Ο Andrew Weatherall έφυγε από την ζωή, εντελώς ξαφνικά, την περασμένη Δευτέρα τρεις εβδομάδες πριν κλείσει τα 57. Ήταν ένα σοκ για όλους εκείνους που παρακολουθούσαν από την αρχή (ή «επιβιβάστηκαν» σε κάποια στάση της) την πορεία του ως DJ, μουσικού παραγωγού, remixer, ιδρυτή label, φανζινά, μέλους συγκροτημάτων – με όλες αυτές τις ιδιότητες να μπλέκοντας μόνιμα κι από ένα σημείο και μετά και να συμπυκνώνονται στο στάτους του μέντορα. Όπως ανέδειξαν άλλωστε πάρα πολλοί αυτές τις μέρες, αυτή ήταν και η σημασία του Weatherall. Από τότε που «χωρίς να ξέρει τι κάνει» έχτισε την γέφυρα μεταξύ rock και dance επεμβαίνοντας στο Screamadelica των Primal Scream μέχρι σήμερα, λίγα 24ωρα μετα τον θάνατό του, ενσαρκώνει την πεποίθηση ότι «ένας άλλος εκλεκτισμός είναι εφικτός». Όχι μόνο-όχι τόσο ως ένας underground μύθος (μην ξεχναμε πόσο mainstream συγκροτήματα αναζήτησαν το μαγικό άγγιγμά του, μόνο στους U2 το αρνήθηκε σθεναρά), αλλά περισσότερο ως πρεσβευτής ο,τιδήποτε είναι στην ουσία του leftfield και παρεκκλίνει της πεπατημένης διαδρομής (μην ξεχνάμε που οδηγήθηκαν αυτά τα γκρουπ με την παρεμβασή του).
Εδώ και μια εβδομάδα τα πάσης φύσεως tributes σε παραδοσιακά και σόσιαλ μίντια είναι απόλυτα κατατοπιστικά, αλλά και πολύ συγκινητικά. Ειδικά, όσα έγιναν από ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του στο στούντιο ή μοιράστηκαν μαζί του τα decks. Άπειρες λίστες έχουν αναρτηθεί με τα εμβληματικά remixes του, τα πιο περιπετειώδη dj sets του, τις πιο καθοριστικές αποφάσεις που πήρε στη καρέκλα του παραγωγού – μπορείτε να τις βρείτε παντού.
Εκτός από όλα αυτά, πάντα απολαυστικές ήταν και οι συνεντεύξεις του Guv’nor. Έχοντας υπάρξει για λίγο freelancer μουσικογραφιάς κι όντας ο θρυλικός “The Outsider” που έγραφε το editorial στο ακόμα πιο θρυλικό φανζίν Boy’s Own (1986-92) ήταν αρκετά επιδέξιος μιντιακά. Μέσα από διάφορα αποσπάσματα, λοιπόν, επιχειρούμε να σας παρουσιάσουμε τη φιλοσοφία του με δικά του λόγια (έχει ενδιαφέρον και ο αριθμός στις παρενθέσεις, η χρονική στιγμή δηλαδή που είπε καθε τι). Μπορείτε να τα θεωρήσετε κάτι σαν Δέκα Εντολές του Κυβερνήτη Andrew Weatherall, την παρακαταθήκη που μας άφησε για να «σηκώνουμε τα χέρια ψηλά αν καταλάβαμε ή να σηκώνουμε τα στάνταρ μας, αν όχι»…
«Είχα την ευκαιρία μου στις αρχές των 90s να κυνηγήσω την καριέρα ενός σούπερ σταρ DJ αλλά θα με κρατούσε μακριά από αυτό που μου αρέσει, να φτιάχνω δηλαδή πράγματα. Ήμουν χαμηλά αλλά μπορούσα να διακρίνω την κορυφή και η θέα έμοιαζε πολύ ωραία. Μόνο που είναι αρκετά γλιστερά εκεί, υπάρχουν πολλά σκαμπανεβάσματα από τα οποία θα έπρεπε να προφυλαχθώ. Κι έτσι αποφάσισα να το αφήσω.
Βλέπεις, για μένα, ήταν πάντοτε δουλειά που ξεκίνησε ως χόμπι κι ακόμα μοιάζει με τέτοιο. Δεν ήταν ποτέ καριέρα. Πολλοί λένε ότι έμεινα μεν πιστός στα ιδανικά μου, αλλά θα μπορούσα να είχα γίνει πιο διάσημος ή να είχα βγάλει περισσότερα λεφτά. Μόνο που τότε όντως θα έκανα καριέρα. Και δεν ήθελα ποτέ να καταλήξω να μη μου αρέσει η μουσική…» (vice.com, 2013/ (Independent, 2016)
«Δεν είμαι για τα μεγάλα πράγματα. Δεν μπορώ τα επαγγελματικά μίτινγκ. Με τρομάζουν οι άνθρωποι των επιχειρήσεων. Βρίσκονται σε άλλο μήκος κύματος από σένα και, στο τέλος, η δική σου μουσική είναι που υποφέρει. Δεν το λέω για να κράξω τον Oaky (σ.σ. τον Paul Oakenfold, επίσης πιονέρο της σκηνής του acid house στα late 80s που ακολούθησε μια πολύ πιο εμπορική καριέρα), αλλά προσωπικά, προτιμώ το deep minimal house, το βρώμικο electro, την dub και το hip-hop έναντι της trance σε κάθε περίπτωση. Αν, λοιπόν, αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, επιλέγω την αποτυχία κάθε φορά» (Hot Press, 1997)
«Το “Loaded” λειτούργησε γιατί δεν είχα ιδέα τι έκανα (Melody Maker, 1991)
To sample στο remix του “Only Love Can Break Your Heart” είναι από την απαγγελία ενός τζαμαϊκανού ποιητή που λέγεται Jean Binta Breeze. Ο λόγος που πολλά από αυτά τα remixes που έκανα στην αρχή της καριέρας μου δουλεύουν ακόμα είναι αυτό που ο Orson Welles κάποτε αποκάλεσε “η αυτοπεποίθηση της άγνοιας”. Όσο περισσότερη τεχνική και μουσική γνώση μάζευα, τόσο περισσότερο χαλιναγωγούσα αυτήν την αγνότητα. Εκείνα όμως γι’ αυτό αρέσουν ακόμα στον κόσμο. Δεν είναι παλιακά. Άντεξαν στον χρόνο» (Uncut, 2018)
«Όταν παίζω σε ένα κλαμπ για το x χρηματικό ποσό, πρέπει να το δικαιολογήσω. Δεν μπορεί να είναι πειραματικό το σετ. Πρέπει να παίξω τα γνωστα κομμάτια. Γι΄αυτό μάλλον θα ξεκινήσω τη δική μου βραδιά. Κι εκεί θα επιμένω σε κάθε δίσκο, όχι όπως τώρα που αν ένας άγνωστος δίσκος δεν λειτουργήσει αμέσως και δεν προκαλέσει κάποια αντίδραση, τον ξαναβάζεις στο ράφι. Είμαι ο ίδιος ένοχος γι’ αυτό. Με πήρε η μπάλα. Έχει γίνει η φάση μαζική διασκεδαση και πρέπει πια να διασκεδάζεις το πλήθος. (Positive Energy of Madness, 1993)
Όταν καμιά φορά κοιτάς την πίστα, ενώ παίζεις μουσική και κοιτάς τους ανθρωπούς που χορεύουν -κοίτα τους στα μάτια- και βλέπεις ότι συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν ξανακούσει αυτό που παίζει, κι αυτό τους ανατινάζει το μικροσκοπικό εύθραυστο μυαλουδάκι τους… ε, αυτό σου δίνει αρκετή ενέργεια» (Crack mag, 2019)
«Η ανάγκη για υπέρβαση είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ένα δωμάτιο, λίγος καπνός, χρωματιστά φώτα και μουσική, είναι εκεί ήδη από την ρωμαιοκαθολική περίοδο. Το ίδιο και με τους αρχαίους Έλληνες που είχαν τελετουργικά με διάφορα βότανα ή ερυσίβη (από την οποία προέρχεται το LSD) για να την πετύχουν [την υπέρβαση]. Την ίδια εμπειρία αποζητούσαν οι άνθρωποι στις αίθουσες χορού των 1940s, ακούγοντας τις big bands, αυτό επιζητούν και σήμερα με την τεχνολογία και τα drum machines. Αν μπορώ εγώ με τη μουσική μου να κάνω κάτι για να βοηθήσω τον κόσμο να φτάσει εκεί, ακόμα καλύτερα (Uncut, 2018)
Όλη αυτή η διαδικασία είναι Γνωστικισμός. Απευθείας επαφή με το θείο, χωρίς τον ενδιάμεσο. Αυτό είναι το οποίο κι εγώ στοχεύω» (Hole & Corner, 2015)
«Δε νομίζω ότι θα υπάρξει κάποια αλλαγή λόγω της έκρηξης του acid house. Πάντα θα υπάρχει απληστία. Ακόμα και τα συνθήματα για “αγάπη και ειρήνη” ήταν κουταμάρες. Τα χρησιμοποίησαν οι χουλιγκάνοι από το ποδόσφαιρο για να ψειρίσουν τα παιδιά της μεσαίας τάξης. Η ανθρώπινη φύση δε θα αλλάξει, όποια μουσική επανάσταση κι αν συμβεί, όποιο ναρκωτικό κι αν εμφανιστεί. Μέσα σε ένα χρόνο, οι μαλάκες ανέλαβαν την κατάσταση (Positive Energy of Madness, 1993)
Το Καλοκαίρι της Αγάπης και η έκρηξη του acid house ήταν σαν να πηγαίνεις διακοπές. Είχα περάσει πολύ καιρό στον σκοτεινό post punk κόσμο με τις σκιές και τις νέον πινακίδες μέσα στη βροχή και, ξαφνικά, μου έδωσαν αυτό το ναρκωτικό που με έκανε να αγαπάω τους πάντες και να λέω “α, κι αυτή η μουσική είναι αρκετά ξεσηκωτική”. Μόνο που δεν κάηκα. Σε κάποιο σημείο, πήρα λίγο απόσταση και συνειδητοποίησα: “Κάτσε λίγο, το μόνο κοινό που έχω με αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι είμαστε στο ίδιο δωμάτιο κι έχουμε πάρει τα ίδια ναρκωτικά – έχω προσπαθήσει να τους μιλήσω κι εκτός, και δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Γι’ αυτό και δεν ψήνομαι πολύ με τα reunions. Είναι σαν να συγκεντρώνονται ξανά οι ίδιοι φριχτοί άνθρωποι, απλά 25 χρόνια μετά αντί να παίρνουν ecstasy, παίρνουν κοκαϊνη. Άρα θα είναι ακόμα χειρότεροι…» (Guardian, 2016)
«Δεν είμαι εναντίον της τεχνολογίας, αλλά δεν είμαι και δούλος της. Ζούμε σε μια εποχή που κάθε λεπτό καταγράφεται, μη αφήνοντας χώρο στο μύθο. Όταν μεγάλωνα αγαπούσα τον Martin Hannett και τον Adrian Sherwood, ήταν μυθικές φιγούρες κι ας μην ήξερα καν τα πρόσωπά τους. Τώρα πας να ψάξεις μια μπάντα που σου αρέσει και μετά από πέντε λεπτά μπορείς να δεις μια φωτογραφία με το τι έφαγε για μεσημεριανό ο ντράμερ (Uncut, 2018)
Δεν είμαι και πολύ υπερ του gentrification. Από την άλλη, είναι ένας καλός τρόπος για να βρίσκεται πάντα στα χέρια σου ένα νόστιμο χειροποίητο λουκάνικo» (Independent, 2016)
«Οποιοσδήποτε μπορεί να φτιάξει μουσική σήμερα. Τι δίκοπο μαχαίρι και τούτο… Η ψηφιακή κουλτούρα σου πουλάει την θεωρία ότι αν δεν αναμειχθείς σε κάτι αμέσως, θα μείνεις πίσω. Βλέπεις τις διαφημίσεις για τις συνδέσεις ίντερνετ κι έχουν πάντα έναν άνθρωπο των σπηλαίων, υποννοώντας ότι αν δεν έχεις την τελευταία “πιο γρήγορη απ’ όλες” σύνδεση, τότε είσαι κι εσύ άνθρωπος των σπηλαίων. Μόνο που αν κάνεις μουσική, ή οποιοδήποτε άλλο είδος τέχνης, πιστεύω ότι πρέπει να περιμένεις. Ας πούμε έξι μήνες. Κι αν σου αρέσει ακόμα, προχώρα. Γιατί αν κυκλοφορείς κάτι χωρίς πολλή σκέψη, απλά γίνεσαι μέρος του ψηφιακού θορύβου» (Guardian, 2016)
«Συνήθως μ’ αρέσει να κρατάω τους ήρωές μου σε απόσταση. Γνώρισα στην πορεία πολλά είδωλά μου, αλλά δεν μπορούσα να δουλέψω μαζί τους: γινόμουν τελειώς ανόητος και νευρικός… Ας πούμε, αν ο Tom Waits μου ζητούσε να δουλέψω μαζί του, θα του απαντούσα: “Λυπάμαι, είμαι απασχολημένος” (…)
Δεν μπορούσα, ας πούμε, να αντικρύσω τον Brian Eno, όταν μια φορά με είχαν καλέσει σε δείπνο που θα ήταν κι εκείνος. Ακούγοντας το Here Come the Warm Jets, ακόμα και σήμερα, πιστεύω ότι έρχεται από το μέλλον. Δεν ήθελα, λοιπόν, αυτό που θα έχω να θυμάμαι από εκείνον να είναι ένα δύσκαμπτο, αμήχανο δείπνο στο σπίτι του» (Independent, 2016)
«Μου αρέσει μια καλή αντιπαράθεση. Αν οι Χριστιανοί χτυπήσουν την πόρτα μου, τους καλώ να περάσουν μέσα» (Positive Energy of Madness, 1993)
Απλά, δεν καταλάβαινα τον χουλιγκανισμό. Έγω μάζευα λεφτά για ρούχα, για ποιον λόγο να πάω σε μια μικρή πόλη του βορρά και να τα σκίσω ενώ πλακώνομαι σε κάποιο πάρκινγκ; Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά αυτή η οργανωμένη βία μεταξύ ανδρών δε είναι απλά καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία;
Είμαι περίεργος και με τον φανατισμό. Ένα κομμάτι μου τον γουστάρει κι ένα άλλο τον μισεί. Το να πιστεύεις κάπου τυφλά είναι καταπληκτικό αλλά ταυτόχρονα και πολύ επικίνδυνο. Τα ίδια αμφιλεγόμενα συναισθήματα έχω και για τον χουλιγκανισμό στο ποδόσφαιρο, κάπως τον θαυμάζω αλλά και κάπως τον σιχαίνομαι. Το ίδιο παθαίνω και με πολλά ακόμα πράγματα που με ενδιαφέρουν: είναι το είδος της απέχθειας που έχεις για οτιδήποτε που την ίδια στιγμή σε εντυπωσιάζει και λίγο!» (Ransom Note, αρχές των 10s)
«Ο πατέρας μου είχε εμμονή με τα ρούχα. γι’ αυτό κι εγώ απέκτησα εμμονή με το στυλ, όχι τη μόδα. Το στυλ δημιουργείται πάνω στην αυτοπεποίθηση. Η μόδα θριαμβεύει πάνω στην ανασφάλεια» (SNFCC Sessions, ΚΠΙΣΝ, 2019)