Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925 και το 1940 πήρε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ενώ την ίδια χρονιά γνώρισε τους «πραγματικούς του δασκάλους», τον Πικιώνη και τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα. Το 1943 σπούδασε ζωγραφική στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα, κοντά στους Δ. Μπισκίνη και Π. Μαθιόπουλο. Ακολούθησε εισαγωγή του στα εργαστήρια της Σχολής, κοντά στον Κωνταντίνο Παρθένη, απ’ όπου αποφοίτησε το 1949. Μέλος της ομάδας Αρμός Α και αργότερα της ομάδας Αρμός Β, το 1951 διορίστηκε επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου με καθηγητή τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Από το 1953 έως το 1956, ο Τέτσης έμεινε στο Παρίσι, με υποτροφία του ΙΚΥ. Εκεί, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού διδάχθηκε την τέχνη της χαλκογραφίας. Από το 1958 έως το 1976 δίδαξε στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (γνωστή αργότερα ως «Σχολή Βακαλό»), ενώ παράλληλα (έως το 1962) δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στη «Σχολή Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου». Το 1958 το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Τέχνης τον εξέλεξε μεταξύ Ελλήνων υποψηφίων, για το διεθνές βραβείο του Μουσείου Γκουνγκενχάιμ, όπου και εκτίθεται το έργο του. Ακολούθησε, το 1962, το Βραβείο Κριτικών για το έργο «Το Ναυπηγείο», ενώ το 1970 ορίστηκε εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε Βενετίας. Λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών αρνήθηκε τη συμμετοχή. Το 1976 ο Τέτσης εκλέχθηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Γ΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής, όπου δίδαξε έως το 1991. Το 1989 η σύγκλητος τον εξέλεξε πρύτανη του Ιδρύματος και το 1993 εκλέχθηκε ακαδημαϊκός. Είχε λάβει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις ως εκπρόσωπος της Ελλάδας ενώ είχε παρουσιάσει έργα του σε 90 ατομικές και σε πάρα πολλές θεματικές – ομαδικές εκθέσεις.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός μετά από επιδείνωση της υγείας του