Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Αποστόλης Τότσικας δεν πιστεύει ότι πρέπει να παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά

Ο Τενεσί Ουίλιαμς έγραψε το 1947 το «Λεωφορείον ο Πόθος» για μια Αμερική που αλλάζει και για τους ανθρώπους της, που άλλοι προσπαθούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές και να τις αξιοποιήσουν για ένα καλύτερο αύριο, και άλλοι κρατούνται με νύχια και με δόντια στο μεγαλείο του παρελθόντος, ακόμα κι αν αυτό πια αποτελεί μια ψευδαίσθηση. Αυτές οι δύο Αμερικές αποτυπώνονται γλαφυρά στα πρόσωπα της Μπλανς Ντυμπουά και του Στάνλεϊ Κοβάλσκι, δύο εμβληματικών ηρώων του παγκοσμίου θεάτρου.

Το Λεωφορείον ο Πόθος, έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Ethel Barrymore στη Νέα Υόρκη, σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν, κερδίζοντας το βραβείο Πούλιτζερ. Το 1951 γνώρισε παγκόσμια επιτυχία με τη μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον ίδιο σκηνοθέτη και με πρωταγωνιστές την Βίβιαν Λη (Μπλανς) και τον Μάρλον Μπράντο (Στάνλεϊ). Έκτοτε έχει γνωρίσει αναρίθμητες αναβιώσεις στις σκηνές όλου του κόσμου.  Φέτος, το έργο που καθιέρωσε τον Τενεσί Ουίλιαμς ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα, ανεβαίνε για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν η Κωνσταντίνα Τάκαλου και ο Αποστόλης Τότσικας. 

Ο ταλαντούχος ηθοποιός που φέτος πρωταγωνιστεί ως Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο Πόθος», μίλησε στη Popaganda για τα ανδρικά στερεότυπα, τους μηχανισμούς άμυνας που αναπτύσσει και τη σημαντικότητα του χιούμορ.

Φέτος παίζεις σε μια παράσταση, η οποία έχει γράψει την δική της ιστορία στο παγκόσμιο θέατρο και υποδύεσαι έναν ρόλο που έχει συνδεθεί άρρηκτα με τον Μάρλον Μπράντο. Σε άγχωσε καθόλου αυτό;  Όχι. Δεν μπήκα σε κάποια διαδικασία σύγκρισης. Προφανώς και είναι σπουδαία η ερμηνεία του Μπράντο, αλλά ο κάθε ηθοποιός έχει τα δικά του μέσα και τη δική του απόδοση των πραγμάτων. Εμείς παίζουμε το έργο το 2021 και έχουμε μια παραπάνω ευθύνη να αποδώσουμε την εποχή η οποία, όταν πρωτογράφτηκε το έργο, μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα. Για εμάς είναι πολύ μεγαλύτερο το ψάξιμο και η έρευνα. 

Όσο προετοιμαζόσουν για τον ρόλο, υπήρξε κάτι που να σε δυσκόλεψε λίγο παραπάνω;  Είναι ένας ρόλος πάρα πολύ ιδιαίτερος και ειδικός. Θεωρώ ότι η επικαιρότητα αυτού του ρόλου έχει να κάνει με αυτά που ζούμε αυτόν τον καιρό. Είναι ένας άνθρωπος που θεωρεί ότι του ανήκουν όλα, είναι Αμερικανός πολίτης, έχει πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει πάρα πολλά τραύματα από τον πόλεμο, είναι ένα αγρίμι, θεωρεί ότι είναι ο βασιλιάς της περιοχής του και είναι αυτός ο άνδρας που έχει κρατήσει αυτό το στερεότυπο του άνδρα, που είναι και λίγο βίαιος. Και μου αρέσει ιδιαίτερα που τονίζεται αυτό μέσα από το έργο, γιατί ουσιαστικά δείχνουμε πώς αυτή η κατάσταση της βίας συντηρείται μέχρι και τις μέρες μας. Βλέπουμε αυτό το αρσενικό που ακόμα δεν έχει αλλάξει. Από κει και πέρα όλα τα άλλα είναι θέμα ψαξίματος του ρόλου.

Όπως είπες κι εσύ ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι είναι ένας βίαιο άνδρας, που μεγάλο μέρος της βίας του έχει ως αποδέκτη την Στέλλα. Δεδομένου και των όσων έχουμε ακούσει τον τελευταίο χρόνο για την έμφυλη βία, πώς προσπάθησες να προσεγγίσεις αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι του ρόλου;  Δεν πήγα να λειάνω καμία γωνία, ακριβώς για να τονιστεί αυτό το λάθος πρότυπο. Έπρεπε όμως να τον αγαπήσω τον Στάνλεϊ, άσχετα που εγώ είμαι εκ διαμέτρου αντιθέτως σε όσα κάνει. Από κει και πέρα έχει να κάνει με το πώς θα τον αποδώσεις.

Ο Στάνλεϊ και η Στέλλα μοιάζουν ερωτευμένοι με έναν δικό τους, όχι πάντα υγιή τρόπο. Τελικά οι έρωτες του θεάτρου, μοιάζουν με τους έρωτες που συναντάμε στους δρόμους της πόλης;  Βέβαια. Μα όλα αυτά είναι γραμμένα από προσωπικές εμπειρίες των συγγραφέων και ειδικά οι Αμερικανοί δεν αποδίδουν κάτι λιγότερο από την πραγματικότητα. Απλά η Στέλλα και ο Στάνλεϊ ισοπέδωσαν, έκαναν ένα με το χώμα την καταγωγή τους και δεν τους ορίζει πια. Όταν όμως μπαίνει στην εξίσωση η Μπλανς, βγαίνουν πάλι στην επιφάνεια θέματα, τα οποία τα είχαν λύσει.

Βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να αναπτύσσουν διάφορους μηχανισμούς άμυνας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους δαίμονές τους. Εσύ έχεις δικούς σου μηχανισμούς άμυνας;  Το χιούμορ είναι η καλύτερη άμυνα, κάτι που έμαθα από την οικογένεια μου και είναι κάτι το οποίο θα με συνοδεύει πάντα. Ποτέ δεν πρέπει να παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά. Πρέπει να ζούμε την κάθε στιγμή και να προσπαθούμε ακόμα και από τη χειρότερη κατάσταση να βλέπουμε τα θετικά. Δεν είναι εύκολο και θέλει συνεχή προσπάθεια, αλλά αυτή είναι η ζωή. Πρέπει να προσπαθούμε, δε γίνεται να τα παρατήσουμε, ειδικά σε αυτή την κοινωνία που ζούμε. 

Τι συναισθήματα πιστεύεις ότι δημιουργεί η Μπλανς στον Στάνλεϊ; Είναι πόθος;  Είναι σίγουρα πόθος, αλλά πέραν του δίπολου αρσενικό-θηλυκό, που είναι το πρωτογενές ένστικτο, είναι πολιτικό το θέμα. Είναι θέμα καταγωγής και δεν πρόκειται να βρεθούν ποτέ στην μέση αυτοί οι δύο. Βασικά ο Στάνλεϊ φοβάται πολύ ότι θα του πάρει τη Στέλλα, με την οποία τα έχει βρει, είναι καλά. Έχουν μια δυνατή, πολύ έντονη σχέση, αλλά είναι καλά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είναι ένα έργο που διαδραματίζεται την δεκαετία του 1940, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορείς να εντοπίσεις κοινά με την Αθήνα του 2021; Όχι ακριβώς. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να βρω κάτι κοινό ως προς την εποχή που ειπώνονται τα πράγματα, αλλά η ουσία των σχέσεων δεν έχει αλλάξει καθόλου. Αλλά κι εμείς σήμερα παλεύουμε με τους δαίμονες μας, μετά από μια κρίση και εν μέσω πανδημίας.

Η επιστροφή στα θέατρα πώς είναι, μετά από όλο αυτόν τον καιρό που ήταν κλειστά; Πάρα πολύ ομαλή. Ο κόσμος έχει ανάγκη να ψυχαγωγηθεί, να βγει και να ξεσκάσει. Το θέατρο δεν είναι επικίνδυνο. Οι θεατές κάθονται στην θέση τους, φορούν τις μάσκες τους, δεν μετακινούνται. Υπάρχει ασφάλεια.

Για σένα το θέατρο και η τέχνη είναι ένας τρόπος διαφυγής;  Σίγουρα. Η τέχνη πάντα είναι μια πολύ δυνατή αλλαγή της καθημερινότητας σου. Από κει και πέρα είναι ένα επάγγελμα και ο κάθε καλλιτέχνης είναι επαγγελματίας. Δεν πρέπει να επηρεάζεται πάρα πολύ από την τέχνη του, αλλά να προσπαθεί να βρίσκει πράγματα που τον κάνουν καλύτερο και να κάνει καλύτερο και τον θεατή μέσα από τη δουλειά του. 

Μετά το τέλος κάθε παράστασης, σου είναι εύκολο να γίνεσαι και πάλι ο Αποστόλης;  Βέβαια. Αλίμονο αν δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τους ρόλους μας. Θεωρώ ότι είναι ένας μύθος αυτός. Δεν πιστεύω ότι είναι και πολύ σωστό το να μην μπορείς να βγεις από έναν ρόλο γιατί είναι η δουλειά σου.

Τώρα πρωταγωνιστείς σε μια μεγάλη θεατρική παραγωγή, αλλά παίζεις και στην τηλεόραση, που σημαίνει ότι είναι πολλές οι ώρες. Πώς το ισορροπείς όλο αυτό με την προσωπική σου ζωή;  Δεν είναι και ότι πιο εύκολο να κάνεις μια καθημερινή σειρά και μετά να κάνεις τον Κοβάλσκι, αλλά πάντα παλεύεις. Επίσης, μην ξεχνάμε ότι είμαστε στην Ελλάδα και πρέπει να κάνεις αρκετά πράγματα για να επιβιώσεις, που εγώ δεν το βρίσκω απαραίτητα κακό. Ίσα-ίσα είναι ένα πράγμα το οποίο σε τρίβει και σε κάνει καλύτερο. Από κει και πέρα αν με ρωτάς, ναι θα ήθελα να είναι πιο χαμηλοί οι ρυθμοί για να μπορώ να έχω μεγαλύτερη άνεση και να μπορώ να αφοσιωθώ παραπάνω στο θέατρο. 

Ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι του Αποστόλη Τότσικα είναι ίδιος κάθε βράδυ;  Δεν έχει να κάνει μόνο με εμένα. Δεν είμαστε μονάδες σε αυτή την τέχνη που υπηρετούμε. Επηρεαζόμαστε από τους συναδέλφους και πάντα υπάρχει κάτι το διαφορετικό σε κάθε παράσταση, έτσι κι αλλιώς. Είναι θέμα επικοινωνίας. Εγώ είμαι υπέρ της ομάδας, οπότε δεν θα μπορούσα ποτέ να πω ότι μόνο εγώ είμαι αυτός που επηρεάζεται. Επηρεαζόμαστε όλοι και κάθε φορά βρίσκεις καινούρια μονοπάτια. Σε αυτή την τέχνη η έρευνα δεν τελειώνει ποτέ.

Βρίσκεσαι από μικρός μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας. Σε επηρέασε ποτέ αυτό;  Όχι, γιατί είμαι γιος ηθοποιού και είχα δει πολλά πράγματα να συμβαίνουν και είχα μυηθεί στο θέατρο από πολύ μικρός. Το να είσαι αναγνωρίσιμος και να σε αγαπάει ο κόσμος είναι πάντα ευπρόσδεκτο. Αυτό σου δίνει και την δυνατότητα να μπορείς να έχεις επιλογές στη δουλειά σου, να εξελίσσεσαι και να είσαι συνέχεια σε τριβή με το αντικείμενό σου.

Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι