Ένας απαιτητικός ρόλος σε μια παράσταση από αυτές που έχουν κερδίσει ήδη το στοίχημα της επαφής τους με το κοινό, ο «διάδοχος» Έντγκαρ στον Βασιλιά Ληρ του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, είναι η αφορμή για μια συνάντηση με φόντο ένα ντάλα φωτεινό και θερμό μεσημέρι, από αυτά που δεν λένε να μας εγκαταλείψουν όση βαρυχειμωνιά και αν μας έχουν υποσχεθεί πως έρχεται. Ο Αντώνης Γιαννακός μένει στον Βοτανικό εδώ και μια δεκαετία. Δώσαμε ραντεβού δίπλα, στο Γκάζι. Περπατήσαμε, του μίλησα για τα ένδοξα 00s της πόλης στην περιοχή, χρόνια που δεν τα πρόλαβε, κι αυτός μου επεσήμανε τι υπάρχει και τι όχι από τότε. Και κάποια στιγμή βρήκαμε ένα καφέ και καθίσαμε.
Ο Αντώνης φέτος είναι σε ομάδα που σκίζει, εις διπλούν, σε θέατρο και τηλεόραση (στη μικρή οθόνη είναι ο Αλέξης, ο σύντροφος του Φίλιππου που υποδύεται ο Μάριος Αθανασίου, στη σειρά του Ant1 «Ο πρώτος από εμάς»). Είναι ένας ωραίος τύπος που ακούει ραπ και όχι τραπ, γελάει και πολύ και αυθόρμητα, και του αρέσει να παρατηρεί τους ανθρώπους – «μ’ αρέσει να προσέχω τους ανθρώπους στον δρόμο και να τους “κλέβω”. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να κάνω μια αργή βόλτα και να παρατηρώ ανθρώπους τους οποίους κάποια στιγμή χρησιμοποιώ στους ρόλους. Δεν υπάρχει περίπτωση το φαντασιακό σου να φτιάξει κάτι καλύτερο και πιο δημιουργικό από την ίδια τη ζωή και την καθημερινότητα. Μια μέρα καθόμουν σε ένα παγκάκι έξω από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και μου έπιασε κουβέντα κάποιος -δεν έχω καλύτερο- και άρχισε να μου λέει πως κάτω από τον Πειραιά έχουν πετρέλαια, διαμάντια και ορυκτά, γι’ αυτό και κάθε μέρα έρχονται εξωγήινοι γιατί εμείς τους δίνουμε αυτά, όπως και νερό, αφού ούτε νερό δεν έχουν, και αυτοί μας δίνουν τεχνολογία αφού εμείς ως σκράπες δεν έχουμε τίποτα. Όλο πλεγμένο τέλεια».
Αν ψαχουλέψεις το βιογραφικό του, ή απλά τον ρωτήσεις, θα βρεις κι άλλες ωραίες λεπτομέρειες. Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά γρήγορα μετακόμισε οικογενειακώς στη Λέρο, στην οποία και μεγάλωσε. «Ήταν ξεχωριστά εκεί, οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς μας στην εφηβεία μου, τους συναντούσαμε στις καφετέριες, καθόντουσαν δίπλα μας, υπήρχαν πολλοί που τους ξέραμε με το όνομά τους, μας λέγανε τις ιστορίες τους. Οι ψυχικές ασθένειες στην κοινωνία του νησιού είχαν ένα είδος κανονικότητας, και από τα βασικότερα plus που κέρδισα μεγαλώνοντας εκεί, είναι πως ποτέ δεν κοίταξα διαφορετικά τους ανθρώπους με ψυχική ασθένεια – γι’ αυτό κι όταν ήρθα στην Αθήνα και έβλεπα τον κόσμο να μην το ντιλάρει στον μικρόκοσμό του, μου φαινόταν αλλόκοτο, εγώ ήμουν εξοικειωμένος». Θα βρει από νωρίς διέξοδο στην καλλιτεχνική δημιουργία: «Στο νησί, πιτσιρίκια, δεν είχαμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, τώρα έχουν ευτυχώς ή δυστυχώς. Τότε στο γυμνάσιο και το λύκειο ήμασταν μια παρέα δέκα, δεκαπέντε άτομα, συνέχεια μαζί, ίσως για αυτό και έπρεπε να ήμαστε φουλ δημιουργικοί, οπότε βρίσκαμε πράγματα να κάνουμε όπως αστεία βιντεάκια και σκετς». Μεγαλώνοντας ήθελε να γίνει γυμναστής. «Τελικά όμως πέρασα στο Μηχανολογικό Κοζάνης, αλλά δεν πήγα. Ήταν και η στιγμή που η μάνα μου, μου έδωσε μια από τις καλύτερες συμβουλές που μου έχει δώσει ποτέ: “πήγαινε στρατό και μετά κάνε ότι θέλεις, απλά να φύγει αυτό”. Και πήγε. Αρχικά Θήβα, μετά για λίγο Κω και μετά για πολύ στο νησί του. «Μπήκα στη θεατρική ομάδα της Λέρου όταν ήμουν στον στρατό, γιατί μ’ άρεσε αλλά και για να παίρνω άδειες, και ανακάλυψα έτσι ένα επάγγελμα που μοιάζει με ένα “παιχνίδι” που χαίρομαι κάθε στιγμή».
Τον ρωτάω αν τότε, μέσα σε αυτό το «παιχνίδι», είχε σκεφτεί πως θα περιλαμβανόταν και μια κάποια εξωστρέφεια που θα έπρεπε να δείχνει. ‘Η μια γνώση σε αρκετά θέματα, όπως δείχνουν να διαθέτουν οι περισσότεροι των συναδέλφων του. «Έχουμε εμείς οι καλλιτέχνες πολύ ξερολίκι», μου λέει, «και έχουμε και “πλατφόρμα” για να ακουγόμαστε. Το πηγαίνουμε συχνά σε επίπεδο ταξιτζή – ας με συγχωρέσουν οι ταξιτζήδες για το κλισέ. Κάθε μέρα ξυπνάμε και έχουμε κάτι να πούμε, και αν έχεις και 100.000 φόλουερς το λες και είναι όλοι “ναι, ναι, έχει δίκιο”. Δηλαδή, τόσα χρόνια έχουν παλέψει οι ψυχολόγοι και οι επικοινωνιολόγοι και το ψάχνουν για να έρθεις εσύ ένα πρωινό να πεις ότι το βρήκες;». Τον ρωτάω αν είναι ενεργός στα σόσιαλ: «Κάτι τρολ ανεβάζω κυρίως», λέει, «και μου τη λένε, δηλαδή μου “προτείνουν”, ως ηθοποιός που βιοπορίζομαι από αυτό, να ανεβάζω “σοβαρές” φωτογραφίες – κι αυτό το ακούω από ανθρώπους του χώρου αλλά και από κάτι ξέμπαρκους. Α, ναι, μου λένε και κουρέψου». Όταν βγάζει το σκουφί, κάπου εκεί στη μέση της κουβέντας, το μαλλί ξεχύνεται όπως να ναι, όπου να ναι. Λίγο ακόμη και θα αυτονομηθεί του λέω. Γελάμε. «Όλοι νομίζουν ότι ασχολούμαι με αυτό το ατίθασο μαλλί, αλλά όχι. Κάπως έκατσε φέτος και με κάποιο τρόπο νομίζω ότι εξυπηρετεί και το ρόλο στη παράσταση».
Ο Βασιλιάς Ληρ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβανού, με την έξοχη Μπέττυ Αρβανίτη στον ομώνυμο ρόλο («Κάθε μέρα ο πρώτος άνθρωπος που έρχεται στο θέατρο. Υπέροχη»), παρουσιάζεται σε μια «πρωτότυπη διασκευή που πυκνώνει το έργο και συναιρεί πρόσωπα και καταστάσεις». Αναρωτιέμαι αν συγκαταλέγεται στα πιο δικά του σαιξπηρικά έργα. «Είναι πολύ αγαπημένο μου», μου λέει. «Κι αν δεν είναι το πιο αγαπημένο μου του Σαίξπηρ, είναι σίγουρα στα τρία πιο αγαπημένα. Είναι το τελευταίο έργο του που ασχολήθηκε με τόσο μεγάλα υπαρξιακά πράγματα. Μετά έκανε ένα τουίστ σε περισσότερους έρωτες, παρεξηγήσεις, περισσότερη απρόβλεπτη καθημερινότητα, μπορεί και η ωρίμανσή του να ήταν αυτή. Ο Βασιλιάς Ληρ ασχολείται με όλα τα μεγάλα, βαθιά υπαρξιακά θέματα, με τον άνθρωπο σε όλες του τις πλευρές, καλές και κακές. Και κάπως με αυτό το έργο τους αθωώνει όλους. Κανείς δεν φταίει, λέει ένας στίχος. Δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρχει κακός άνθρωπος, υπάρχουν κακές πράξεις και το από που έρχεται ο καθένας».
Ο Έντγκαρ, ο ρόλος που ερμηνεύει, είναι η εκπροσώπηση του καλού; «Σε πολύ χοντρές γραμμές, ίσως θα μπορούσαμε να το πούμε, αλλά ξέρεις τι συμβαίνει, δεν γνωρίζουμε την εξέλιξη των χαρακτήρων, και στην περίπτωση του μόνο καθοδική πορεία βλέπω. Πολλές φορές λέει πιάσαμε πάτο και δεν έχει παρακάτω, αλλά έχει κι άλλο. Στην πραγματικότητα, αυτός νομίζει πως θα λυτρωθεί μέσω της εκδίκησης, μέσω της δολοφονίας του αδερφού του, αλλά γίνεται χειρότερα. Τίποτα δεν τον λυτρώνει και η ζωή που θα ζήσει από κει και πέρα δεν νομίζω πως θα έχει πια ισορροπία».
Στη διαδικασία της επαφής με αυτόν τον θεατρικό χαρακτήρα, τι έχει ανακαλύψει για τον εαυτό του: «Σαν άνθρωπος που μεγάλωσε χωρίς πατρική φιγούρα, καθώς έχασα τον πατέρα μου πολύ νωρίς και δεν τον γνώρισα στην πραγματικότητα -έχω βεβαίως δύο μεγαλύτερα αδέρφια και τον γαμπρό μου που έκαναν replay στον ρόλο- το να χρησιμοποιώ τη λέξη πατέρας, και μάλιστα αρκετές φορές, είναι κάτι δυνατό. Δεν έχω καμία αναφορά και μόνο η λέξη και η διαδικασία του να αποκαλώ κάποιον έτσι με κάνει να νιώθω ένα τσίμπημα στο νευρικό μου σύστημα. Με ταρακούνησε πως πολλοί άνθρωποι ήρθαν και μου είπαν πόσο η σχέση μου με τον Γκλώστερ (Νέστορας Κοψιδάς) τους θυμίζει στιγμές από τον πατέρα τους και από τη σχέση τους μαζί του. Για μένα αυτό είναι απίστευτα συγκινητικό».
Οι καλές συνεργασίες, ειδικά στο θέατρο, όλοι υποστηρίζουν πως είναι απαραίτητες. Πόσο εύκολα όμως εξασφαλίζονται; «Βάζεις όρια ώστε να μην υπάρχουν παρεμβατικά θέματα. Μπορεί κάποιος να σε βρίσει, να σε πει μαλάκα και εσύ να του πεις με πολύ ωραίο τρόπο “ξέρετε, το μαλάκας δεν λειτουργεί για μένα” και τότε αυτός να σου απαντήσει “α καλά δεν το πιστεύω τώρα”, γιατί απλά δεν πήρε χαμπάρι τι έκανε και πώς το δέχτηκες. Και υπάρχει βεβαίως και μια άλλη περίπτωση. Να έρχεται ο άλλος, να σου λέει καλησπέρα, να τα λέτε στη σκηνή και μετά καληνύχτα. Αυτό δεν με ενοχλεί. Τι να κάνουμε, δεν χρειάζεται να γίνουμε όλοι φίλοι».
Στην άλλη πλευρά του παραπετάσματος, ο τηλεοπτικός του Αλέξης δίνει στο σήριαλ του Ant1 «Ο πρώτος από εμάς» την ευκαιρία για μια κανονικότητα που δεν βλέπουμε και τόσο εύκολα στην ελληνική τηλεόραση. Μαζί με τον Μάριο Αθανασίου είναι το gay ζευγάρι σε μια παρέα φίλων που ο καθένας προσπαθεί να βρει τη (νέα) θέση του στον κόσμο και κυρίως στον μικρόκοσμό τους, μετά την εμφάνιση του καρκίνου σε ένα από τα μέλη της. «Για μένα δεν είναι ένας gay χαρακτήρας, είναι απλά ένας άνθρωπος», μου λέει. «Υπάρχει μια διαφορετική οπτική εδώ στο πώς γράφτηκε, δεν βγάλαμε έναν ιδεατό χαρακτήρα που είναι καλός και απλά τυγχάνει με αυτή την σεξουαλικότητα και όλα περιφέρονται γύρω από αυτό, έχει διάφορα κομμάτια μέσα του, όπως όλοι οι άνθρωποι, υπάρχει και το κακό, και το τοξικό και το εκδικητικό. Είναι gay, μιλάει για τα τραύματά του, δεν τα έχει όμως σημαία του, δεν τα βάζει με την κοινωνία που δεν τον αγαπά -ο χαρακτήρας του Αθανασίου θεωρώ περνάει πιο δύσκολα, το να είσαι μετά τα 40 με μια στρωμένη θεωρητικά ζωή και να παίρνεις μια τέτοια απόφαση σε σχέση με τη σεξουαλικότητά σου… Η κοινωνία μας είναι ακόμη πιο σκληρή με αυτούς τους ανθρώπους».
Ίσως γιατί είναι ένα ακόμη «διαφορετικό» κουτάκι. «Έχουμε μια ανάγκη να φτιάχνουμε ομάδες, ποιος είσαι, τι κάνεις, τι σου αρέσει στο κρεβάτι σου», λέει. «Παλιά αυτό δεν υπήρχε, έστω σε αυτή την ένταση. Πες μου τι είσαι, σε ρωτάνε όλοι πλέον πριν καν σου μιλήσουν. Και δεν μιλάω μόνο για τη σεξουαλική ταυτότητα. Από που είσαι, ποια είναι η παρέα σου, αυτόν τον πας, τον άλλον δεν τον πας, σαν να μην μπορούμε να συνδιαλλαγούμε αν δεν τα έχουμε λύσει πρώτα όλα αυτά τα κουτιά. Πες μου το πακέτο σου γρήγορα, για να ξέρω αν μπορώ να συνδιαλλαγώ μαζί σου. Όλα τα μεγάλα θεατρικά έργα δεν δίνουν δίκιο πουθενά, παρουσιάζουν δυνατές θέσεις από κακούς και καλούς ανθρώπους, ώστε να σε βάλουν σε μια διαδικασία να σκεφτείς και να ψάξεις και ίσως και να αναθεωρήσεις τις απόψεις σου, ξανά και ξανά. Τώρα;».
Μάλλον μια επιβεβαίωση σε αυτά που εσύ πιστεύεις, του λέω. «Συμφωνώ», απαντά. «Και έχουν ισχυροποιηθεί οι πόλοι πια. Τι; Χρησιμοποίησες λέξη με την οποία δεν συμφωνώ; Δεν σε ακούω πια. Είναι πολύ περίεργο. Δεν μπορώ να μιλήσω γενικά, αλλά στην τέχνη και την ψυχαγωγία έχουν γίνει πολύ βαρετά τα πράγματα, με το τι φτιάχνεται πλέον για να καταναλωθεί καλλιτεχνικά». Και ο πολιτικαλ-κορεκτισμός; Το κάνσελ σε λέξεις, φράσεις, σε έργα μεγάλα; «Λες και τα έργα γράφουν για ιδανικούς ανθρώπους», λέει. «Λες και οι ιστορίες που λέγονται είναι για ιδανικούς ανθρώπους. Λες και είναι φτιαγμένοι όλοι σε εργαστήριο και ένας καλός άνθρωπος με καλές πράξεις δεν μπορεί να πει μια μαλακία. ‘Η ένας κακός άνθρωπος με κακές πράξεις δεν μπορεί να πει κάτι σωστό. Λες και είμαστε όλοι κουτιά και μας “αγοράζεις” έτσι κατευθείαν. Ήταν κάποια στιγμή ένας κοινωνιολόγος, δεν θυμάμαι ποιος, που είπε, πως το τελευταίο οχυρό της ελευθερίας του λόγου είναι η κωμωδία. Πρόσφατα άκουσα κάποιους δικούς μας κωμικούς να λένε ότι το πολίτικαλ κορέκτ δεν μας αφαιρεί κάτι και είμαστε κουλ με αυτό. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος».
Τι σχόλια ακούς για τον ρόλο σου στη σειρά; «Το αγαπημένο μου feedback είναι από ανθρώπους που αγαπώ πολύ. Όταν μου είπαν πως είναι μια σωστή παρουσίαση της ζωής τους, το χάρηκα πάρα πολύ». Μόνο καλά ακούς δηλαδή; «E, είναι κι οι άλλοι που σου λένε “μου άρεσε πολύ η σειρά αλλά με το που φιλήθηκαν οι δύο άντρες, μου τελείωσε”. Δηλαδή, φίλε μου, είναι όλα τέλεια στη ζωή και αυτό που σε χάλασε είναι πως ένα βράδυ είδες στην τηλεόραση δύο άντρες να φιλιούνται; Σοβαρά τώρα; Αν είναι τόσο εύθραυστος ο εγωισμός, η καθημερινότητά σου, η προσωπικότητά σου, άστο καλύτερα». Τουλάχιστον δεν έπεσε πρόστιμο για κάνα φιλί. Ακόμη δηλαδή. «Να έρθει δηλαδή ένας φορέας να σου πει ποιοι μπορούν και ποιοι δεν μπορούν να φιληθούν. Κάνουμε επίθεση σε πράγματα που έχουν παρέλθει. Θυμάμαι, το 2010, έβγαιναν gay σε εκπομπές και τους βρίζανε, υπήρχαν κάποιοι που είχαν θέμα με την παρουσία τους, κι είναι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα μιλάνε για συμπερίληψη. Και δεν έχω πρόβλημα με αυτό, οι άνθρωποι αλλάζουν -και ευτυχώς- αλλά βγες ρε φίλε μου και πες πως ξέρεις κάτι, εγώ υπήρξα έτσι και ήταν λάθος. Και αυτό είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις, και αυτό είναι ότι καλύτερο μπορείς να κάνεις».
Αφήνω για το τέλος μια ερώτηση «καθημερινότητας». Τι τον έκανε χαρούμενο αυτή τη μέρα; «Πλήρωσα την εφορία, πλήρωσα και ΔΕΗ και ενοίκιο, δεν έμεινε κάτι, αλλά ήταν τέλεια, ένιωσα πολύ ενήλικας».