Σχεδόν δύο εβδομάδες αφότου ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα νίκησε τον ακροδεξιό πρόεδρο Ζαΐχ Μπολσονάρου στις πιο τεταμένες εκλογές μέσα σε μια γενιά, ο Μίλτον Μπαλντίν έφθασε στην πρωτεύουσα Μπραζίλια για να προσπαθήσει να ανατρέψει το αποτέλεσμα.
Ιδιοκτήτης μιας μικρής επιχείρησης στα βάθη της Βραζιλίας, ο Μπαλντίν, 55 ετών, ενώθηκε με χιλιάδες σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές του Μπολσονάρου που είχαν στήσει έναν καταυλισμό έξω από το γενικό επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων, απ΄όπου καλούσαν τον στρατό να κάνει πραξικόπημα.
Στις 26 Νοεμβρίου, ο Μπαλντίν ανέβηκε στη σκηνή του καταυλισμού και κάλεσε τους κατόχους όπλων σε όλη τη χώρα, που έχουν φθάσει σχεδόν το ένα εκατομμύριο αφότου ο Μπολσονάρου άρχισε να χαλαρώνει τους νόμους για την οπλοκατοχή το 2019, να έρθουν στην Μπραζίλια για να διαδηλώσουν κατά της επικύρωσης της εκλογικής νίκης του Λούλα.
“Ελάτε εδώ και κάντε αισθητή την παρουσία σας”, είπε ο Μπαλντίν, προσθέτοντας πως η κιτρινοπράσινη σημαία της Βραζιλίας “μπορεί κάλλιστα να γίνει κόκκινη — αλλά με το αίμα μου”.
Η πολεμική ιαχή του Μπαλντίν προκάλεσε μια αλυσίδα γεγονότων μέσα και γύρω από τον καταυλισμό που κλιμακώθηκε αρκετές ημέρες αργότερα σε έναν βίαιο όχλο μπολσοναριστών που επιχείρησαν να εισβάλουν στο αρχηγείο της ομοσπονδιακής αστυνομίας στις 12 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με πάνω από 12 διαμένοντες στον καταυλισμό, μέλη των οικογενειών τους και αστυνομικούς με τους οποίους μίλησε το Reuters καθώς και έγγραφα του Ανώτατου Δικαστηρίου, που επιβλέπει τις έρευνες για τις μετεκλογικές διαδηλώσεις στη Βραζιλία.
Το ταξίδι του Μπαλντίν από την αγροτική ενδοχώρα μέχρι να γίνει πρωταγωνιστής σε ένα ένοπλο κίνημα που κατηγορείται για υπονόμευση της δημοκρατίας είναι ενδεικτικό μιας ευρύτερης ριζοσπαστικοποίησης στη Βραζιλία υπό τον Μπολσονάρου την οποία ο Λούλα θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει όταν αναλάβει καθήκοντα την 1η Ιανουαρίου.
Μερικές ημέρες μετά την ομιλία του, ο Μπαλντίν συνελήφθη μέσα στον καταυλισμό με εντολές του δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Αλεχάντρε ντε Μοράες, ο οποίος έχει ηγηθεί αμφιλεγόμενων ερευνών για τον Μπολσονάρου και τους συμμάχους του. Ο Μπαλντίν θεωρείται ύποπτος για απόπειρα ανατροπής της δημοκρατίας και δημιουργία παραστρατιωτικής δύναμης.
Ο Λέβι ντε Αντράντε, ο δικηγόρος του Μπαλντίν, δήλωσε στο Reuters πως ο πελάτης του υπερασπιζόταν απλώς τα δικαιώματα των νόμιμων κατόχων όπλων στη Βραζιλία.
Η σύλληψη του Μπαλντίν προκάλεσε φόβο μεταξύ των κατασκηνωτών, που πίστεψαν πως ο Μπολσονάρου και ο στρατός θα τους προστάτευαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με διαδηλωτές και την αστυνομία.
Όμως την επόμενη εβδομάδα, όταν ο Μοράες διέταξε τη σύλληψη ενός δεύτερου διαμένοντα στον καταυλισμό που είχε αμφισβητήσει τη νίκη του Λούλα, του ηγέτη των αυτοχθόνων Χοσέ Ακάσιο Σερέρε Σαβάντε, ο αρχικός τους φόβος μετατράπηκε σε οργή, προκαλώντας ένα βίαιο ξέσπασμα με πυρπολήσεις λεωφορείων και αυτοκινήτων στο κέντρο της Μπραζίλια.
“Με τη σύλληψη του Μπαλντίν, υπήρξε μια αίσθηση ευαλωτότητας. Πολλοί συνειδητοποίησαν ότι αυτό δεν ήταν ένα ασφαλές μέρος”, δήλωσε ο Λούκας Μέγιο, ένας 22χρονος χρήστης του TikTok που έζησε στον καταυλισμό από τις 5 Δεκεμβρίου. “Με τον Ινδιάνο, τον Σεβέρε, δεν ήταν φόβος. Ήταν μένος”.
Τρεις ημέρες μετά τις ταραχές, ο Μοράες άφησε ελεύθερο τον Μπαλντίν με βραχιόλι ηλεκτρονικής επιτήρησης και του απαγόρευσε να μιλάει στα ΜΜΕ. Ο Μοράες είπε πως υπήρχε μια σαφής διασύνδεση ανάμεσα στο κάλεσμά του στα όπλα και στο επακόλουθο ξέσπασμα βίας.
“Οι πολύ βίαιες (διαδηλώσεις) συνέβησαν ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο που προκάλεσε την προσωρινή σύλληψη του Μίλτον Μπαλντίν”, έγραψε ο Μοράες στη σφραγισμένη απόφασή του.
Οι ταραχές της 12ης Δεκεμβρίου αποτέλεσαν την έναρξη μιας απειλητικής νέας στροφής μέσα και γύρω από τον καταυλισμό.
Δύο εβδομάδες αργότερα, η αστυνομία ανακάλυψε μια βόμβα κοντά στο αεροδρόμιο της Μπραζίλια και συνέλαβε τον Τζορτζ Ουάσινγκτον Σόουζα, ο οποίος ομολόγησε ότι κατασκεύασε τον μηχανισμό και συνωμότησε με άλλους διαμένοντες στον καταυλισμό για την πυροδότησή του.
Ο Σόουζα, που έφθασε στον καταυλισμό με οκτώ πυροβόλα όπλα, 1.000 σφαίρες και πέντε ράβδους δυναμίτη στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, δήλωσε πως είχε την ελπίδα ότι η βόμβα θα “προκαλούσε στρατιωτική επέμβαση… προκειμένου να εμποδιστεί η εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στη Βραζιλία.”
Ο Μπαλντίν ψήφισε δύο φορές τον Λούλα στη διάρκεια της προεδρίας του (2003-2010) και υποστήριξε επίσης τη διάδοχό του Ντίλμα Ρούσεφ, όμως απογοητεύθηκε από την αριστερή διαφθορά και την οικονομική κακοδιαχείριση, δήλωσε στο Reuters η σύζυγος του Μπαλντίν, Αντέλια Σίλβα.
Μέχρι το 2018, όταν ο Λούλα φυλακίστηκε για διαφθορά, το ζευγάρι ήταν όλο και πιο δεκτικό στον εθνικιστή Μπολσονάρου, ο οποίος εξελέγη εκείνη τη χρονιά με την υπόσχεση να αλλάξει την αγροτοβιομηχανία, την κυρίαρχη βιομηχανία στην Πολιτεία τους, το Μάτο Γκρόσο.
Τα χρόνια του Μπολσονάρου ήταν καλά χρόνια για τους Μπαλντίν.
Ένας αγροτικός τομέας σε άνθηση ενίσχυσε την επιχείρηση βαρέων μηχανημάτων του Μίλτον, επιτρέποντάς του να αγοράσει ο ίδιος και η σύζυγός του νέα αυτοκίνητα. Η Σίλβα είπε επίσης πως είχε καταγραφεί ως κάτοχος όπλων, αποκτώντας δύο πιστόλια που χρησιμοποίησε για να διαγωνιστεί σε μια τοπική λέσχη όπλων.
Ο Μπαλντίν ενημερωνόταν για τις ειδήσεις μέσω φιλικών προς τον Μπολσονάρου καναλιών στο YouTube, μερικά από τα οποία έχουν τεθεί στο στόχαστρο ομοσπονδιακών δικαστηρίων για φερόμενη εκλογική παραπληροφόρηση.
Ο πρόεδρος άφησε να εννοηθεί, χωρίς αποδείξεις, ότι το σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας της Βραζιλίας ευνοεί τη νοθεία. Πολλοί στο Μάτο Γκρόσο, προπύργιο της υποστηρικτών του Μπολσονάρου, τον πίστεψαν.
“Οι εκλογές δεν ήταν καθαρές”, είπε η σύζυγος του Μπαλντίν. “Απλώς θέλαμε διαφάνεια.”
Μετά τη νίκη του Λούλα, η γενέτειρα του Μπαλντίν, Σινόπ, έγινε εθνικό επίκεντρο των διαφωνούντων, με φορτηγά να αποκλείουν έναν αυτοκινητόδρομο κρίσιμης σημασίας για την εξαγωγή δημητριακών. Ο Μπαλντίν κατασκήνωσε σε έναν καταυλισμό στο στάδιο της πόλης προτού πάει στην Μπραζίλια στις 10 Νοεμβρίου, όπου έστησε το αντίσκηνό του μαζί με άλλους “πατριώτες” από το Σίνοπ.
Ο Σαβάντε, ένας αυτόχθονας ηγέτης και ευαγγελικός πάστορας, είναι επίσης από το Μάτο Γκρόσο. Δεν είναι σαφές αν οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν με του Μπαλντίν στον καταυλισμό της Μπραζίλια, που κυμαινόταν σε μέγεθος από 2.000 έως 20.000 ανθρώπους, αλλά αραίωσε τις τελευταίες ημέρες.
“Ο Λούλα δεν θα αναλάβει καθήκοντα (την 1η Ιανουαρίου)”, επέμεινε ο Σαβάντε σε μια διαδήλωση.
Αν και οι ένοπλες δυνάμεις κατείχαν εξέχοντα ρόλο στην κυβέρνηση του Μπολσονάρου, αγνόησαν τις εκκλήσεις για πραξικόπημα.
Ωστόσο ορισμένοι αξιωματικοί υποστήριξαν σιωπηλά τους διαδηλωτές, σύμφωνα με τον Οσβάλντο Εουστάκιο, που διέμενε κάποτε στον καταυλισμό, και έναν ομοσπονδιακό αστυνομικό με γνώση της κατάστασης.
Οι διαδηλωτές μπορούσαν να κάνουν ντους στο κτίριο του POUPEX, τα κύρια γραφεία του οποίου βρίσκονται μέσα στο συγκρότημα του γενικού επιτελείου, είπε ο Εουστάκιο, ο οποίος έφυγε από τον καταυλισμό εν μέσω φόβων για επικείμενη σύλληψή του.
Το POUPEX δήλωσε πως κανένας “ξένος” δεν είχε χρησιμοποιήσει τις εσωτερικές ντουζιέρες του κτιρίου. Ο στρατός είπε πως δεν έχει ενημέρωση για τέτοιες ενέργειες, για τις οποίες δεν υπήρξε καμία θεσμική υποστήριξη.
Η ομιλία του Μπαλντίν του προκάλεσε μπελάδες με τον Μοράες, ο οποίος υπέγραψε το ένταλμα προσωρινής σύλληψής του.
Μυστικοί αστυνομικοί σάρωναν τον καταυλισμό για τρεις ημέρες προτού εντοπίσουν τον Μπαλντίν στο τμήμα του Σινόπ, δήλωσε ο ομοσπονδιακός αστυνομικός, συλλαμβάνοντάς τον όταν έπεσε η νύχτα στις 6 Δεκεμβρίου. Μπήκαν μέσα με πολιτικά ρούχα, πρόσθεσε ο αστυνομικός, αλλιώς “θα γινόταν πόλεμος”.
Ο Μπαλντίν είπε στην αστυνομία πως “φοβόταν ότι θα αναγκαζόταν να επιστρέψει τα πυροβόλα όπλα του λόγω της βούλησης της νέας κυβέρνησης — δεν ήθελε να απειλήσει τον Λούλα, ούτε να τον εμποδίσει από το να αναλάβει καθήκοντα. Είπε πως δεν είχε πάει πολλά χρόνια σχολείο και ότι εργαζόταν από την εφηβική του ηλικία.
Η σύλληψη του Μπαλντίν προκάλεσε μεγάλο αναβρασμό στον καταυλισμό.
“Ήταν πολύ συμβολικό”, δήλωσε ένας ομοσπονδιακός αστυνομικός, καθώς έπαιρνε θέση έξω από το γενικό επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων: “ένα οχυρό όπου νόμιζαν ότι θα έμεναν άθικτοι”.
Προκάλεσε επίσης δυσαρέσκεια για τον Μοράες μεταξύ των υποστηρικτών του Μπολσονάρου.
Ο μπολσοναριστές κατηγορούν τον Μοράες ότι είναι ένας μη αιρετός με απόλυτη εξουσία που λογοκρίνει την ελευθερία της έκφρασης και καταπάτησε την εκτελεστική εξουσία του προέδρου. “Νομίζει πως η Βραζιλία του ανήκει”, είπε ο Μέγιο, ο χρήστης του TikTok.
Το γραφείο του Μοράες δεν απάντησε σε αίτημα για σχόλια. Ο δικαστής υπεραμύνθηκε των ενεργειών του λέγοντας ότι ήταν απαραίτητες προκειμένου να προστατευθεί η δημοκρατία στη Βραζιλία.
Στις 9 Δεκεμβρίου, ο Μπολσονάρου έσπασε εβδομάδες μετεκλογικής σιωπής με ένα διφορούμενο μήνυμα το οποίο πολλοί είδαν ως ενθάρρυνση στους διαδηλωτές υποστηρικτές του. “Θα νικήσουμε”, τους είπε.
Τρεις ημέρες αργότερα, ο Σαβάντε συνελήφθη έπειτα από αίτημα του Μοράες γως ύποπτος για αντιδημοκρατικές απειλές.
Η σύλληψή του ήταν ένα σημείο κορύφωσης.
“Υπήρξε οργή, μένος”, δήλωσε ο Εουστάκιο που τώρα βρίσκεται επίσης αντιμέτωπος με ένταλμα σύλληψης που υπογράφεται από τον Μοράες.
Οι υποστηρικτές του Σαβάντε κυνήγησαν το όχημα τις αστυνομίας που τον μετέφερε στο αρχηγείο της δύναμης. Άλλοι από τον καταυλισμό, περιλαμβανομένου του Σόουζα, ενώθηκαν σύντομα μαζί τους και προσπάθησαν από κοινού να εισβάλουν στο κτίριο.
Η δικηγόρος του Ταβάρες, Τζέσικα Ταβάρες, δήλωσε πως ο πελάτης της προκλήθηκε από άλλους και μετανιώνει για τις πράξεις του.
(AΠΕ-ΜΠΕ)