«Μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ’70 σε μια σχετικά απομονωμένη επαρχία, τα ερεθίσματα και οι πληροφορίες δεν ήταν πολλά και συχνά η φαντασία αναλάμβανε δράση. Ένα από τα πράγματα από όπου αντλούσε υλικό ήταν οι αμερικάνικες ταινίες των δεκαετιών του ’40, ’50 και ’60, που έπαιζε η τηλεόραση τα σαββατοκύριακα. Western και film noir. Όταν λοιπόν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο της «Αγέλης Προβάτων», κατάλαβα πως ασυνείδητα έγραφα ένα western. Κι αυτό όχι τόσο για το ηρωικό του ύφος και τη δράση, όσο για τον τρόπο που απλοί και ανυποψίαστοι άνθρωποι, ολόκληρες μικρές κοινωνίες που ζουν σε μια φαινομενική κανονικότητα, εμπλέκονται ξαφνικά σε καταστάσεις ακραίες και βίαιες», λέει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κανελλόπουλος για την ταινία του «Αγέλη Προβάτων» που ξεκίνησε αυτήν την εβδομάδα το ταξίδι της στη μεγάλη οθόνη.
Μια ομάδα ντόπιων και δυο ξένοι, ένα καφενείο και ένα μπαρ, ένα παρηκμασμένο μοτέλ, μερικά αυτοκίνητα και μια γερή δόση τοξικής αρρενωπότητας είναι αρκετά για να συνθέσουν ένα σύγχρονο φιλμ νουάρ σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας του σήμερα. Ο Θανάσης αδυνατεί να ξεπληρώσει το χρέος του στον Στέλιο. Όταν μαθαίνει πως κι ο Αποστόλης βρίσκεται στην ίδια θέση, του ζητά να συμμαχήσουν για να πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία. Κι ενώ βρίσκει κι άλλους πρόθυμους να τον ακολουθήσουν, δύο νεαροί μικροεγκληματίες φτάνουν στην πόλη για να εκφοβίσουν αυτούς που χρωστούν στον τοκογλύφο…
Η «Αγέλη Προβάτων», ταινία που ξεχώρισε και συζητήθηκε στην φετινή κινηματογραφική σεζόν, διακρίθηκε με το Βραβείο Κοινού Fischer στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2021 και πρόσφατα με το Βραβείο Ίρις Β’ Ανδρικού Ρόλου (Άρης Σερβετάλης) της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το οποίο αποκόμισε δίπλα σε εννέα ακόμη υποψηφιότητες.
Γεννημένος στην Αρκαδία, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κανελλόπουλος, γύρισε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του στην Τρίπολη και στο δάσος της Φολόης «αναπλάθοντας μια επαρχία που κινείται αργά, σχεδόν υπνωτιστικά, όπου η κάθε αλλαγή χρειάζεται μια αιωνιότητα για να συμβεί, σε μια ισορροπία δυσβάσταχτη, που όμως μπορεί να ανατραπεί από μια απλή χειρονομία», όπως τονίζει. «Στην Τρίπολη, ο καιρός είναι τόσο ευμετάβλητος που μπορεί να τρελάνει ακόμα και μετεωρολόγο. Για τους ντόπιους το πέρασμα από τη λαμπερότερη λιακάδα σε μια κατακλυσμιαία νεροποντή, ακόμη και τρεις φορές μέσα σε μια ώρα, είναι κάτι φυσιολογικό, αλλά για εμάς ήταν μια καθημερινή πρόκληση. Το δάσος της Φολόης είναι μαγικό. Θα ήθελα να μην το έχω δει ποτέ και να με οδηγήσουν εκεί, στο κέντρο του, με τα μάτια κλειστά. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο κοντά στην αίσθηση που είχαν τα παραμύθια όταν ήμουν παιδί…».