Εκτενές ρεπορτάζ της Welt επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα αριθμητικά στοιχεία της Ελλάδας την περίοδο της πανδημίας και παρατηρεί: «Με μια πρώτη ματιά η Ελλάδα είναι η πρωταθλήτρια στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Καμία άλλη χώρα δεν κατάφερε να κρατήσει τα κρούσματα τόσο χαμηλά στο πρώτο κύμα της πανδημίας και να έχει την κατάσταση υπό έλεγχο μέχρι τώρα. Υπάρχουν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο τα επίσημα δεδομένα αποτυπώνουν μια ρεαλιστική εικόνα (…) Σύμφωνα με το Our World in Data η Ελλάδα καταγράφει καθημερινά μόνο περίπου 35 κρούσματα ανά 1 εκατομ. κατοίκων. Συγκριτικά, η Γερμανία 49 περιστατικά ανά 1 εκατομ. Μόνο η Νορβηγία ξεπερνά την Ελλάδα με 29 κρούσματα. Βρήκε λοιπόν η Ελλάδα την τέλεια συνταγή για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού; Και αν ναι, γιατί η χώρα δεν θεωρείται πρότυπο παγκοσμίως» διερωτάται η Welt και παρατηρεί: «Δεν είναι τόσο απλό, γιατί ο αριθμός των νέων μολύνσεων δεν περιγράφει όλη την ιστορία».
Στη συνέχεια η Welt παραθέτει τις εκτιμήσεις του καθηγητή Γενετικής Εμμανουήλ Δερμιτζάκη από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ο οποίος συμβουλεύει την ελληνική κυβέρνηση σε επιστημονικά θέματα και συνέβαλε στη δημιουργία ειδικών κέντρων για τεστ κορωνοϊού από την αρχή της πανδημίας. Σύμφωνα με τη Welt, «Ο Δερμιτζάκης γνωρίζει πολύ καλά την κατάσταση του κορωνοϊού στην Ελλάδα και πιστεύει ότι ο απόλυτος αριθμός των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί με κορωνοϊό είναι υψηλότερος από εκείνον που παρουσιάζουν τα τεστ». O Eμ. Δερμιτζάκης εξηγεί στην Welt ότι στην Ελλάδα γίνονται κυρίως τεστ στοχευμένα σε ευάλωτες ομάδες. Σε αυτές περιλαμβάνονται πχ. εργαζόμενοι σε γηροκομεία ή μετανάστες. Αυτή είναι κατά τον ίδιο μια σωστή στρατηγική, ωστόσο όπως λέει: «δεν είναι χρήσιμη για την καταγραφή του ποσοστού μολύνσεων στον γενικό πληθυσμό». «Σύμφωνα με τον Δερμιτζάκη η υπόνοια ότι στην Ελλάδα των 10 εκατομ. κατοίκων έχουν μολυνθεί με κορωνοϊό πολλοί περισσότεροι από ό,τι μπορεί να συναχθεί από τα επίσημα στοιχεία, προκύπτει από την αναλογία του αριθμού θανάτων από κορωνοϊό προς τον απόλυτο αριθμό των κρουσμάτων, που σε σύγκριση με την Ελβετία των 8,6 εκατομ. κατοίκων είναι ύποπτα υψηλή (…) Ο εβδομαδιαίος μέσος όρος των θανάτων στην Ελλάδα από τον Αύγουστο ήταν σταθερά σημαντικά υψηλότερος από ό, τι στην Ελβετία, σε ορισμένες περιπτώσεις διπλάσιος ή τριπλάσιος».
«Ο Δερμιτζάκης πιστεύει ότι το αυξημένο ποσοστό θανάτων στην Ελλάδα δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές στην υγειονομική περίθαλψη. Διότι η ελληνική κυβέρνηση έλαβε πολύ σοβαρά τον κορωνοϊό εξαρχής. Πράγματι, η Ελλάδα αντέδρασε πολύ νωρίς και με συνέπεια όταν ξέσπασε η κρίση του κορωνοϊού. Η χώρα έκλεισε τα σχολεία τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου, περίπου παράλληλα με την Ιταλία, την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που επλήγη από τον Covid-19» γράφει η Welt. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Γενετικής: «στην πρώτη φάση της πανδημίας ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ενήργησε πολύ γρήγορα και αποφασιστικά για να σταματήσει την εξάπλωση του ιού, γιατί γνώριζε ότι το ελληνικό σύστημα υγείας είχε παθογένειες και δεν μπορούσε να αντέξει μεγάλο αριθμό κρουσμάτων». Ωστόσο εκτιμά ότι η κυβέρνηση ήταν λιγότερο προετοιμασμένη για την έναρξη του δεύτερου κύματος και σημειώνει: «Όταν τα κρούσματα άρχισαν να αυξάνονται ξανά στις αρχές Αυγούστου, η κυβέρνηση πανικοβλήθηκε επειδή δεν περίμενε την νέα αύξηση των κρουσμάτων τόσο νωρίς και ανακοίνωνε νέα μέτρα κάθε εβδομάδα (…) Η Ελλάδα τα κατάφερε πολύ καλά στο πρώτο κύμα, αλλά ο πληθυσμός έχασε την επαγρύπνησή του κι έτσι ο κορωνοϊός μπόρεσε να εξαπλωθεί ξανά.»
Ο Δερμιτζάκης θεωρεί ωστόσο, ότι στο μεταξύ η αναταραχή από τα νέα μέτρα έχει υποχωρήσει και η κυβέρνηση συνεχίζει να λαμβάνει θετικά προληπτικά μέτρα πχ. χαρακτηρίζοντας περιοχές ανάλογα με την εμφάνιση νέων κρουσμάτων σε ζώνες κινδύνου με διαφορετικά χρώματα, για παράδειγμα «πορτοκαλί» για την Αθήνα.
Η Welt κλείνοντας σημειώνει: «Τωρα η κατάσταση είναι υπό έλεγχο, γιατί ακόμα, αν και δεν είναι ξεκάθαρο πόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των μολύνσεων στη χώρα από αυτόν που δείχνουν τα θετικά τεστ, ο αριθμός των νέων μολύνσεων παραμένει εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες σταθερος. Για την ώρα άλλωστε επικρατούν καλοκαιρινές θερμοκρασίες, περίπου 22 βαθμοί στην Αθήνα, την περασμένη εβδομάδα άγγιξε μάλιστα τους 30. Οι άνθρωποι κάθονται έξω, συναντιούνται έξω. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, πώς θα εξελιχθεί η μετάδοση και τα ποσοστά θανάτων όταν μπει το φθινόπωρο στην Αθήνα.»