Τουλάχιστον 7 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την επίθεση ένοπλης συμμορίας χθες, Παρασκευή, το βράδυ εναντίον θρησκευτικού σχολείου σε καταυλισμό προσφύγων Ροχίνγκια στο Μπανγκλαντές, στα σύνορα με την Μιανμάρ, όπου εδώ και εβδομάδες οξύνονται οι εντάσεις, ανακοίνωσε η αστυνομία.
Κάποια θύματα πυροβολήθηκαν και άλλα μαχαιρώθηκαν κατά την επίθεση αυτή που έγινε στον καταυλισμό Μπαλούχαλι στο Κοξ Μπαζάρ, διευκρίνισε η αστυνομία.
Σύμφωνα με τις αρχές, τέσσερις άνθρωποι πέθαναν επιτόπου στο σχολείο Ντάρουλ Ούλουμ Ναντουατούλ Ουλάμα αλ Ισλάμια και άλλοι τρεις υπέκυψαν στα τραύματά τους μετά την διακομιδή τους σε κοντινό νοσοκομείο.
Η αστυνομία δεν διευκρίνισε τον αριθμό των ανθρώπων που τραυματίστηκαν από την επίθεση, αλλά μέλος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα (MSF) ανακοίνωσε ότι είναι περίπου είκοσι.
Ενισχύσεις της αστυνομίας αναπτύχθηκαν γύρω από τον καταυλισμό, στον οποίο διαμένουν περισσότεροι από 27.000 άνθρωποι. Κάτοικοι ανήρτησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες από πτώματα που κείτονταν στο πάτωμα του σχολείου.
“Συλλάβαμε έναν από τους δράστες αμέσως μετά το περιστατικό”, δήλωσε ο επικεφαλής της περιφερειακής αστυνομίας Σίχαμπ Κάισαρ Χαν.
Κλίμα φόβου
Ο συλληφθείς έφερε πυροβόλο όπλο, έξι πυρομαχικά και μαχαίρι.
Η επίθεση αυτή διαπράχθηκε εν μέσω αύξησης των εντάσεων στους καταυλισμούς στους οποίους διαμένουν περισσότεροι από 900.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Μιανμάρ.
Πριν από τρεις εβδομάδες, ο ακτιβιστής υπέρμαχος της ειρήνης Μόχιμπ Ούλαχ δολοφονήθηκε μπροστά στο γραφείο του από αγνώστους.
Αυτός ο 48χρονος δάσκαλος ήταν μια εξέχουσα μετριοπαθής φωνή αυτής της κοινότητας χωρίς πατρίδα.
Ορισμένοι από τους υποστηρικτές του, εκ των οποίων πολλοί κρύβονται μετά την δολοφονία του, κατηγορούν τον Στρατό Σωτηρίας Αρακάν Ροχίνγκια (ARSA), την εξτρεμιστική οργάνωση που εμπλέκεται στις επιθέσεις κατά των δυνάμεων ασφαλείας της Μιανμάρ το 2017, εξαιτίας των οποίων ο βιρμανικός στρατός ξεκίνησε διώξεις εναντίον των Ροχίνγκια, με αποτέλεσμα 740.000 μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας να αναζητήσουν καταφύγιο Μπανγκλαντές.
Παρά τις διαψεύσεις του ARSA και τη σύλληψη, σύμφωνα με την αστυνομία, πέντε υπόπτων, ακτιβιστές δηλώνουν ότι αυξάνεται στους καταυλισμούς το “κλίμα φόβου”.
“Η ασφάλεια ενισχύθηκε μετά τον θάνατο του Ούλαχ. Αλλά λιγότερο από έναν μήνα μετά, 7 άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Πώς να έχει κανείς εμπιστοσύνη σε αυτήν την ενισχυμένη ασφάλεια;”, διερρωτάται ο Χάκιμ, ένας πρόσφυγας που ζήτησε να μην αποκαλυφθεί το επώνυμό του.
Απούσα η αστυνομία
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) ανακοίνωσε ότι τουλάχιστον δέκα ακτιβιστές είχαν επικοινωνήσει με την Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, την UNHCR, μετά την δολοφονία του Ούλαχ, οι περισσότεροι από αυτούς για να πουν ότι έχουν δεχθεί απειλές από πολιτοφύλακες.
Η Υπάτη Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Μισέλ Μπατσελέτ χαρακτήρισε την δολοφονία του Ούλαχ “ξεκάθαρο παράδειγμα της έλλειψης ασφάλειας που επικρατεί στον καταυλισμό και τις εμφανείς απόπειρες να σιγήσουν οι μετριοπαθείς φωνές της κοινωνίας των πολιτών”.
Άλλοι ακτιβιστές διηγούνται ότι τα στενά δρομάκια των καταυλισμών ελέγχονται από πολιτοφύλακες και εγκληματίες από την ώρα που πέφτει το σούρουπο και ότι η αστυνομία δεν περιπολεί σχεδόν καθόλου πια.
“Αυτοί (οι αστυνομικοί) δείχνουν να έχουν τρομοκρατηθεί και να είναι διαστακτικοί. Σοβαρή ένταση συνεχίζει να επικρατεί στους καταυλισμούς μετά τον φόνο του Ούλαχ”, εξηγούσε σε συνέντευξη που παραχώρησε πρόσφατα στο AFP ο Κιάου Μιν, ένα από τα ηγετικά στελέχη του Συλλόγου Αρακάν Ροχίνγκια για την Ειρήνη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ARSPH), την οργάνωση του Ούλαχ.