Στην εποχή του κατακερματισμού της γνώσης και του θριάμβου της πληροφορίας ερχόμαστε πολλές φορές αντιμέτωποι με την είδηση ότι άλλος ένας από εκείνους τους ανθρώπους όπου θα μπορούσαμε ν΄απευθυνθούμε όταν τα πράγματα αρχίζουν και σφίγγουν έχει εκλείψει. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Άγγελου Δεληβορριά που πέθανε σε ηλικία 81 ετών, τη Τρίτη 24 Απριλίου του 2018. Την μέρα δηλαδή που είχε οριστεί για την τελετή της υποδοχής του στην Ακαδημία Αθηνών. Τώρα, η ομιλία που θα εκφωνούσε, και που είχε σαν κεντρικό θέμα τον πολιτισμό και το μέλλον του, αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία.
Γεννήθηκε το 1937. Σπούδασε αρχαιολογία-ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ στη Γερμανία. Το 1965 διορίστηκε, έπειτα από διαγωνισμό, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, από την οποία παραιτήθηκε το 1969. Από το 1969 έως το 1972 συνέχισε τις σπουδές αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τίμπινγκεν με υποτροφία, το 1972 έλαβε το δίπλωμα του διδάκτορος με βαθμό Magna cum laude και το διάστημα 1972-1973 έκανε μεταδιδακτορικές σπουδές στο Παρίσι και τη Σορβόνη.
Ως μέλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας υπηρέτησε στην Κεντρική Υπηρεσία, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Αττικής, στην Πάτρα και τη Σπάρτη. Το 1973 έγινε διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, από το οποίο αποχώρησε το 2014. Την ίδια χρονιά δήλωνε στην Καθημερινή πως έφυγε γιατί δεν άντεχε άλλο. «Δεν είμαι καθόλου αχάριστος και ξέρω πόσο μεγάλη τύχη ήταν να κατέχω αυτήν τη θέση τόσα χρόνια. Αλλά το πόστο μου συνεπάγεται και μια σειρά υποχρεώσεων, στις οποίες ένιωθα ότι δεν μπορούσα πλέον να αντεπεξέλθω. Με ρώτησε κανείς αν ήταν το όνειρό μου να κάνω τόσα χρόνια fundraising, να νταλαβερίζομαι με τους πολιτικούς ή με τους εκπροσώπους του νέου χρήματος; Ολα αυτά δε, τηρώντας απαρέγκλιτα την αρχή μου να έχει το μουσείο ίσες αποστάσεις από όλες τις κομματικές παρατάξεις και τους πολιτικούς χώρους. Στόχος μου ήταν να μη μαρκαριστεί ποτέ το Μπενάκη κατά την περίοδο που εγώ είχα την ευθύνη του, ως ίδρυμα που έχει σχέση με τη Ν.Δ. ή με το ΠΑΣΟΚ κ.ο.κ. Και πιστεύω ότι τα κατάφερα»
Το 1992 εξελέγη καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1998 έως το 2003 διετέλεσε διευθυντής προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στο ίδιο Τμήμα. Το 2005 αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο ως ομότιμος.
Όπως είχε πει παλαιότερα σε συνεντεύξεις του στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, δάσκαλοι και επιρροές του ήταν «ο Μαρίνος Καλλιγάς, ο Λίνος Πολίτης, ο Κακριδής, ο Κριαράς, ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις. Μια από τις δασκάλες μου, γνωστή για την ανθρωπογεωγραφία της, ήταν η Σέμνη Καρούζου. Είχα προλάβει μάλιστα να γνωρίσω τον Κώστα Βάρναλη και τον Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, όταν ο Χρήστος και η Σέμνη Καρούζου μού άνοιξαν τον δρόμο που οδηγούσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, στον Γιάννη Κακριδή και τον Λίνο Πολίτη, τον Μανόλη Κριαρά και τον Γιώργο Μπακαλάκη. Αυτός ήταν ο κόσμος μου.»
Ενδεχομένως να είναι ο μακροβιότερος διευθυντής μουσείου στον κόσμο. Αν όχι, τα σαράντα ένα χρόνια που διατέλεσε διευθυντής του και τα υπόλοιπα που ήταν κοντά στο μουσείο οδήγησαν την Ειρήνη Γερουλάνου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου, και μέλος της οικογένειας Μπενάκη να μου πει πως το όνομα του Δεληβορριά είναι συνώνυμο της «περηφάνιας που αισθάνομαι όταν λέω ότι ανήκω στο Μουσείο Μπενάκη». Στην αποχαιρετιστήρια ανακοίνωσή του το Μουσείο υπογραμμίζει ότι η «ευρύτητα του πνεύματος, η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, η ακατάπαυστη εργατικότητα και η αστείρευτη δημιουργικότητα αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν, είτε προσωπικά είτε μέσα από το τόσο σημαντικό έργο του. Η απώλεια είναι δυσβάστακτη.»
Άνθρωπος που τον γνώριζε καλά αλλά θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του μας μιλά για έναν στοχευμένο οραματιστή, για έναν οδοστρωτήρα που δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δοσμένος στο έργο του, προσηνής και οξύθυμος ταυτόχρονα, ένας άνθρωπος της πιάτσας. Είχε τη σπάνια δυνατότητα να πείθει για τις προθέσεις του με αποτέλεσμα να καταφέρει να συγκεντρώσει για το Μουσείο Μπενάκη πολλούς θησαυρούς του νεοελληνικού πολιτισμού.
Αν και οι νεότερες γενιές όταν ακούνε Μουσείο Μπενάκη, σκέφτονται το κτίριο της οδού Πειραιώς το μεγάλο του έργο είναι η αναμόρφωση του κτιρίου της Οδού Κουμπάρη όπου υπάρχουν οι μόνιμες συλλογές, το μουσείο Χατζηκυριάκου Γκίκα για το οποίο έλεγε ότι δεν μπορεί να διαλέξει ένα συγκεκριμένο έκθεμα αφού «εδώ μέσα είναι τα ιερά και τα όσια μας». Άν σκεφτούμε και το Ισλαμικό Μουσείο και την εγκατάσταση του ιστορικού αρχείου στην οικία της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά είναι ολοφάνερο ότι ο Άγγελος Δεληβορριάς εκμοντέρνισε τον τρόπο που βλέπουμε τα μουσεία.
Λίγες ώρες μετά την είδηση του θανάτου του απευθυνθήκαμε στον συνάδελφό του αρχαιολόγο και διευθυντή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης Νίκο Σταμπολίδη που μας τόνισε ότι «ανεξάρτητα, αν ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, αν ήταν διευθυντής επί σαράντα ένα χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη, ακαδημαϊκός, για μας που τον ξέραμε πολύ καλά και ήταν φίλος μας, ο Άγγελος Δεληβορριάς δεν πεθαίνει, ο Άγγελος Δεληβορριάς είναι ο ανοιχτός ορίζοντας και όπως ο ανοιχτός ορίζοντας δεν πεθαίνει, έτσι δεν πεθαίνει και ένας Δεληβορριάς. Γιατί όσο εμείς και οι επόμενες γενιές τον συγκρατούμε στη μνήμη μας, κάθε τι που θυμόμαστε δεν πεθαίνει ποτέ. Ήταν ο άνθρωπος, όχι μόνο ο θεωρητικός, όχι μόνο ο πρακτικός, ο άνθρωπος των συνδυασμών, ο άνθρωπος της αισθητικής, ο άνθρωπος του μέτρου. Με φίλους και ανθρώπους που οι περισσότεροι από αυτούς έχουν φύγει τώρα όπως ο Ανδρόνικος, ο Δεσπίνης, ο Στέλιος Τριάντης, μια ομάδα πνευματικών ανθρώπων που δεν είναι εύκολο να ξαναϋπάρξει. Ο Άγγελος Δεληβορριάς είναι ο άνθρωπος της θεωρίας και της πράξης που δεν πεθαίνει, όπως δεν πεθαίνει και ο ανοιχτός ορίζοντας, το κοσμοόραμα του με το οποίο έζησε και λειτούργησε όλο αυτό το διάστημα, τουλάχιστον της εδώ ζωής του.»
«O Άγγελος Δεληβορριάς δεν πεθαίνει, ο Άγγελος Δεληβορριάς είναι ο ανοιχτός ορίζοντας και όπως ο ανοιχτός ορίζοντας δεν πεθαίνει, έτσι δεν πεθαίνει και ένας Δεληβορριάς»- Νίκος Σταμπολίδης
Για το τέλος του κειμένου η εικαστικός και φίλη του Ευφροσύνη Δοξιάδη μας έστειλε τα παρακάτω λόγια «Ακούγοντας σήμερα για τον θάνατο του Άγγελου Δεληβορριά, ένιωσα σα να έσβησε το φως στο τόπο μας. Ο χαρισματικός, αγαπημένος φίλος έλαμπε σαν ήλιος μέσα στην καρδιά μας. Λόγια του Ελύτη και του Λόρκα άστραψαν μπροστά στα μάτια μου μέσα στο σκοτάδι που άφησε πίσω το φευγιό του: «Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλη, μπροστά του γιά να παραβγεί. Ούτε σπαθί σαν το σπαθί του ούτε καρδιά νάν’ τόσο αληθινή.» Και μετά απανωτά το άσμα ηρωικό και πένθιμο:
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή/ Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!”
Με την αγγελία του θανάτου του ένιωσα πως ξαφνικά φτώχυνε η Ελλάδα, έγινε τριτοκοσμική σε μια στιγμή. Ο Αρχάγγελος πέταξε μακριά πιά απο τη Νεώτερη Ελλάδα, αυτήν που τόσο ομόρφηνε με τη ζωή του. Δεν ήτανε ένας κοινός άνθρωπος. Ήτανε ένας ιδιαίτερος, χαριτωμένος, γλυκός, χαρισματικός, όμορφος, λαμπερός φίλος. Ήτανε Αστέρι με τη χάρη του κινηματογραφικού σταρ. Αυτό που λένε στα αγγλικά: Μεγαλύτερος απο τις διαστάσεις της ζωής. Ήτανε μοναδικός. Θα λείψει από όλους μας πολύ. Είτε το ξέρουμε είτε όχι.
Δεν είχεν άρχοντα η Σεβίλλια
Μπροστά του για να παραβγεί
Ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
Ούτε καρδιά να’ν’ τόσο αληθινή
Σαν ποταμός από λιοντάρια
Η ξακουσμένη του αντρειοσύνη
Και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
Η στοχασιά του η μετρημένη
Φως χρυσαφένιο είχε μιας Ρώμης
Ανδαλουσιάνικης στο μάτι
Και το χαμόγελό του νάρδος
Από σπιρτάδα κι απ’ αλάτι
Τι ταυρομάχος στην αρένα!
Τι βράχος πάνω στα βουνά!
Τι απαλός με τ’άγρια στάχυα!
Τι δυνατός με τα σπιρούνια!
Τι τρυφερός με την δροσιά!
Τι λαμπερός στα πανηγύρια!
Τι τρομερός με τις στερνές
Του σκοταδιού τις μπαντερίλιες!