Μου λέτε ότι επιζητάτε την υπονόμευση του πολιτικού συστήματος. Δεν σας φτάνει η τέχνη σας για αυτή την υπονόμευση; Όχι. Η τέχνη δεν είναι αυτό που αλλάζει τις κοινωνίες. Η τέχνη σχολιάζει και καμιά φορά προβλέπει, έχει την ενόραση και φαντάζεται καταστάσεις, ουτοπίες ή δυστοπίες, προειδοποιεί. Αυτό είναι σημαντικό. Και πολιτικό. Αλλά δεν αλλάζει την κοινωνία. Εγώ μπήκα μεγάλος, 29 χρονών έκανα την πρώτη μου επαγγελματική δουλειά σαν ηθοποιός, αλλά δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να θεωρεί ότι η τέχνη θα αλλάξει τον κόσμο. Τις νοοτροπίες και την κουλτούρα, ναι. Όχι μόνο η τέχνη, αλλά και αυτό που λέμε trends, μόδες. Οι κοινωνίες όμως δεν αλλάζουν έτσι, χρειάζεται ένα κομμάτι της να δείξει ένα βαθμό ηρωισμού και αυτοθυσίας, πιστεύω.
Eγώ βλέποντάς σας στον «Άδικο Κόσμο», σκέφτηκα πως με το να βάλετε στην άκρη την πολιτική, γυρίσατε καλύτερος ηθοποιός. Το αισθανθήκατε αυτό; Εκεί ήταν η συνάντηση με τον Τσίτο (σ.σ.: τον σκηνοθέτη). Γιατί εγώ πήγα να κάνω αυτό που έκανα ολ’ αυτά τα χρόνια και ο Τσίτος μου έδωσε τη δυνατότητα να πατήσω ένα φρένο και να το ξανασκεφτώ και να το κάνω με έναν άλλο τρόπο. Ήθελε να παίξω το ρόλο με αυτόν τον απόλυτα αφαιρετικό τρόπο. Η υπόλοιπη πιάτσα με πίεζε να παίζω με άλλο τρόπο.
Δηλαδή; Καρικατούρα; Ναι. Εγώ ξεκίνησα ως αφαιρετικός. Δεν θα τα θυμάστε αυτά, αλλά όταν παίχτηκε η «Αστροφεγγιά» στην ελληνική τηλεόραση το ’79, οι ηθοποιοί έπαιζαν λες και ήταν στην Επίδαυρο. Φώναζαν, περπατούσαν καμαρωτά κλπ. Τότε εμείς, χωρίς να είμαστε παρέα, δοκιμάσαμε να παίξουμε με αυτό που είχαμε μάθει να μας αρέσει, όπως έπαιζαν οι ηθοποιοί στις ξένες ταινίες. Αυτό τότε κατηγορήθηκε ως υποτονικό, αφαιρετικό, αποστασιοποιημένο κλπ, αλλά την ίδια στιγμή άλλαξε τον τρόπο που έπαιζαν οι ηθοποιοί στην τηλεόραση. Και πολύ γρήγορα, μέσα σε ένα-δύο χρόνια. Όταν πολλά χρόνια μετά μου ζητήθηκε να κάνω μια κωμωδία, τον Ακάλυπτο, μου φάνηκε ότι ήταν ένας τύπος σαν αυτούς που κάνει ο Benini. Tρομερά εκδηλωτικός, καραγκιοζάκος, διασκεδαστικός. Έπαιξα λοιπόν το ρόλο με έναν τελείως εξωστρεφή τρόπο. Αλλά η επιτυχία είναι καταραμένο πράμα: Μετά η αγορά μου ζητούσε να επαναλάβω αυτό το πράγμα. Επί χρόνια είχα προτάσεις να παίξω τον ξάδερφο του Ακάλυπτου, τον θείο του, την αδερφή του.
Όταν είσαι 63 χρονών και φτάνεις τα τελευταία δύο χρόνια, επτά-οκτώ φορές να είναι όλη η οικογένεια με ένα 500άρικο, καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις και πολλά περιθώρια να λες όχι σε όλα. Παρ’ όλα αυτά, αυτή τη διετία έκανα κάποια πράγματα που μου άρεσαν πολύ. Εντάξει, μες την κρίση, καλά τη βγάλαμε. Δεν αναγκάστηκα να πάω στο Δελφινάριο.
Με τον Τσίτο υπάρχουν σχέδια για τρίτη ταινία; Σχέδια υπάρχουν. Λεφτά δεν υπάρχουν.
Τι σχεδιάζετε; Μια κωμωδία. Δεν θα αλλάξουμε, αλλά μπορούμε να κάνουμε μια άλλη εκδοχή του ίδιου πράγματος, πιο σαρκαστική.
Ο ίδιος έχετε σκηνοθετήσει τρεις φορές. Γιατί το εγκαταλείψατε το σπορ; Έβρισκα λεφτά μόνο για να κάνω κωμωδίες. Ήθελα να κάνω και κάτι άλλο και κανένας δεν έδειχνε να μ’ εμπιστεύεται γι’ αυτό. Η άλλη διαδικασία είναι να μπεις σε όλο αυτό το λούκι της χρηματοδότησης και bitching στο bitching για δύο χρόνια, το οποίο δεν είναι καθόλου του χαρακτήρα μου.
Νέο ελληνικό σινεμά βλέπετε; Τα τελευταία έξι-επτά χρόνια υπήρξε ένας μέσος όρος πολύ καλών ταινιών και κάνα-δυο ταινίες που είναι κλασικά καλές. Η «Στρέλλα», ο «Άδικος κόσμος», η «Χώρα προέλευσης». Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον τον Ντένη Ηλιάδη, που πήγε στην Αμερική με τον τσαμπουκά του και το ταλέντο του και κάνει ριμέικ παλιών ταινιών. Επίσης, χωρίς να είμαι φανατικός του σινεμά του Λάνθιμου, μου αρέσει που όλο αυτό έχει δημιουργήσει ένα κύμα, ας πούμε, στο εξωτερικό. Αλλά η «Στρέλλα» του Κούτρα είναι για τη γενιά μας τόσο κλασική όσο η «Ευδοκία». Ή όσο η «Στέλλα».
Φέτος; Φέτος ενώ ήταν μια χρονιά χωρίς τρομερές εξάρσεις, υπήρχε η «Μικρά Αγγλία» του Βούλγαρη, πολύ επαγγελματική και σωστή ταινία, που ενώ δεν είμαι φαν αυτού του σινεμά, νομίζω ήταν μια πολύ καλή δουλειά, από έναν βετεράνο σκηνοθέτη. Το «Να κάθεσαι και να κοιτάς» του Σερβετά είχε ένα ύφος σκηνοθετικό και τσαμπουκά, το «Wild duck» του Σακαρίδη επίσης.
Την ίδια στιγμή εσείς πρωταγωνιστείτε στη «Μοντέρνα Οικογένεια» του Mega, μια σειρά αρκετά mainstream σε σύγκριση με άλλες πρόσφατες δουλειές σας. Όχι, έχω κάνει πολλά mainstream. Ίσως λιγότερα από τα μη mainstream αν κάτσεις και τα μετρήσεις, αλλά πολύ πιο γνωστά.
Το σκεφτήκατε πριν πείτε ναι; Καταρχάς μ’ αρέσει πολύ ο Κόκλας. Ήθελα να δουλέψω μαζί του. Γενικά, το επίπεδο των παιδιών και του σκηνοθέτη είναι πολύ ψηλό. Αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν η οικονομική κρίση και η έλλειψη χρημάτων.
Δεν υπάρχει λόγος να το κρύβει κανείς αυτό, ε; Αστειεύεστε; Όταν είσαι 63 χρονών και φτάνεις τα τελευταία δύο χρόνια, επτά-οκτώ φορές να είναι όλη η οικογένεια με ένα 500άρικο, καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις και πολλά περιθώρια να λες όχι σε όλα. Παρ’ όλα αυτά, αυτή τη διετία έκανα κάποια πράγματα που μου άρεσαν πολύ. Όπως μια σκηνοθεσία στο θέατρο για τον Στάνκογλου και τον Αλεξανδρή, τις «Καρέκλες του Ιονέσκο» με τη Λαζαρίδου, την «Ελένη» ή το «Κάτω απ’ τη σκάλα» με τον Άγγελο Αντωνόπουλο. Αυτό το τελευταίο δεν πήγε πολύ καλά, αλλά ήθελα να το κάνω, γιατί είχα άχτι να παίξω έναν gay ρόλο. Ολ’ αυτά τα χρόνια δεν με εμπιστεύονταν, με έβαζαν να κάνω τους καρα-straight. Εντάξει, μες την κρίση, καλά τη βγάλαμε. Δεν αναγκάστηκα να πάω στο Δελφινάριο.
Η επιτυχία είναι καταραμένο πράμα. Μετά τον Ακάλυπτο η αγορά μου ζητούσε να επαναλάβω αυτό το πράγμα. Επί χρόνια είχα προτάσεις να παίξω τον ξάδερφο του Ακάλυπτου, τον θείο του, την αδερφή του.
Πώς περνάτε τη μέρα σας όταν δεν δουλεύετε; Με άγχος. Δεν έχω εξασφαλίσει το να μπορώ να κάθομαι χωρίς να δουλεύω. Και είναι λίγο κατάρα το να μη δουλεύω. Προτιμώ να δουλεύω. Ε, όταν δεν δουλεύω, αράζω. Στο σπίτι μου.
«Στη ζωή μας ταιριάζουμε με δυο-τρεις ανθρώπους όλους κι όλους» λέγατε πρόσφατα. Εσείς με ποιους ταιριάξατε; Με τη γυναίκα μου, με τον Τσίτο στα καλλιτεχνικά -γιατί προσωπικά δεν κάνουμε και πολύ παρέα. Ναι, είναι λίγοι άνθρωποι. Αλλά με κάποιος ενώ χάνεσαι, σε συνδέει κάτι βαθύτερο. Με τη Λαζαρίδου ας πούμε είχαμε να δουλέψουμε 25 χρόνια και με το που βρεθήκαμε στην πρόβα, ήταν σα να δουλεύαμε χρόνια μαζί. Αυτό υπάρχει.
Σας έχω ακούσει επίσης να λέτε ότι ξέρατε όλους τους στίχους από το «Hurricane» του Dylan απ’ έξω και το παίζατε με κιθάρα και φυσαρμόνικα. Ακούτε ακόμα ροκ; Nαι, βέβαια. Ακούω πολλή μουσική. Κυρίως ροκ, αλλά έξω απ’ το mainstream. Έχω μια μεγάλη αγάπη στον Tom Waits, που είναι και γενιά μου, γιατί ο Dylan πιτσιρικάς ήταν ροκαμπιλάς. Ο Τom Waits είναι πιο κοντά μου. Δηλαδή όταν οι Led Zeppelin έβγαιναν στη σκηνή με τα κρόσσια, φαντάζομαι ότι και αυτός θα ήταν ένας 20χρονος που τους χάζευε, όπως κι εγώ.
Θα προτιμούσατε να σας θυμούνται ως ηθοποιό ή ως έναν άνθρωπο που βοήθησε να αλλάξουν δυο πράγματα στην Αθήνα; Δεν θέλω να με θυμούνται ως τίποτα! Δεν με ενδιαφέρει αυτό, πραγματικά. Και ως προς το θέμα της κηδείας, νομίζω ότι το πιο σοφό θα ήταν να με κόψουν κομμάτια, να με βάλουν σε σακούλες σκουπιδιών και να με ξεφορτωθούν. Η υστεροφημία δεν έχει κανένα νόημα. Εκτός αν είσαι ο Δαρβίνος, ο Αϊνστάιν ή η Ποκαχόντας.
Page: 1 2