Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Άρης Χατζηστεφάνου: Αυτό που βιώνουμε το χαρακτηρίζω σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στη λογοκρισία

Πριν μερικές δεκαετίες, όταν οι παππούδες μας ήθελαν να τονίσουν την αλήθεια μιας είδησης, έλεγαν: «Το είπε η τηλεόραση». Στις μέρες μας, αν κάποιος ενημερωνόταν μόνο από την τηλεόραση και τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης, αρχικά θα πίστευε ότι ο Δημήτρης Λιγνάδης βάλλεται «για το τίποτα», θα μάθαινε ότι στη Νέα Σμύρνη 30 άτομα επιτέθηκαν σε αστυνομικούς και όχι για τον ξυλοδαρμό πολιτών από τα όργανα της τάξης. Θα παρακολουθούσε αλλοιωμένα βίντεο που δεν θα φανέρωναν τις ιαχές μίσους της ομάδας ΔΙΑΣ: «Πάμε να τους σκοτώσουμε, θα τους γα@@@με!», αλλά θα παρουσίαζαν με τη βοήθεια του μοντάζ και ψεύτικους υπότιτλους την ανησυχία των αστυνομικών για τον συνάδελφό τους που «θα τον σκοτώσουν».

Ειδήσεις όπως το τσιμπούσι στην Ικαρία ή το τροχαίο στη Βουλή αποκρύπτονται, μέχρι να πάρει θέση η κυβέρνηση. Παράλληλα, και στα social media δημοσιογραφικές φωνές λογοκρίνονται, αναρτήσεις διαγράφονται και λογαριασμοί μπλοκάρονται. Στα social media βρίσκονται συνεχώς στις πρώτες θέσεις των τάσεων τα hashtags #BoycottGreekMedia, #μμε_ξεφτιλες, #skai_xeftiles, #star_xeftiles και #ΑΡΔ. Ένας από τους δημοσιογράφους που λογοκρίθηκαν από το Facebook ήταν και ο Άρης Χατζηστεφάνου. Αφού απολύθηκε από τον ΣΚΑΪ την περίοδο των μνημονίων, ακολούθησε τον δρόμο της ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας, γεγονός που στην εποχή της έλλειψης ρεπορτάζ είναι από μόνο του κατόρθωμα.

Ποιοι ήταν οι λόγοι της απόλυσής σου από τον ΣΚΑΪ; Ήταν ένας συγκερασμός παραγόντων, θεωρώ σημαντικότερο το ότι δεν υπέγραψα την ατομική σύμβαση. Η επίσημη θέση του ΣΚΑΪ ήταν ότι οι λόγοι της απόλυσής μου ήταν οικονομικοί, αλλά αργότερα ο Μπάμπης Παπαδημητρίου σε συνέντευξή του στο Al Jazeera είπε ότι ήμουν «παρτιζάνος» και δεν μπορούσαμε να συνεργαστούμε, οπότε ουσιαστικά παραδέχτηκε πως ήταν μια πολιτική απόλυση.

Όσο καιρό ήσουν στον ΣΚΑΪ, σου ζητήθηκε να ακολουθήσεις μια συγκεκριμένη «γραμμή»; Όχι, από τότε που επέστρεψα στην Ελλάδα από δουλειές στο εξωτερικό, καθώς ήμουν στο BBC στο Λονδίνο και ανταποκριτής στην Κωνσταντινούπολη, όλες οι δουλειές μου είχαν κάποια αυτονομία, παρέδιδα ένα έτοιμο προϊόν. Δεν ήμουν σε μια αίθουσα σύνταξης, όπου εκεί γίνεται ένας πόλεμος με τους αρχισυντάκτες και τους διευθυντές, για να περάσει η «γραμμή». Υπάρχει, βέβαια, πάντα ένας τρόπος, χωρίς να σου πουν κάτι, να αισθανθείς ότι είσαι εκτός γραμμής.

Το να ακολουθήσεις έναν ανεξάρτητο δρόμο, με το infowar, ήταν επιλογή ή ανάγκη του να μη γίνεις γρανάζι σε ένα συγκεκριμένο σύστημα; Αυτό που έβλεπα ήταν ότι, ακόμα κι αν κάποια μέσα είχαν καλές προθέσεις, εγχειρήματα όπως ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ δεν θα τα στήριζαν. Για να μπορέσουμε στο «Φασισμός Α.Ε» να λέμε ένα προς ένα τα ονόματα των Ελλήνων εφοπλιστών που συνεργάστηκαν με τη Χούντα, ή των Ελλήνων επιχειρηματιών που στήριξαν τη Χρυσή Αυγή, ο μόνος τρόπος ήταν η αποκλειστική χρηματοδότηση από τον ίδιο τον κόσμο. Αν ακολουθήσεις τα παραδοσιακά μέσα, είναι σίγουρο ότι σε κάποιο κομμάτι θα προσπαθήσουν να σε σταματήσουν.

Επομένως ο μόνος τρόπος για μία τέτοιου είδους δημοσιογραφική παραγωγή είναι η χρηματοδότηση από κόσμο; Πάντα υπάρχουν τρόποι να ελιχθείς μέσα σε ένα οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο και να πεις ότι σήμερα θέλω να χτυπήσω τον τάδε και θα πάω στον αντίπαλό του, για να μου δώσει τα χρήματα. Αυτό κάνουν πολλοί δημοσιογράφοι, κάποιοι ενδεχομένως να το κάνουν και έντιμα. Όταν θέλεις να κάνεις μία κριτική στο σύνολο του συστήματος, δεν βρίσκεις αποκούμπι ούτε σε θεσμούς, ούτε σε εταιρείες. Το ερώτημα είναι αν μπορείς να επιβιώσεις κάνοντας μόνο αυτό και η απάντηση είναι όχι.

Γιατί πολλοί δημοσιογράφοι δέχονται αναντίρρητα να ακολουθούν τη «γραμμή»; Είναι τόσο δύσκολος ο δρόμος της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας ή είναι τόσο γλυκιά η ελπίδα μιας αργομισθίας ή μιας τοποθέτησης σε γραφείο Τύπου; Δεν θα μπορούσα να κάνω υποχωρήσεις για αργομισθίες, γιατί η δουλειά είναι πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, μάλλον μεγαλύτερο από ότι θα έπρεπε και έχει καταπιεί τα πάντα, φοβάμαι και την προσωπική μου ζωή, οπότε πρέπει να με ικανοποιεί σε πολλά επίπεδα. Βέβαια εγώ είμαι προνομιούχος, με την έννοια ότι δεν έχω να θρέψω μια οικογένεια και υπό αυτές τις συνθήκες εύκολα μπορεί κανείς να το παίζει αξιοπρεπής, ωραίος και μαχητικός δημοσιογράφος. Αυτή την ερώτηση θα έπρεπε να την κάνουμε στους συναδέλφους που είναι σε μια αίθουσα σύνταξης, πρέπει να βγάλουν 10 θέματα σε δύο ώρες, έχουν από πάνω έναν αρχισυντάκτη που τους απειλεί και πρέπει να σκεφτούν και την οικογένειά τους. Εκεί είναι το δύσκολο ερώτημα του πού μπαίνει το κατώφλι της αξιοπρέπειας σου και λες «Μέχρι εδώ».

Πώς κρίνεις τη στάση της Ένωσης Δημοσιογράφων (ΕΣΗΕΑ) απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα; Ενώ οι συνθήκες που εργαζόμαστε είναι από τις χειρότερες που έχουν υπάρξει, η Ε.Σ.Η.Ε.Α κάνει ακόμα λιγότερα από αυτά που έκανε πριν χρόνια. Αυτό που βιώνουμε το χαρακτηρίζω μια Σ.Δ.Ι.Τ. λογοκρισίας, δηλαδή σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στη λογοκρισία. Είχαμε την παραδοσιακή κρατική λογοκρισία, όπου έπαιρνε ο Σημίτης τηλέφωνο και «έκοβε» τη Μαλβίνα στον αέρα, μετά μπήκε ο ιδιωτικός τομέας, που παρενέβαινε για να εξασφαλίσει στο αφεντικό το ότι θα χτίσει μια γέφυρα, αν ήταν εργολάβος, ή το ότι δεν θα φορολογηθεί, αν ήταν εφοπλιστής, και τώρα έχουμε φτάσει σε μία ακόμα πιο απόλυτη μορφή ιδιωτικής λογοκρισίας που είδαμε στο Facebook.

Όλες οι διαγραφές σχολίων σχετικά με την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα ήταν αμιγώς πολιτικές. Όλα αυτά που ειπώθηκαν για αλγόριθμους, είναι προφανές ότι δεν ισχύουν, γιατί διαγράφηκαν μόνο τα αντικυβερνητικά σχόλια. Tο με ποιον τεχνικό μηχανισμό έγιναν όλα αυτά είναι μια μεγάλη συζήτηση, αλλά διαφαίνεται ξεκάθαρα ο πολιτικός χαρακτήρας. Η Ένωσή μας δεν κατήγγειλε το κόψιμο κειμένων δημοσιογράφων από το Facebook. Έβγαλε μόνο μια κοινή ανακοίνωση με όλες τις Ενώσεις για τη φωτογραφία του φωτορεπόρτερ από την πορεία που «έριξε» το Facebook και αυτό μόνο και μόνο επειδή υπήρξε πίεση από την Ένωση Ελλήνων Φωτορεπόρτερ.

Θεωρείς ότι η διαγραφή των συγκεκριμένων σχολίων είναι μόνο η αρχή; Η δήλωση του πρωθυπουργού στη Βουλή ότι «Τα social media κάνουν κακό στη δημοκρατία» μπορεί να ήταν προμήνυμα λογοκρισίας που θα επιβληθεί νομοθετικά; Αυτή τη στιγμή στο ελληνικό τοπίο των media, το μόνο κομμάτι του παζλ που δεν ελέγχεται κεντρικά από την κυβέρνηση είναι τα social media. Θεωρώ ότι η κυβέρνηση είναι πανικόβλητη, μόνο και μόνο από τα dislikes στον λογαριασμό του πρωθυπουργού στο Facebook, και αυτό φάνηκε από το ότι για μία σχεδόν εβδομάδα δεν υπήρξε νέα ανάρτηση. Ο έλεγχος θα γίνει σε πολλά επίπεδα: σε άμεσο πολιτικό επίπεδο με νομοθετική ρύθμιση, σε επίπεδο ιδιωτικής λογοκρισίας, όπως είδαμε να γίνεται στο Facebook, αλλά γίνεται ήδη και θεσμικά, γιατί όταν εγώ ανοίξω ένα blog, για να πω την άποψή μου, ενώ δίπλα λέει τη δική του το CNN, τεχνικά δεν ακουγόμαστε το ίδιο για πάρα πολλούς λόγους. Το ίδιο το σύστημα που εμπορευματοποιεί τον μηχανισμό της πληροφορίας κάνει μια λογοκρισία, την οποία δεν αντιλαμβανόμαστε.

Κατά την περίοδο των αμερικανικών εκλογών, το Facebook και το Twitter μπλόκαραν τον Donald Trump, γεγονός που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από μεγάλη μερίδα του κόσμου. Η συγκεκριμένη λογοκρισία γιατί να είναι λιγότερο κατακριτέα. Υπάρχουν φωνές που πρέπει να φιμώνονται; Ναι, υπάρχουν φωνές που πρέπει να φιμώνονται, το θέμα είναι ποιος τις φιμώνει. Όταν ο Trump έλεγε «Πιείτε χλωρίνη, για να μην κολλήσετε covid», κάποιοι το έκαναν και πέθαναν, μπορεί να μην τον μπλόκαραν γι’ αυτό, αλλά μπορώ να καταλάβω τη διαγραφή των λογαριασμών του, όπως θα καταλάβαινα και το μπλοκάρισμα σελίδων που ενισχύουν παιδόφιλους ή ναζιστές. Το ερώτημα είναι ποιος αποφασίζει να γίνει αυτή η φίμωση και φυσικά αν δεν υπάρχει προς αυτόν δημοκρατικός έλεγχος, τότε μιλάμε για δικτατορία. Δεν θα έπρεπε να μπορούν δύο ιδιωτικές εταιρείες, το Facebook και το Twitter, να φιμώσουν τον Πρόεδρο της Αμερικής, είναι ό,τι πιο επικίνδυνο έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια στο internet, άσχετα με το πόσο μισούμε τον Trump.

Έχει γίνει ποτέ κάποια προσπάθεια να ενωθούν κάποιες ανεξάρτητες φωνές, ώστε να δυναμώσουν και να ακούγονται πιο έντονα; Δεν έχει γίνει κάποια τέτοια προσπάθεια και αυτό είναι πρωτίστως δική μας ευθύνη, γιατί ο καθένας θέλει να έχει το μαγαζάκι του. Από την άλλη δεν είναι και απλό, γιατί το να στηθεί ένα τέτοιο μέσο απαιτεί τον κεντρικό πυρήνα μιας συντακτικής ομάδας που θα πληρώνεται και θα ζει μόνο από αυτό, πράγμα που είναι σχεδόν αδύνατο. Στο παρελθόν υπήρξαν δήθεν συνεργατικά μέσα που ξεκίνησαν ηρωικά και κατέληξαν να εκμεταλλεύονται τους εργαζομένους.

Οι δημοσιογράφοι, πόσο μάλλον τα Σωματεία μας, δεν θα έπρεπε να έχουμε αντιδράσει από τη στιγμή που υπάχθηκε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (Α.Π.Ε.) στο Μέγαρο Μαξίμου; Φυσικά. Τα παλιά λατινοαμερικανικού τύπου πραξικοπήματα ξεκινούσαν με κάποια στρατιωτικά οχήματα που σταματούσαν έξω από το Ραδιομέγαρο της εκάστοτε χώρας, μετά πήγαιναν στο Προεδρικό Μέγαρο να συλλάβουν τους πολιτικούς και στο τέλος στο Κοινοβούλιο. Το πρώτο μέλημα των πραξικοπηματιών ήταν να ελέγξουν ραδιόφωνο και τηλεόραση και αυτή ήταν και από τις πρώτες κινήσεις που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πήρε υπό την εποπτεία του την ΕΥΠ, την ΕΡΤ και το ΑΠΕ από τις πρώτες μέρες που ανέλαβε. Από εκεί και πέρα δεν συζητάμε για οποιουδήποτε είδους ανεξαρτησία.

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ότι το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων έβγαλε την είδηση ότι συγγενείς θυμάτων τρομοκρατίας καταδικάζουν την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, που είναι δικαίωμά τους και πολύ καλά κάνουν, αλλά ποιοι είναι αυτοί οι συγγενείς θυμάτων; Δεν υπήρχε ούτε μία υπογραφή και από τη στιγμή που το Α.Π.Ε. ελέγχεται από τον πρωθυπουργό, πώς μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν πολλοί, ένας ή κανένας συγγενής θύματος; Κι όμως, αυτή η είδηση έπαιξε παντού, χωρίς κανένας δημοσιογράφος να σχολιάσει ότι μας δίνετε την είδηση, αλλά χωρίς την πηγή.

Στα πρόσφατα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, όσοι ενημερώνονται από τα παραδοσιακά μέσα, έβλεπαν την είδηση «Επίθεση 30 ατόμων σε αστυνομικές δυνάμεις», ενώ Νο 1 στις τάσεις του twitter ήταν το βίντεο με την ξεκάθαρη επίθεση αστυνομικών σε πολίτη. Συζητάμε πλέον για διαφορετικές ταχύτητες στην ενημέρωση; Είναι για πολλούς λόγους προβληματική αυτού του είδους η ενημέρωση. Όσοι παρακολουθούν μόνο τηλεόραση, είδαν μονταρισμένα πλάνα και ανακοινώσεις ή διαρροές από τη ΓΑΔΑ και δεν είχαν ιδέα για όσα συζητιούνταν στο internet. Από την άλλη και στο internet δεν συζητούσαμε όλοι τα ίδια. Λόγω του echo chamber, είμαστε όλοι σε μια φούσκα και για εμπορικούς λόγους το Facebook και το Twitter μάς προβάλλουν τις απόψεις με τις οποίες ξέρουν ότι θα συμφωνήσουμε. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι προοδευτικοί να βλέπουν διαφορετικές ειδήσεις από τους φιλοκυβερνητικούς. Προφανώς είναι πολύ καλύτερα από το να μην υπήρχε το internet, και αυτές είναι οι μέρες που πρέπει να βγάλουμε το καπέλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στους πολίτες- δημοσιογράφους.

Μπορούν οι πολίτες-ρεπόρτερ να καλύψουν ένα κενό πρωτογενούς πληροφόρησης από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης; Δεν μπορούμε να έχουμε την αίσθηση ότι η κυβέρνηση θα καταλάβει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και εμείς θα κάνουμε αντάρτικο από τα social media. Σε κάποιους τομείς οι πολίτες μπορούν να καλύψουν το κενό των ΜΜΕ, αλλά στους περισσότερους, όχι. Για παράδειγμα, στο ρεπορτάζ δρόμου, όπου το κινητό είναι το ίδιο ο ρεπόρτερ, επειδή είναι περισσότεροι οι πολίτες, θα κάνουν σαφώς καλύτερη δουλειά, γιατί θα δώσουν πληροφορίες από παντού. Όταν όμως η έρευνα απαιτεί έρευνα σε αρχεία, ταξίδια στο εξωτερικό, επαφές -ακόμα και μυστικές- με πληροφοριοδότες, αυτά δεν μπορούν να τα κάνουν οι πολίτες.

Ένας άνθρωπος, όσες ικανότητες και να έχει, δεν μπορεί να κάνει ένα πλήρες ρεπορτάζ όπως οι μεγάλες δημοσιογραφικές έρευνες του παρελθόντος. Όταν ο New Yorker έλεγε στον Seymour Hersh, θα σε πληρώνω για έναν μήνα να κάνεις ένα θέμα, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μεγάλο κόστος και πέρα από το κόστος απαιτούνται δεξιότητες.

Υπάρχει όμως ερευνητική δημοσιογραφία, ειδικά στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό; Η σύλληψη του Julian Assange ήταν προάγγελος της ποινικοποίησης της ερευνητικής δημοσιογραφίας; Σίγουρα η σύλληψη Assange είναι ποινικοποίηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας και αυτό ήταν και το κυρίαρχο μήνυμα που ήθελαν να στείλουν οι Η.Π.Α σε όλο τον κόσμο. Να μην ξεχνάμε ότι τα Wikileaks στην Ελλάδα αποκάλυψαν τη σχέση με την αμερικανική πρεσβεία του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και του Γιώργου Μπαμπινιώτη, τις επαφές της Aegean και του Κοπελούζου, την εμπλοκή της τότε υπουργού Παιδείας, Άννας Διαμαντοπούλου, που συζητούσε για θέματα ιδιωτικοποίησης και πώς θα βοηθήσει το Deree. Δεν λέω ότι οι επαφές αυτές ήταν κολάσιμες, αλλά χωρίς τα Wikileaks δεν θα τις γνωρίζαμε. Στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι οι κακοί Αμερικανοί, πάρα πολλοί πολιτικοί και επιχειρηματίες στην Ελλάδα θεωρώ ότι είναι πανευτυχείς που αυτού του είδους η έρευνα ελέγχθηκε και να μην ξεχνάμε ότι αυτό έγινε με βασανισμό του δημοσιογράφου, γιατί ο Ο.Η.Ε μιλάει για ψυχολογικά βασανιστήρια του Assange. Επιπλέον, εκτός από την παράμετρο του πολιτικού ελέγχου του ρεπορτάζ, υπάρχει και ο παράγοντας του κόστους. Η δημοσιογραφική έρευνα είναι πολύ ακριβό προϊόν για να παραχθεί, ειδικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης.

Μεταδίδονται αμιγώς οι ειδήσεις, ή μπολιάζονται με τη δημοσιογραφική γνώμη; Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πρόσφατος δριμύς σχολιασμός από χρήστες των social media για τον τρόπο που o Στέλιος Κυμπουρόπουλος ψήφισε στο θέμα με τις αμβλώσεις. Ο τίτλος που έβγαλε όλος ο φιλοκυβερνητικός Τύπος ήταν «Επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στον Κυμπουρόπουλο», δηλαδή δεν δέχονται πλέον την ίδια την πληροφορία και όποιος ασκεί κριτική, τεκμαίρεται ότι είναι ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, θα έπρεπε να χαίρεται ο ΣΥΡΙΖΑ, που αποδίδουν όλη την κριτική σε ένα κόμμα εν υπνώσει, αλλά ούτε αυτό δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί.

Όταν βλέπεις το hashtag #ΑΡΔ (αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι) να φιγουράρει συχνά στην κορυφή των τάσεων του twitter, αισθάνεσαι άσχημα; Μας αξίζει, προφανώς δεν εξισώνω τους πάντες, και νομίζω πως ούτε εκείνοι που το γράφουν εξισώνουν τους πάντες, αλλά θα έπρεπε να έχουμε κάνει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια ώστε να διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από τους αλήτες και τους ρουφιάνους και να δηλώσουμε δημοσιογράφοι, αλλά δεν το έχουμε κάνει ούτε σε προσωπικό, ούτε σε επίπεδο Ενώσεων.

Υπάρχει και αυτή η «omerta» μεταξύ των δημοσιογράφων, που δεν πρέπει να θίγουμε τον συνάδελφο λόγω μιας δήθεν αντίληψης αλληλεγγύης. Λυπάμαι, αλλά είναι κομμάτι της δουλειάς μας. Αν θες να ελέγχεις την εξουσία, ο παρουσιαστής του δελτίου ειδήσεων είναι η απόλυτη εξουσία και πρέπει να ξεκινήσεις τον έλεγχο από εκείνον, αλλιώς έχεις χάσει το παιχνίδι.

Ποιο πιστεύεις ότι θα είναι το μέλλον της ελληνικής δημοσιογραφίας; Μαύρο φαίνεται, αλλά μέσα σε τέτοιες καταστάσεις μπορεί να δημιουργηθούν πράγματα από εκεί που δεν το περιμένεις. Η ανεξάρτητη ελληνική δημοσιογραφία του internet θεωρώ ότι δημιουργήθηκε μετά τον Δεκέμβρη του 2008, όταν ένα καθεστώς όπου ακούγαμε μόνο τα δελτία Τύπου της αστυνομίας, εκτίναξε ομάδες και δημιούργησε βάσεις. Προηγούμενες γενιές δημοσιογράφων έμπαιναν φυλακή, επειδή μετέδιδαν ειδήσεις. Τώρα έχουμε πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να βρούμε τα όρια του συστήματος ενημέρωσης και να τα σπάσουμε.

Ένα παράδειγμα που έδειξε τα όρια της ενημέρωσης είναι ότι φέτος που συμπληρώνονται 30 χρόνια από τη μέρα που μπήκαν στη φυλακή 7 εκδότες και δημοσιογράφοι, επειδή δημοσίευσαν την προκήρυξη της 17 Νοέμβρη, το Facebook κατέβασε ανάρτηση του Έκτορα Κουφοντίνα με το μήνυμα του πατέρα του για τον τερματισμό της απεργίας πείνας. Προφανώς δεν συμφωνούμε με την τρομοκρατία και το μήνυμα του Κουφοντίνα μπορεί να είναι κατάπτυστο, αλλά είμαστε δημοσιογράφοι και έχουμε το δικαίωμα να μεταδώσουμε την είδηση. Οφείλουμε να παλέψουμε για αυτό το δικαίωμα.

Ο Άρης Χατζηστεφάνου είναι ο ιθύνων νους του www.info-war.gr
Χριστιάννα Μπαξεβάνη

Share
Published by
Χριστιάννα Μπαξεβάνη