Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Για τον Αλέξανδρο Ψυχούλη τα τσιπουράδικα του Βόλου δεν είναι μαγαζάκια εστίασης, είναι πεδία συμπόνιας

Το πού, το πότε, το πώς και το γιατί της «αναχωρητικής», υπαρξιακά, τελετουργίας που κατά γενική ομολογία αποτελεί μια πετυχημένη βολιώτικη τσιπουροποσία, αποτελούν τους τέσσερις άξονες που -μέσω βιωματικής γνώσης, επιτόπιας παρατήρησης, σημειολογικής εμβάθυνσης και δίχως ίχνος σοβαροφάνειας- αναπτύσσονται στα δεκαεννιά κεφάλαια και τις ογδονταμία σελίδες του βιβλίου «Τα τσίπουρα στον Βόλο» (εκδ. νήσος) του εικαστικού και ακαδημαϊκού (καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας) Αλέξανδρου Ψυχούλη.

«Το εγχειρίδιο απευθύνεται στον “ξένο”, σ’ αυτόν που έρχεται στην πόλη όχι απλώς για να πιει τσίπουρα αλλά για να φτάσει, πίνοντας, τσιμπώντας και συζητώντας, στην κατάσταση της συλλογικής πληρότητας, του συντονισμού, της ομοψυχίας, στη γλυκιά αίσθηση της χαμηλής αιώρησης και στην ψευδαίσθηση ότι η ζωή είναι εξαιρετικά απλή», γράφει στην εισαγωγή κι επειδή εγώ δεν είμαι «ξένος», αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, ζει και κατά βάση εργάζεται ο Ψυχούλης, δεν θα μπορούσαμε παρά να συναντηθούμε σε ένα «πραγματωμένο όραμα ενός μερακλή ιδιοκτήτη», όπως ορίζει ο ίδιος τα σωστά μαγαζιά, τα οποία άλλωστε χρησιμοποιεί και ως πεδία μετάδοσης γνώσης στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών («Μεταβιομηχανικός σχεδιασμός, σχεδιαστικές και καλλιτεχνικές πρακτικές για την παραγωγή της καθημερινής ζωής») που διευθύνει από το 2017.

Πιστοί, μεταξύ άλλων και σε έναν από τους σημαντικότερους, κατά τη γνώμη του, κανόνες ώστε να αποκτήσει μια τσιπουροσυνεύρεση τα χαρακτηριστικά μιας εμπειρίας που θα αποζητάς ξανά και ξανά στη διάρκεια της ζωής σου («Ποτέ καμία σοβαρή συζήτηση δεν πρέπει να λάβει χώρα στη διάρκεια μιας τσιπουροποσίας»), ήπιαμε, φάγαμε κι αφήσαμε τα «σοβαρά» για μετά.

Ο ίδιος λέει ότι αυτό που θα διαβάσετε στη συνέχεια είναι «σαν ταινία του Τζάρμους, σαν το “Καφές και Τσιγάρα” με ήρωες δύο μεσήλικες Βολιώτες».
Εγώ λέω «γεια μας.»

Α: Θεοδόση είσαι από το Βόλο, ξέρεις καλά τι σημαίνει τσιπουροποσία στο Βόλο. Υπήρχε κάτι που σε ξένισε όταν διάβασες το βιβλίο;

Θ: Χωρίς παρεξήγηση, έπεσα από τα σύννεφα όταν διάβασα ότι επιλέγεις το «χωρίς». Όπως βλέπεις, γίνομαι λίγο δραματικός, γιατί δεν έχω κουραστεί να επαναλαμβάνω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία (ή ακόμη κι όταν δεν μου δίνεται, αλλά το βιολί μου εγώ, πετάγομαι στον «τοίχο» κάποιου φίλου ή «φίλου» που ποστάρει κάτι σχετικό) ότι «στον Βόλο πίνουμε πάντα “με”», οπότε περίμενα να το δω και στο «βιβλίο του Ψυχούλη» για να μπορώ να το τρίβω στα μούτρα του όποιου δύσπιστου ή άσχετου. 
Ομολογώ βέβαια ότι τα τελευταία χρόνια, όποτε επιστρέφω στον Βόλο, βλέπω ολοένα και περισσότερους παλιούς μου φίλους να το έχουν γυρίσει στο «χωρίς», γιατί, όπως μεταξύ άλλων γράφεις κι εσύ, το «με» βαράει περισσότερο. Κάπου μέσα μου όμως πιστεύω ότι έχουν πέσει θύματα παραπλάνησης, μη σου πω και ισοπεδωτικής αθηναϊκής προπαγάνδας, και εν καιρώ θα δουν ξανά το φως το… θολό (από το «γαλάνιασμα»). 
Οπότε συνεχίζω να τελώ υπό άρνηση και να πίνω αποκλειστικά «με» στο Βόλο -αν και στην Αθήνα, όπου ζω από τα 18 μου, δεν το βάζω στο στόμα μου. 
Κάποιος ψυχολόγος ίσως να έλεγε ότι όλο αυτό έχει να κάνει με το ότι μέσα μου έχω μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα και αν επιτρέψω να αλλάξει, θα σημαίνει ότι επιτρέπω στον εαυτό μου να αποδεχθεί ότι έχει μεγαλώσει, άρα έχουν μεγαλώσει και οι φίλοι μου, άρα έχουν μεγαλώσει και οι γονείς μου, άρα ένας-ένας, αργά ή γρήγορα, θα πεθάνουμε.

A: Ξέρεις τι κάνεις; Πίνεις το τσίπουρο σαν ξόρκι και αρνείσαι να αλλάξεις το παραμικρό. Η Φανουρόπιτα για να σου δώσω ένα παράδειγμα είναι ένα κέικ που σηκώνει βελτίωση. Οι νοικοκυρές που τη φτιάχνουν όμως ξέρουν πως πρέπει να βάλουν 7 ή 9 συγκεκριμένα υλικά, γιατί οι αριθμοί 7 και 9 ανήκουν στους λεγόμενους ιερούς αριθμούς. Άρα η Φανουρόπιτα δεν είναι συνταγή είναι ξόρκι που δεν πρέπει να αλλάξεις τίποτα αν θέλεις να σου φανερωθούν τα κρυμμένα.
Το κάνω κι εγώ με δυο τρεις συνταγές που μου έμαθε ο πατέρας μου πριν το θάνατό του. Αρνούμαι να τις βελτιώσω γιατί θέλω το φαγητό να έχει ακριβώς τη γεύση που είχε όταν το πρωτομαγείρεψε εκείνος, κι έτσι σα να ξαναζεί με έναν παράδοξο τρόπο.
Πίνεις λοιπόν το τσίπουρο σαν ξόρκι γιατί ποτέ δεν γύρισες στο Βόλο για να μείνεις. Επιστρέφεις στα πεταχτά για να πιστοποιήσεις ότι όλα είναι σχεδόν όπως τ’ άφησες.
Τώρα σχετικά με το τσίπουρο που έχει γλυκάνισο, ναι αυτή ήταν η γεύση του τσίπουρου στο Βόλο παραδοσιακά. Ο παππούς μου μύριζε γλυκάνισο και καμένα τηγανόλαδα όταν ερχόταν για τον μεσημεριανό φαγητό. Δυσφορούσα μ’ αυτή τη μυρωδιά κι αυτός είναι ο λόγος που πίνω «χωρίς».
Στην πραγματικότητα το αν θα πιεις «με» ή «χωρίς» είναι μια ανώφελη διένεξη. Όταν ο σερβιτόρος έρχεται στο τραπέζι τα έχει και τα δύο στη μασχάλη και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Επί της ουσίας, το να πίνεις «με» γλυκάνισο σημαίνει μια πολύ συγκεκριμένη γεύση ενώ στο «χωρίς» μπορείς να ανακαλύψεις πιο ευγενή αρώματα του αποστάγματος που σχετίζονται με τις ποικιλίες των τσάμπουρων.

Θ: Σε προειδοποίησα: γίνομαι πολύ δραματικός όταν μιλάω για τον Βόλο. Εδώ που τα λέμε όμως κι εσύ δεν πας πίσω. Μπορεί στο εξώφυλλο να είναι γραμμένη η λέξη «εγχειρίδιο», αλλά υπό μία έννοια μια ωδή στον τόπο που γεννήθηκες, μεγάλωσες, ζεις κι εργάζεσαι δεν είναι αυτό το βιβλίο;

Α: Από το Βόλο, όταν έφυγα για σπουδές στην Αθήνα, μόνο η θάλασσα μου έλειψε. Τον είχα βαρεθεί, με περιόριζε και τα κουφάρια από τους νεανικούς μου έρωτες μ’ έκαναν να ασφυκτιώ. Τότε, στα 18 μου, θεωρούσα τους Βολιώτες καμμένους από τα τσίπουρα. Έπρεπε να μείνω μακριά από την πόλη πολύ καιρό, όπως κι έκανα, για να ξαναγυρίσω και να καταλάβω τι πραγματικά σήμαινε αυτή η παράδοση της τσιπουροποσίας.

«Τα τσίπουρα έχουν εκπληκτικές ομοιότητες με τα Ελληνικά συμπόσια. Σε αντίθεση με τους Αιγύπτιους που έπιναν για να πέσουν σε κώμα, στους αρχαίους Έλληνες άρεσε να συζητούν -όπως και οι Βολιώτες- για κάποιο θέμα. Συχνά άρθρωναν πίνοντας και ξύνοντας τα μούσια τους έναν μετα-λόγο για τον σκοπό της ίδιας της μέθης και η αμπελοφιλοσοφία πήγαινε σύννεφο.»

Θ: Μπορεί να μην τα βρούμε ποτέ στο «με» ή «χωρίς» αλλά συμφωνώ απόλυτα με το ότι το ίδιο ακριβώς τσίπουρο έχει εντελώς διαφορετική γεύση στο Βόλο απ’ ότι στην Αθήνα (ή οπουδήποτε εκτός Βόλου), όπως περιγράφεις τόσο γλαφυρά στο βιβλίο. Κάποια στιγμή, αφού είδα κι απόειδα συνοδεύοντάς το στο σπίτι μου στην Αθήνα με κάνα αγγουράκι, κάνα σαρδελάκι (κονσέρβα), καμιά ελίτσα, ζήτησα από τη μάνα μου να παστώσει γάβρο και να μου στείλει δυο βάζα. Αν δεν πετύχει ούτε αυτό, σκεφτόμουν, γάμησέ τα, δεν θα πετύχει τίποτα. Ε, γάμησέ τα, δεν πέτυχε. Η μάνα μου βέβαια συνεχίζει κατά καιρούς να μου στέλνει/φέρνει βάζα, γιατί πού να φανταστεί κιόλας η γυναίκα ότι κάθεται μετά ο κανακάρης της στο σπίτι του μερικά βράδια και πίνει τσίπουρο από το Βόλο με μεζέ από το Βόλο, σε μια χαζομινόρε κατάσταση υπαρξιακής no man’s land.

Α: Φαντάζομαι το ίδιο κάνει και ο μετανάστης που ξεριζώθηκε από τον τόπο του κι έφτασε εδώ χωρίς τίποτα. Πάει στην αγορά, βρίσκει κάρυ και φρέσκο κόλιαντρο – τη συνταγή την κουβάλησε στο μυαλό του- φτιάχνει το φαγητό που ξέρει μες τη χαρά αλλά όταν το τρώει συνειδητοποιεί πως δεν έχει την ίδια γεύση. Κι αντί να παρηγορηθεί η νοσταλγία γι αυτά που έχασε μεγεθύνεται.
Το στόμα είναι το μόνο πράγμα που δουλεύει τέλεια από την ώρα που γεννιόμαστε. Η γεύση είναι πιο δυνατή αίσθηση γιατί προηγείται του λεκτικού σταδίου της ζωής μας. Γι αυτό πάντα πιστεύουμε ότι οι γεύσεις θα μας θεραπεύσουν.
Ελπίζω τουλάχιστον Θεοδόση αυτές τις απόπειρες τσιπουροποσίας να μην τις επιχειρείς μοναχικά. Γιατί αν το κάνεις νύχτα, στην Αθήνα και μόνος, είναι σαν να πηδάς στα χωράφια της μελαγχολίας χωρίς αλεξίπτωτο.

Θ:

Α: Το έχω επιχειρήσει κι εγώ. Με τους ίδιους φίλους και το ίδιο τσίπουρο που πίναμε το καλοκαίρι στο Πήλιο να ξαναστήσουμε την ευδαιμονική τελετουργία σ’ ένα διαμέρισμα της Ιπποκράτους. Στους μεζέδες δεν είχαμε δώσει μεγάλη προσοχή γιατί λανθασμένα σκεφτήκαμε πως μόνο η ποιότητα του τσίπουρου έχει σημασία. Σαρδέλες κονσέρβα, ZWAN και σαλάμι αέρος. Αρρωστήσαμε στο τρίτο ποτήρι. Δεν το επανάλαβα ποτέ.

Τυπική εικόνα τραπεζιού σε καλό βολιώτικο τσιπουράδικο μετά από δύο ώρες. Διακρίνονται, μεταξύ άλλων, αχινοί, μύδια, σαφρίδια, καλόγνωμες, πετροσωλήνες. Κανείς από τους μεζέδες δεν σερβιρίστηκε κατόπιν παραγγελίας.

Θ: Πάντως, για να χρησιμοποιήσω κι ένα απόσμασμα του βιβλίου, νομίζω ότι περισσότερο από την υγρασία της ατμόσφαιρας, τις μυρωδιές των ψημένων κεφαλόποδων που αιωρούνται πάνω από την πόλη, την αύρα της θάλασσας που καταφέρνει να τρυπώσει ακόμα και στα απομακρυσμένα από την παραλία στενά, ο πιο σημαντικός παράγοντας για το ότι η «συνταγή» εκτός Βόλου πάει κατά διαόλου έχει να κάνει με το ότι λείπει η «επίγνωση πως την ίδια ώρα ο μισός πληθυσμός της πόλης επιδίδεται σε παρόμοιες δράσεις στα διάσπαρτα στην πόλη μαγαζιά». Λείπει δηλαδή η επίγνωση ότι την ίδια ώρα με σένα, καίγεται όλη η πόλη από το ίδιο ακριβώς πράγμα. Που ήταν κι ένα από αυτά που, όπως λες πιο πάνω, σε έστειλαν μακριά της πριν από πολλά χρόνια.

Α: Φαντάσου πως είσαι στο Βόλο, η δουλειά «σε τραβάει απ’ το μανίκι» και πλησιάζει δύο το μεσημέρι. Ξέρεις ότι σε περιμένει ακόμα μισή εργάσιμη μέρα αλλά σε όποιον φίλο ή απλό γνωστό συναντάς ρίχνεις συνωμοτικές ματιές και χαμόγελα όλο νόημα. Σχεδόν ενοχικά ψελλίζεις «πάμε για ένα μόνο» και ο άλλος ανταποκρίνεται θετικά χωρίς καμιά δυσκολία. Βγαίνεις στα τσιπουράδικα και τους βρίσκεις όλους εκεί, μέσα σε μια εύθυμη οχλαγωγία να επαναπροσδιορίζουν τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο στις ζωές τους.

Αργά ή γρήγορα θα προσγειωθούν στο τραπέζι και τα καβούρια, γνωστά και ως «Ιταλοί», μιας και σύμφωνα με το θρύλο, τον «σπόρο» έριξαν στον Παγασητικό οι Ιταλοί κατακτητές κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Θ: Πρέπει να σου πω ότι άρχισα να πηγαίνω σε τσιπουράδικα του Βόλου από μόνος μου αφού έφυγα από εκεί. Δηλαδή όποτε επέστρεφα, ως φοιτητής, για διακοπές (και τσούκου τσούκου, έχω φτάσει 22 χρόνια μετά τη μεγάλη έξοδο, να έρχομαι στα μέρη σου για 3-4 μέρες και να τα κοπανάω/«καίγομαι» σαν στερημένος), κάτι που αν έχω καταλάβει καλά ισχύει και για σένα; Μεγάλος μπήκες στο τριπ, σωστά;

A: Ναι μπήκα στο κόλπο μεγάλος. Ήμουν ήδη καθηγητής κι έκανα παρέα με άλλους καθηγητές που ερχόντουσαν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη και δεν έχαναν ευκαιρία να βρεθούν στο τσιπουράδικο. Το τέλος των εξετάσεων, ή αρχή της σεζόν, ένας καλεσμένος ομιλητής, μια ονομαστική εορτή, η γέννηση κάποιου παιδιού, η ολοκλήρωση ενός συνεδρίου, το διάλειμμα ενός συνεδρίου, η διακοπή ενός συνεδρίου ήταν όλα αφορμές για ένα τσίπουρο.
Στην αρχή κρατούσα αποστάσεις, αλλά δεν άργησαν οι άμυνές μου να διαλυθούν. Τους γνώρισα καλύτερα. Αφέθηκα στην ευεργετική επίδραση αυτών των συνευρέσεων. Άρχισα να επινοώ κι άλλες αφορμές. Μπήκα στο ρυθμό της πόλης.
Συνειδητοποίησα πως όλες οι τσιπουροποσίες δεν είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Κατέγραφα στη μνήμη μου τι ήταν αυτό που μπορούσε να κάνει την κατάσταση να μην φτάνει σε απογειωτικά αποτελέσματα. Άρχισα να αποφεύγω τις μεγάλες παρέες που ο συντονισμός και η ομοψυχία ήταν ακατόρθωτα. Έζησα την απίστευτη εμπειρία ενός τσιπουροφλερτ.
Στο τσιπουράδικο δεν υπάρχει ποτέ αμηχανία ακόμα κι αν δεν γνωρίζεσαι καθόλου με τον συμπότη σου. Πάντα υπάρχει κάτι να κάνεις. Να διευθετήσεις τα πιατάκια με τους μεζέδες, να τους κόψεις, να τους βάλεις λεμόνι, να παραγγείλεις τα επόμενα, να ανταλλάξεις υπονοούμενα με τον σερβιτόρο, να καθαρίσεις μια καραβίδα για τον άλλον.

«Φαντάσου πως είσαι στο Βόλο, η δουλειά “σε τραβάει απ’ το μανίκι” και πλησιάζει δύο το μεσημέρι. Ξέρεις ότι σε περιμένει ακόμα μισή εργάσιμη μέρα αλλά σε όποιον φίλο ή γνωστό συναντάς ρίχνεις συνωμοτικές ματιές και χαμόγελα όλο νόημα. Βγαίνεις στα τσιπουράδικα και τους βρίσκεις όλους εκεί, μέσα σε μια εύθυμη οχλαγωγία να επαναπροσδιορίζουν τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο στις ζωές τους.»

Θ: Τα πάντα, όπως λες, μικρά ή μεγάλα, μπορούν να λειτουργήσουν σε αυτή την πόλη ως αφορμή για τσιπουροποσία. Έχεις παρατηρήσει κι εσύ ότι αργά ή γρήγορα (νομίζω κάπου ανάμεσα στο τρίτο και πέμπτο γέμισμα, οπότε και οι μεζέδες έχουν πια «ξεφύγει» για τα καλά) η τσιπουροποσία θα οδηγηθεί, έστω και για λίγο, σε μία περιαυτολογία, σε μια συζήτηση/ανάλυση για το μεγαλείο και τη μοναδικότητα της ίδιας της διαδικασίας/ιεροτελεστίας («δεν είναι δυνατόν με 15 ευρώ να πίνουμε και να τρώμε καβούρια, πουθενά αλλού στον κόσμο δεν συμβαίνει αυτό»). Ή είναι ιδέα μου γιατί εκ των πραγμάτων δεν πίνω τσίπουρα σε ένα πλαίσιο κανονικότητας, μιας και είτε είμαι στη θέση του μουσαφίρη στα τραπέζια με τους παλιούς Βολιώτες φίλους μου είτε, αν έχω έρθει μαζί κάποιον μη Βολιώτη, έχω το ρόλο του οικοδεσπότη;

A: Το τσιπουράδικο δεν είναι απλώς ένα πέρασμα πριν από το μεσημεριανό φαγητό όπως παλιά. Είναι αυτοσκοπός. Στον ένα αιώνα της εξέλιξής του έγινε ένα νέου τύπου δημόσιο συμπόσιο που αντικαθιστά το μεσημεριανό. Πολύ σωστά αναφέρεσαι στο τι σερβίρεται εκεί, γιατί κάποιοι μεζέδες θα διεκδικούσαν για πλάκα αστέρι Michelin. Μια από τις αιτίες της ευτυχίας που σε κατακλύζει είναι ότι αυτό που τρως δεν το έχεις παραγγείλει. Η ψευδαίσθηση ότι είναι μια γενναιόδωρη προσφορά του καταστήματος για να συνοδεύσεις το τσίπουρο που παράγγειλες σε κάνει να είσαι ευγνώμων για τον καταστηματάρχη. Αυτή η ευγνωμοσύνη και η ευτυχία θα αρθρωθεί μέσα στη διαδικασία της τσιπουροποσίας. Έτσι πιστοποιείς πως αυτό που ζεις δεν είναι απλά μια παραίσθηση. Και το έκθαμβο βλέμμα του ξένου, ή του περιστασιακού συμπότη, όπως είσαι εσύ, προς τους μεζέδες που έρχονται, είναι αυτό που έχει ανάγκη ο ντόπιος για να ανανεώσει τη βεβαιότητα ότι αυτό που ζει κάθε μέρα σ’ αυτή την πόλη είναι μοναδικό.

Ίσως το πιο πολυφωτογραφημένο σημείο του πεζοδρομημένου παραλιακού μετώπου της πόλης…

…στη μία άκρη του οποίου δένουν τα καΐκια, απ’ όπου και προμηθεύονται τις πρώτες ύλες οι μάγειρες.

Θ: Μιας και αναφέρθηκες στα Michelin, πρόσφατα βρέθηκα στη Βαρκελώνη κι έτυχε (δηλαδή με πήγαν) να φάω στο Tickets του Αλμπέρ Αντριά, ένα από αυτά τα «καλύτερα εστιατόρια του κόσμου» για τα οποία γενικά δεν έχω καμία πρεμούρα – και όχι απλώς γιατί έχουν λίστα αναμονής 6 μήνες (ή 6 χρόνια, κάτι τέτοιο). Αν θυμάμαι καλά, το τρίτο ορεκτικό που μας σέρβιραν ήταν παστός boquerón, το κλασικό, παστό γαυράκι δηλαδή, ένας από τους μεζέδες που, ως γνωστόν, σε κάθε τσιπουράδικο που σέβεται τον εαυτό του, προσγειώνεται στο τραπέζι αμέσως μετά το πρώτο γέμισμα του ποτηριού.
Θα το κρατούσα μέσα μου, αν δεν έβλεπα τους ομοτράπεζούς μου να βγάζουν το ένα επιφώνημα οργασμικής ικανοποίησης μετά το άλλο: «σιγά ρε παιδιά, πώς κάνετε έτσι, χαλαρώστε λίγο, αυτά τα τρώμε για πρωινό στο Βόλο» τους είπα και το επανέλαβα λίγο αργότερα που τους είδα να μουρλαίνονται με τα πεντανόστιμα, δε λέω, χτένια, αλλά «σιγά τα ωά, άμα λάχει στην καθισιά μας εμείς τρώμε αχινούς και πετροσωλήνες». Και πάει λέγοντας. Όλα αυτά βέβαια σε ένα πλαίσιο πλάκας. Αν και για να είμαι ειλικρινής, πλάκα ξε-πλάκα, ειδικά τώρα που είμαι στην αυγή της πέμπτης δεκαετίας μου, αναρωτιέμαι το εξής: Μήπως τελικά αυτή η αίσθηση του οριστικού και αμετάκλητου «γευστικού ανήκειν» που έχουμε όλοι όσοι μεγαλώσαμε μέσα σε αυτή τη συνθήκη που αποθεώνεις σημειολογικά στο βιβλίο σου, μας έχει κάνει και λίγο υπερόπτες ως φαγάδες, και κατ’ επέκταση ίσως και ως ανθρώπους;

A: «Οι Βολιώτες είναι οι μόνοι που κάνουν το σωστό, σύμφωνα με τους Βολιώτες» για να παραφράσω μια διαπίστωση που κάνει για τους αρχαίους Έλληνες ο Mark Forsyth στο υπέροχο βιβλίο του «Σύντομη ιστορία της μέθης». Σε ό,τι έχει να κάνει με το πιοτό και τα συμπόσια εν γένει, το αγαπημένο σπορ των Ελλήνων ήταν πάντα αυτό που κάνεις κι εσύ, να περιφρονούν τους μη Έλληνες. Θεωρούσαν τους Πέρσες βάρβαρους γιατί έπιναν μπίρα, τους Θράκες επίσης βάρβαρους γιατί έπιναν το κρασάκι ανέρωτο. Πρόσεξε όμως! Ο θεός του κρασιού ο Διόνυσος ήταν ξένος, ερχόταν από κάποιο μακρινό μέρος του Νότου. Ένας Διόνυσος μπήκε τώρα μέσα σου και σε κάνει να σκέφτεσαι «πόσο υπερόπτης είμαι;»

Άλλη μια γύρα;

Θ: Ξέρω, ξέρω, «ποτέ καμία σοβαρή συζήτηση δεν πρέπει να λάβει χώρα στη διάρκεια μιας τσιπουροποσίας», αλλά όπως καταλαβαίνεις, στην πραγματικότητα τόση ώρα μάλλον αμπελοφιλοσοφώ, – και με τα τσίπουρα «η αμπελοφιλοσοφία, το κουτσομπολιό και το καλαμπούρι λειτουργούν υπέροχα».

Α: Ναι, αμπελοφιλοσοφείς όπως και οι πρόγονοι. Τα τσίπουρα έχουν εκπληκτικές ομοιότητες με τα Ελληνικά συμπόσια. Σε αντίθεση με τους Αιγύπτιους που έπιναν για να πέσουν σε κώμα, στους αρχαίους Έλληνες άρεσε να συζητούν -όπως και οι Βολιώτες- για  κάποιο θέμα. Συχνά άρθρωναν πίνοντας και ξύνοντας τα μούσια τους έναν μετα-λόγο για τον σκοπό της ίδιας της μέθης και η αμπελοφιλοσοφία πήγαινε σύννεφο.

Θ: Έστω να δεχθώ ότι δεν πρέπει να περιφρονώ όσους τα ‘φερε έτσι η ζωή ώστε να μην ξέρουν (ακόμη, ελπίζω για λογαριασμό τους) τι εστί «βολιώτικο τσιπουράδικο». Εσύ δηλαδή που έχεις γράψει αυτή την ωδή για το θέμα, θες να μου πεις ότι μπορείς να γίνεις φίλος με κάποιον από αυτή τη δυσοίωνη κατηγορία ανθρώπων που περιγράφεις τόσο δηκτικά στις τελευταίες γραμμές της σελίδας 37 του βιβλίου; («Η ύπαρξη δύο ή τριών μικρών πιάτων σε κάθε γύρα διασφαλίζει ότι πάντα θα υπάρχει κάτι που θα σε κάνει να κλάψεις. Εκτός κι αν είσαι απ’ αυτούς που δεν κλαίνε ή δεν τρώνε θαλασσινά, οπότε έχεις πρόβλημα».)

Α: Ναι μπορώ. Απλά δεν θα πάω μαζί τους σε τσιπουράδικο. Σύνελθε Θεοδόση, νομίζω ότι η νοσταλγία σ’ έχει τσακίσει.

Το βιβλίο «Τα τσίπουρα στον Βόλο» του Αλέξανδρου Ψυχούλη κυκλοφορεί από τις εκδ. νήσος.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος