Categories: ΠΡΟΦΙΛ

Περιμένοντας το μέλλον με τον Φοίβο, εκεί πίσω στην Καλλιθέα

Έμενε στην Καλλιθέα κι αγαπούσε μια Κική. Έτσι μας συστήθηκε, έτσι τον έμαθα. Δεν τον είχα συναντήσει στις παρελάσεις αλλά τελικά το σχολείο ήταν όντως η αφορμή να τον ανακαλύψω. Η κ. Πανδή, η φιλόλογος μας, μπήκε στο τμήμα της Γ’ δέσμης που αποτελούταν από 22 κορίτσια κι ένα αγόρι, και μοίρασε φωτοτυπίες με τους στίχους της «τριτοδεσμίτισσας». Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι των μουσικών μου επιλογών, ευτυχώς δηλαδή, αλλά ο Φοίβος είναι εκεί, πάντα παρών, μεγαλώνει μαζί μου. Μαζί κοιτάμε τ’ αστέρια ή πότε πότε τα δεντράκια, μαζί βοσκούς μαζέψαμε, μάγους από μακριά χωρίς να προσποιούμαστε τίποτα πια, μαζί αλλάζαμε στη διαδρομή συνεχώς, μαζί περάσαμε μια ζωή σ’ ένα λεπτό κι ύστερα το χαρίσαμε κι αυτό.

Ανεβαίνω τις σκάλες του πατρικού του. Στην Καλλιθέα. Έχουμε καιρό να τα πούμε από κοντά, εγώ είμαι μαυρισμένη από τα μπάνια του καλοκαιριού, ο Φοίβος όχι. «Πήγα μόνο μια εβδομάδα Σέριφο, η Βάσω με την μικρή έμειναν κοντά ένα μήνα αλλά εγώ γύρισα για τον δίσκο. Πήγε πολύ καλά, έχουμε σχεδόν ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις». Μπαίνουμε πιο μέσα, το σπίτι χτίστηκε στη δεκαετία του ’30, είναι επιπλωμένο α λα 60s, δεν κατοικεί πια κανείς εδώ, οι γονείς του βρίσκονται στη Νέα Μάκρη, μόνο στο ισόγειο μένει η γιαγιά του που είναι 90 φεύγα.

Σε αυτό το σπίτι ηχογραφείται ο νέος δίσκος, και την ώρα που φτάνω, τα πνευστά βρίσκονται εκεί. «Θέλαμε να έχει ήχους σπιτιού» μου εξηγεί ο Φοίβος ενώ χαζεύω τα κάδρα στους τοίχους και όταν εντοπίζω τη φωτογραφία του που θα είναι πόσο ακριβώς δεν ξέρω, παιδάκι πάντως – με ξανθή φράντζα, ζιβάγκο, βλέμμα χαμηλωμένο, μια φυσιογνωμία μελαγχολική λες και έχει φορτωθεί όλες τις έγνοιες του κόσμου – χαμογελώ. Όλοι έχουμε μια φωτογραφία από τα παιδικά μας χρόνια που έχει αιχμαλωτίσει μια στιγμή που ήμασταν πιο ενήλικες από τους ενήλικες, με μια σοφία που δεν είχαμε συνείδησή της αλλά με έναν μυστηριώδη τρόπο γνωρίζαμε ότι για πέντε, τουλάχιστον, λεπτά θα απολαμβάναμε μια αίσθηση του κόσμου πολύ πιο επώδυνη από εκείνη των μεγάλων.

Ο Φοίβος πιτσιρίκι

Ο Φοίβος με συστήνει στους μουσικούς του, στον Χρήστο Λαϊνά που έχει αναλάβει την παραγωγή του δίσκου, και στον Λουκά που είναι εκεί για να τραβήξει φωτογραφίες αλλά και βίντεο καθώς ετοιμάζει ένα making of ταινιάκι του δίσκου (δεν ξέρω αν ο όρος rockumentary ταιριάζει στην ευγενική περίπτωση του Φοίβου). Είναι απόγευμα, κάνει ζέστη και θυμάμαι καλοκαιρινά απομεσήμερα που μαζευόμασταν με τους παιδικούς φίλους σε σπίτια και κάναμε ζαβολιές αλλά κάπως στα μουλωχτά για να μην ξυπνήσουμε τους μεγάλους. Αυτή την αίσθηση ενισχύει ο Φοίβος που με τραβάει στο σαλονάκι και μου λέει πως πρέπει να μιλάμε χαμηλόφωνα γιατί δίπλα γράφουν τα όργανα και θα τους το χαλάσουμε.

Μου αφηγείται κι ένα απίθανο περιστατικό. Δίπλα ακριβώς βρίσκεται ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Κάποια στιγμή οι μαθητές τραγουδούσαν ένα παιδικό τραγουδάκι στα αγγλικά, που γράφτηκε στην ηχογράφηση και λένε να το κρατήσουν. Του λέω ότι μου θυμίζει σκηνικό από ταινία τρόμου όπου υπάρχουν αυτά τα ανατριχιαστικά αθώα αλλά πιθανόν νεκρά παιδάκια, μπαίνει στο κόλπο, έχει βρει κιόλας τίτλο: «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το proficiency». Βάζουμε τα γέλια και μετά κάνουμε «σουτ, σουτ» ο ένας στον άλλο, γιατί δίπλα γράφουν τα πνευστά, αλλά ρε γαμώτο τα σουτ πάντα προκαλούν περισσότερα γέλια, αυτός είναι ο κανόνας.

Η ώρα περνάει, κάνει ζέστη, «Να κάνουμε καμιά δουλειά», λέει και με παρακαλάει να πάω δίπλα στο ψιλικατζίδικο να πάρω δύο λάμπες. Πάω, παίρνω τα κουτιά μαζί μου γιατί είμαι άσχετη με αυτά, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στο παράλληλο σύμπαν της Έβγα της γειτονιάς μας. Ο ψιλικατζής είναι σχετικά ηλικιωμένος, με κοιτάει καχύποπτα καθώς αφήνω τα κουτιά μπροστά του και του ζητάω δύο ίδιες λάμπες. Πάει λίγο πίσω, τις βρίσκει, τσεκάρει αν είναι οι σωστές και τότε μου λέει: «Ποιος σε έστειλε;» Δεν πιστεύω στα αυτιά μου, είχα να ακούσω αυτή την ερώτηση από 10 χρονών, από τότε που με έστελνε ο μπαμπάς μου για θελήματα. Φαντάζομαι ότι ο ψιλικατζής έχει εγκαταστήσει κοριούς, μην σου πω και κάμερες στο σπίτι του Φοίβου, η σουρεαλιστική στιγμή μοιάζει με αμήχανη αιωνιότητα μέχρι να αποκριθώ «μα κανείς, περαστική ήμουν», για να μουρμουρίσει με δυσπιστία ότι σιγά μην ήμουν περαστική. Πήρα στα γρήγορα τις λάμπες κι έφυγα. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επιστρέφοντας στο σπίτι του Φοίβου, του λέω τι συνέβη, κι εκείνος αρχίζει να μου μιλάει για την γειτονιά που μεγάλωσε, την Καλλιθέα, που όπως ξέρει όλος ο κόσμος πια, θα είναι άλλωστε και ο τίτλος του νέου δίσκου. «Είναι μια κλειστή γειτονιά, οι άνθρωποι κοιτούν πίσω από τα πατζούρια για να δουν τι συμβαίνει, όταν κάναμε γύρισμα με τον Λουκά στον δρόμο μας ρωτούσαν αυστηρά γιατί τραβάμε με την κάμερα. Δεν ήταν έτσι πάντα, παλιά ήταν μια μεσοαστική, ανοιχτή γειτονιά. Υπάρχει ένα τραγούδι στον δίσκο, είναι το αγαπημένο μου, που αποτυπώνω αυτήν την αίσθηση που μου δημιουργεί η επιστροφή μου στο πατρικό, στη γειτονιά που πέρασα τα περισσότερα χρόνια της μέχρι τώρα ζωής μου. Υπάρχει λοιπόν στο κομμάτι ο στίχος “πες μου αλήθεια αν αυτός ο μπακάλης απέναντι ήταν πάντα μισάνθρωπος”». Σκέφτομαι εάν αποτυπώνει αυτή η πρόταση πιο σωστά από οποιαδήποτε άλλη την σκέψη που μας κυριεύει όταν βλέπουμε το 6,99% της Χρυσής Αυγής στις τελευταίες εκλογές: «Πες μου αλήθεια αν αυτός ο γείτονας δίπλα μου ήταν πάντα φασίστας».

Αναπόφευκτα η κουβέντα κάνει μία σύντομη πολιτική στάση («Υποψιάζομαι ό,τι αυτοπροσδιορίζεται ως νέο, αλλά και ό,τι παλιό αυτοπροσδιορίζεται ως υπεύθυνο», μου λέει) για να οδηγηθούμε στον κινηματογράφο, που ο Φοίβος αγαπάει τόσο πολύ που μερικές φορές αναρωτιέμαι αν το αγαπάει περισσότερο κι από την μουσική. Μιλάμε για παλιές ταινίες, για τον Λουίς ντε Φινές, ο Φοίβος τον μιμείται πολύ πειστικά, σωστή γκριμάτσα, σωστή φωνή, γελάω, ξαναθυμάμαι ότι πρέπει να είμαστε ήσυχοι, και πάλι προσπαθώ να είμαι ήσυχη. Του θυμίζω την σκηνή από την «Ασύλληπτη απόδραση» που μπαίνουν από λάθος οι Γάλλοι με τους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές στην αίθουσα όπου Γερμανοί στρατιώτες γλεντούν χορεύοντας έναν γελοίο χορό με καρέκλες, μετά θυμόμαστε το αριστουργηματικό τέλος από την επίσης γαλλική αντιπολεμική ταινία «Ο αιχμάλωτος και η αγελάδα» με τον φοβερό Φερναντέλ και λέμε ότι πρέπει να τις ξαναδούμε αυτές τις ταινίες, να διαπιστώσουμε αν μπορούμε να τις χαρούμε με τον ίδιο τρόπο που τις χαρήκαμε όταν τις είδαμε για πρώτη φορά.

Ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τις λάμπες, ο Φοίβος μου λέει να ανάβω τον διακόπτη και μόλις φαίνεται ότι κάνει επαφή δηλαδή όταν από τη λάμπα βγαίνει φως, να τον σβήνω. Με την πρώτη έχουμε επιτυχία, με τη δεύτερη στην κουζίνα παιδευόμαστε. «Για άνοιξε, κλείσε, για άνοιξε πάλι», φωτίζει κι αμέσως σβήνει πάλι, κάτι δεν γίνεται σωστά, αγχώνομαι λίγο, είμαι και κάπως παρανοϊκή με αυτά, σκέφτομαι μη μου πάθει καμιά ηλεκτροπληξία ο Δεληβοριάς, μην πάει έτσι άδοξα ο πιο σπουδαίος τραγουδοποιός που έχουμε και μετά αρχίσει να με κυνηγάει η γυναίκα του και να με καταριούνται χωρίς έλεος οι θαυμάστριες. Τελικά, η λάμπα ανάβει.

Η ηχογράφηση των πνευστών ολοκληρώνεται. Μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου είναι ο Χρήστος, κάθομαι δίπλα στον Φοίβο, στην άλλη πλευρά του δωματίου είναι καλυμμένο το πιάνο στο οποίο γράφτηκε «Η Κική κάθε βράδυ», είναι το πιο αγαπημένο μου από τα τραγούδια του, θυμάμαι είχα λιώσει το CD -κι ας μη λιώνουν τα CD- κι έμπαινε η μάνα μου μέσα στο δωμάτιο και με ρωτούσε τι είναι αυτό που ακούω, που μιλάει για μπουρδέλα, Αλβανούς και ναύτες. «Υπάρχει νέα εκτέλεση της Κικής στον δίσκο, το δικαιούται ως Καλλιθεάτισσα, να ξεκινήσουμε την ακρόαση από αυτήν;», λέει ο Φοίβος. Ακούω, συγκινούμαι, ό,τι και να λέμε πάντα ένα τραγούδι που έχει ήδη γράψει μια διαδρομή μέσα μας μάς αγγίζει περισσότερο, δεν είναι τυχαίο που «προτιμάμε τα παλιά τους», συγκινούμαι πολύ, είναι ωραία η νέα εκτέλεση, ευτυχώς γιατί πάντα σε αγχώνει όταν κάποιος πάει να πειράξει κάτι που αγαπάς, ακόμη κι αν αυτός ο κάποιος είναι ο ίδιος ο δημιουργός. Ακούω και τα υπόλοιπα τραγούδια. Το «Ερημιά στην Καλλιθέα», που δηλώνει θριαμβευτικά το πέρασμα από την εφηβεία στην ωριμότητα, είναι ένα κομμάτι αισιόδοξο, δεν υπάρχει καμία αίσθηση μελαγχολίας για την παιδική ηλικία που χάθηκε, υπάρχει χαρά και όρεξη για το τι θα συμβεί παρακάτω, είναι βέβαια το μοναδικό τραγούδι του δίσκου που έχει τέτοια διάθεση, στα υπόλοιπα τα πράγματα είναι κάπως πιο σκοτεινά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ακούω με προσοχή το «Περίπτερο», ένα κλασικό 80s ζεϊμπέκικο που όμως είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένο με ήχους από video games της εποχής «Είχα τσιπς και γαριδάκια / Αναπτήρες και φιλτράκια / Μίκυ Μάους και Ποπάϋ / Τώρα ό,τι είχα, πάει» και κάνω ήδη την εικόνα του κοινού να τραγουδάει τους στίχους παρέα με τον Φοίβο. Ακούω το «Κουνελάκι» που είναι αφιερωμένο στην κόρη του, την Ιόλη, ένα αθώο βλέμμα που είναι ήδη καλύτερο μας: «Κι άμα βρεις τα χίλια χάρτινα κουτιά / Που’ χουν μέσα κοιμισμένους υπερήρωες και παπιά / Βρες αυτόν που πιο πολύ θα με θυμίζει στη φιγούρα / Σκίσ’το εξώφυλλο και κάν’ του μια μουτζούρα». Σειρά έχει ένα ορχηστρικό. «Σκέφτομαι να το ονομάσω “Κορίτσια από άλλα προάστια”. Καλό δεν είναι;», λέει ο Φοίβος. Ναι, καλό είναι σκέφτομαι και μετά ακούω ένα άλλο τραγούδι που το ερωτεύομαι και νιώθω λες και το έχω ακούσει ήδη άπειρες φορές, ότι έχει κάνει ήδη την πορεία του μέσα μου, αυτό λέγαμε πριν για τα κομμάτια που έχουμε αγαπήσει με τον χρόνο, αυτό ακριβώς παθαίνω. Το τραγούδι λέγεται «Θα σε ξαναδώ», ο Φοίβος το έγραψε για τον φίλο του δημοσιογράφο Νίκο Ράλλη που «χάθηκε» πέρυσι. «Ένας φίλος που το άκουσε και δεν του εξήγησα σε ποιον αναφέρεται μου είπε ότι είναι από τα καλύτερα μου ερωτικά τραγούδια».

Αν κάτι ίσως μου λείπει είναι ένα αμιγώς ερωτικό τραγούδι, από αυτά του Φοίβου που μιλούν για την ήττα του ερωτευμένου αγοριού που το κορίτσι δεν τον αγάπησε, αλλά αποφασίζω ότι για εμένα το ερωτικό τραγούδι του δίσκου είναι το «Θα σε ξαναδώ», που λέει: «Τα πάρκα τα κλειστά / Και τ’άδεια θερινά / Λεν έχεις φύγει / Έχεις φύγει / Και δεν θα’ ρθεις ξανά». Ο Φοίβος είναι ευχαριστημένος, ο Χρήστος είναι ευχαριστημένος, εγώ είμαι ευχαριστημένη. Ακούμε παρέα και κάποια σύντομα, λιτά μουσικά διαλείμματα που θα παρεμβάλλονται μεταξύ των τραγουδιών. Αναδίδουν μια κάπως κινηματογραφική, κάπως ονειρική ατμόσφαιρα αυτά τα ιντερμέδια. Φτιάχνω εικόνες στο μυαλό μου, έχει νυχτώσει πια, κοιτάζω τον Φοίβο, φτιάχνει εικόνες στο μυαλό του, είναι ολοφάνερο στο βλέμμα του. Σκηνοθετεί ο Φοίβος με τα τραγούδια του, σκηνοθετεί τον εαυτό του, σκηνοθετεί εμάς, σκηνοθετεί μια ταινία που ποτέ δεν θα γυριστεί, δεν χρειάζεται καν να γυριστεί, μια ταινία που περισσότερο τη βιώνουμε παρά τη βλέπουμε και την ακούμε. Ήρθε η ώρα να φύγω. Έχω ακούσει την Κική όπως δεν την είχα φανταστεί μέχρι τώρα, φάγαμε πατατάκια, ήπιαμε μπίρα και γελάσαμε, όλα αυτά σε ένα σπίτι στην Καλλιθέα.

Αγκαλιαζόμαστε. Έχει ωραία αγκαλιά ο Φοίβος κι εγώ έχω αδυναμία στους ανθρώπους που αγκαλιάζουν γενναιόδωρα και αν έχουν γράψει τον στίχο «κι εγώ πέφτω απ’ τα σπίτια κι ούτε μια γρατζουνιά», τους έχω λιιιιίγη παραπάνω. Καθώς κατεβαίνω την Αγίων Πάντων, νιώθω (ξέρω) ότι η ζωή μόνο έτσι είν’ ωραία.


Ο Μπάσταρδος Γιος, μια επική βραδιά στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, το Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου. Οι πόρτες ανοίγουν στις 19:30, ώρα έναρξης: 21:00
Τιμές εισιτηρίων: 11€ προπώληση, 13€ στην είσοδο. Ο νέος δίσκος του Φοίβου, θα κυκλοφορήσει σύντομα από την Inner Ear Records.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου