Ο εθνοφυλετικός (völkisch, ναζιστικός όρος) τρόπος σκέψης τους δεν είναι συμβατός με το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, γράφει σε άρθρο γνώμης ο Τόμας Σμιντ (Thomas Schmid), ο οποίος υπήρξε αρχισυντάκτης και εκδότης της Welt, ενώ σήμερα εργάζεται ως αρθρογράφος της.
Ξανά και ξανά η Δρέσδη. Καμμία άλλη γερμανική μεγαλούπολη δεν διαθέτει αυτού του είδους την ακτινοβολία και την αύρα της ιστορίας. Αλλά και καμιά άλλη μεγάλη πόλη της Γερμανίας δεν έχει γίνει σε τέτοιο βαθμό το εκκολαπτήριο των περιφρονητών της δημοκρατίας και των εχθρών της όπως αυτή.
Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι η πόλη, οι πολίτες της και οι αρχές της εδώ και καιρό δεν είναι σε θέση, ίσως καν να μην θέλουν να αποτρέψουν αυτούς τους μασκαράδες. Η Δρέσδη είναι η μεγαλύτερη γερμανική πόλη και η αρένα, όπου μπορεί να δοκιμαστεί η διάρρηξη των ορίων της ευπρέπειας και του δημοκρατικά επιτρεπτού τόσο αδιάλλακτα, θαυμάσια και άφοβα όπως επίσης και χωρίς συνέπειες.
Παρά τις προσπάθειες να αποκατασταθεί η φήμη της πάλαι ποτέ επονομαζόμενης «Φλωρεντίας του Ελβα», εκείνη η εποχή έχει -προς το παρόν τουλάχιστον- παρέλθει. Η Δρέσδη έχει μετατραπεί σε χώρο άσκησης λεκτικών εκτροχιασμών και σε χώρο όπου σπάνε τα εθνοφυλετικά ταμπού.
Ο Βίκτορ Κλέμπερερ (1881-1960) ήταν ένας φιλελεύθερος Εβραίος, ο οποίος ασπάστηκε τον γερμανικό προτεσταντισμό και ο οποίος κατείχε από το 1920 την έδρα λατινογενών γλωσσών και φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Δρέσδης. Οταν ήρθαν στην εξουσία οι εθνικοσοσιαλιστές του αφαιρέθηκε η άδεια διδασκαλίας και έπρεπε να ζήσει σε ένα “σπίτι των Εβραίων”, απομονωμένος και παραδομένος στην χλεύη. Εκεί συγκέντρωσε, υπό μορφήν προσωπικού ημερολογίου, ένα βιβλίο, το οποίο εξέδωσε με τον λατινικό τίτλο “LTI, Lingua Tertii Imperii”, δηλαδή “Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ“. Ηταν η πρώτη επισταμένη αντιπαράθεση με τη βία, την οποία είχαν επιβάλει οι ναζί και στη γλώσσα.
Είναι μια ιδιαίτερα τραγική ειρωνία της ιστορίας το γεγονός ότι σήμερα χρησιμοποιούνται φράσεις της εθνικοσοσιαλιστικής γλώσσας στην πόλη του Κλέμπερερ και μάλιστα την ημέρα της επετείου τη γερμανικής ενοποίησης, τα οποία η αστυνομία δεν επέκρινε. Πάνω σε ένα πλακάτ υπήρχε η φράση του Γκαίμπελς “Κατά την άποψη του Εθνικοσιαλιστικού κόμματος είμαστε η γερμανική αριστερά”.
Ο Γκαίμπελς ήταν ένας αριστοτέχνης της έξαλλης αλλά και ψυχρά σχεδιασμένης, αχαλίνωτης, ρητορικής. Μιας έλλειψης αναστολών, η οποία προετοίμαζε τις χωρίς αναστολές πράξεις και βοήθησε να εφαρμοστούν. Αυτή η διάθεση να εγκαταλειφθούν οι αναστολές, οι επιφυλάξεις και οι συνειρμοί έχει γίνει ξανά μολυσματική. Βέβαια σε μια μικρή μειοψηφία, η οποία όμως κατάφερε να καταλάβει τμήματα της πόλης και να την μολύνει. Το ότι κατάφεραν να διαταράξουν και να ασχημίσουν την μέρα της γερμανικής ενοποίησης μπορεί να το θεωρήσει κανείς σκάνδαλο.
Ενα σύνθημα, το οποίο δεν ανήκει μάλιστα στα πιο επιθετικά, ήταν και το «να φύγει η Μερκελ», με το οποίο δεν εννοούσαν να παραιτηθεί. Η εν λόγω κυρία θα πρέπει να απομακρυνθεί, να εξαφανιστεί, να διωχτεί. Χωρίς να ειπωθεί κάτι ιδιαίτερα κακό, προσέγγισε με ήπιο τόνο τη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ. Αυτό δεν απείχε όμως πολύ από άλλα συνθήματα τα οποία ακούστηκαν στη Δρέσδη (και αλλού). Οπως λ.χ. τα «Εξαφανιστείτε» ή «Προδότες». Οποιος τα χρησιμοποιεί θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να καθορίζει ποιο είναι το καλό του λαού και ποιος ανήκει ή δεν ανήκει στο λαό. Οχι μόνο ρητορικά, αλλά και νοητικά δεν απέχει πολύ ο δρόμος από τον προδότη το λαού μέχρι το ναζιστικό λαϊκό δικαστήριο.
Το πόσο αχαλίνωτος μπορεί να είναι ο όχλος αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μεμονωμένοι διαδηλωτές στη Δρέσδη, ανεμπόδιστοι από συνδιαδηλωτές, έλαβαν από μόνοι τους το δικαίωμα να ασκήσουν εξουσία και να καθορίσουν ποιος είναι άνθρωπος και ποιος όχι. Οταν είδαν στο περιθώριο των εκδηλώσεων έναν έγχρωμο πολίτη μιμήθηκαν ήχους πιθήκων και τις κινήσεις τους.
Κάποιοι πολιτικοί οι οποίοι θέλουν να είναι η φωνή τους θα πουν ότι δεν ήταν κομψό και δεν το συμμερίζονται, αλλά υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια, ότι υπεύθυνο είναι το «καρτέλ των παλαιών κομμάτων» και πρέπει να τους δοθεί φωνή. Πρόκειται για εθνοφυλετικό μηδενισμό στον οποίο δεν πρέπει να δοθεί φωνή, πρέπει να του αντιταχθείς.
Το πόσο αταβιστικό είναι το σύνθημα «να φύγει η Μέρκελ», αποδεικνύει ένα γεγονός στο Πότσνταμ. Αγνωστοι έριξαν το περασμένο Σαββατοκύριακο μια γουρουνοκεφαλή μπροστά στο μοναδικό τζαμί του (κρατιδίου) του Βραδεμβούργου και δεν είναι το πρώτο κρούσμα φέτος στη Γερμανία.
Η πλήρης απώλεια σεβασμού προς άλλες θρησκείες και τους πιστούς τους έχει ένα στοιχείο ακρότητας, λένε δηλαδή «εμείς ή αυτοί». Με τέτοιες αρνήσεις ευαισθησίας και λύπης κατέρρευσε ο πολιτισμός τον οποίο υποτίθεται πως ο εθνοφυλετισμός ήθελε να σώσει.