σήμερα, πολιτικά το στοίχημα παραμένει ανοιχτό». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έπειτα είναι κι ο Τάσος. Μεγαλώνει, καταλαβαίνει, βλέπει τα σημάδια του μπαμπά, έχει απορίες. «Εκ των πραγμάτων, μιλήσαμε για την επίθεση. Του είπα ότι μου επιτέθηκαν άνθρωποι που δεν τους αρέσουν αυτοί που είναι διαφορετικοί ή λένε το σωστό, κακοί άνθρωποι που φτάνουν μέχρι να σκοτώσουν. Αυτό προσπάθησαν και με μένα, αλλά δεν το κατάφεραν». Έπειτα είναι και οι φοιτητές του. «Έχει τύχει να με ξαναρωτήσουν στο παρελθόν για την ακροδεξιά στην Ελλάδα, το συζητήσαμε και την ημέρα της απόφασης. Υπάρχει ενδιαφέρον, έχει δοθεί αρκετή δημοσιότητα στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής γιατί κι εδώ έχουν τέτοιους σκελετούς στη ντουλάπα τους».

Στον, 5.5 ετών σήμερα, γιο μου είπα ότι μου επιτέθηκαν άνθρωποι που δεν τους αρέσουν αυτοί που είναι διαφορετικοί ή λένε το σωστό, κακοί άνθρωποι που φτάνουν μέχρι να σκοτώσουν. Αυτό προσπάθησαν και με μένα, αλλά δεν το κατάφεραν.

Στο τέλος είναι κι ο όψιμος αντιφασισμός. Ο Δημήτρης Κουσουρής «πρωταγωνίστησε» σε δύο ιστορίες που έγιναν viral την εβδομάδα πριν και μετά την απόφαση. Αρχικά, ζήτησε να αποσυρθεί το πρόσωπό του από την αφίσα του ΚΙΝΑΛ που καλούσε σε συγκέντρωση στο εφετείο. Τόσο γιατί, κατά τη γνώμη του, ως χώρος φέρει ευθύνες για την άνοδο του φασισμού στη χώρα, αλλά και γιατί το θεώρησε ειρωνικό σήμερα να τον επικαλείται συμβολικά ο πολιτικός απόγονος του κόμματος που ήταν τότε στην εξουσία κι ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Ρωμαίος μιλούσε για «ακροκινούμενες ομάδες». «Η “θεωρία των δύο άκρων” μπορεί να μην ονομαζόταν ρητά έτσι, αλλά υπήρχε από τότε. Χρησιμοποιήθηκε φυσικά κατά κόρον όταν έσκασε η κρίση για διατηρηθεί η ηγεμονία τους και να πληγεί  ο κόσμος που βγήκε στο δρομο. Έτσι σιγά-σιγά η δράση της Χρυσής Αυγής εδραιωνόταν, ετοιμάζονταν γι’ αυτό που ακολούθησε. Μιλούσαμε κι εμείς κάποτε για εγκληματική οργάνωση με αφετηρία τη δική μου υπόθεση και την καταδίκη του Περίανδρου. Αλλά παρέμεινε κάτι μάλλον ετερόδοξο, ειδικά μετά τα πρώτα χρόνια της κρίσης όταν για τη Χρυσή Αυγή ακούγονταν κυρίως οι ιστορίες με τις γριούλες στα ΑΤΜ».

Ακολούθησε η εμφάνισή του στην τηλεόραση, σε σύνδεση στην εκπομπή του Νίκου Ευαγγελάτου. Από την αρχή της κουβέντας είπε πως «φτάσαμε ως εδώ καταρχήν γιατί η Χρυσή Αυγή παρουσιαζόταν ως ένα κανονικό κόμμα το 2010 από μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα και δημοσιογράφους. Κι εσάς προσωπικά αν θυμάμαι καλά γιατί λείπω κι από τη χώρα», ο δημοσιογράφος τόνισε ότι η σχέση του με τη Χρυσή Αυγή ήταν τεταμένη. «Ναι, αλλά τους θυμάμαι καλεσμένους στις εκπομπές σας…», πληρωμένη απάντηση – ακαριαία αμηχανία, σε μια από πολλές απόψεις συμβολική (ίσως και ιστορική) τηλεοπτική στιγμή.

Ο Δημήτρης Κουσουρής στη δίκη της Χρυσής Αυγής, Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017 (ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας)

Η πολιτική εκμετάλλευση λοιπόν ξεχειλίζει, το βλέπουμε τις τελευταίες μέρες με τις μάχες χαρακωμάτων στα πρωτοσέλιδα και τα timelines. Η αυτοκριτική πάλι όχι. «Αν συνοδευτεί από τις αντίστοιχες ποινές, η ετυμηγορία της δίκης σηματοδοτεί μια ιστορική στιγμή για τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Άρα μέχρι να κωπάσει η χαρά και η ανακούφιση, ας μη γινόμαστε μικρόψυχοι, τέτοιες στιγμές ο καθένας μπορεί να ισχυρίζεται ο,τι θέλει για να πάρει μέρος στη γιορτή, ακόμα και οι alt-right που έχουν καταργήσει στην πράξη τη διάκριση των φασιστών με τα ξυρισμένα κεφαλια κι αυτών με τις γραβάτες του βουλευτή και του δημοσιογράφου. Αντί όμως να ξανασερβίρουν ξαναζεσταμένη θεωρία των δύο άκρων, όσοι φλέρταραν μαζί τους ή ξέπλεναν τους ναζί μαχαιροβγάλτες, όσοι ήταν μέλη ή συνοδοιπόροι της συμμορίας, όσοι χρηματοδότησαν τη δράση τους και όσοι κατέχοντας πολιτική εξουσία μπορούσαν να κάνουν κάτι για να σταματήσουν τη δράση και τη διείσδυσή τους στο κράτος και δεν το έκαναν, χρωστούν πια κάποιες εξηγήσεις, έτσι δεν είναι; Ένας διακηρυκτικός κρατικός αντιφασισμός χωρίς αυτήν την κουβέντα και τα συμπεράσματα που προκύπτουν, θα αποτελέσει απλά πρόσχημα για μια απόπειρα ευρύτερης ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής που άρχισε ήδη να σκάει μύτη».

Αν κάποιος δικαιούται να ζητάει τέτοιες εξηγήσεις, είναι ξεκάθαρα ο Δημήτρης Κουσουρής. Επιμένει όμως παράλληλα: «Από το να είναι trend οι φονιάδες και τα καθάρματα, καλύτερα να είναι όσοι βρίσκονται απέναντί τους».

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος