«Η Βολιβία». Αυτή ήταν η απάντηση που μου δώσανε διάφοροι φίλοι και γνωστοί που είχαν κάνει ένα ολιγόμηνο τουρ στη Νότια Αμερική, όταν τους ρώτησα ποιο μέρος τους άρεσε περισσότερο. «Η Βολιβία, να πάτε οπωσδήποτε». Υποκινούμενοι από το παραπάνω σχόλιο, ένα χρόνο αργότερα κλείσαμε μία σειρά από αλεπάλληλες πτήσεις για να μας μεταφέρουν σε έναν από τους γνωστούς-άγνωστους προορισμούς του νότιου τμήματος της αμερικάνικης ηπείρου.
Το μόνο που πιθανότατα ξέρει κάποιος για τη Βολιβία είναι ότι έχει την ψηλότερη πρωτεύουσα στον κόσμο. Μία ερώτηση που όλοι έχουμε απαντήσει κάποια στιγμή στο Trivial Pursuit ή κάποιο άλλο παιχνίδι γνώσεων. Για να καταλάβετε για πόσο ψηλά μιλάμε, η Λα Παζ βρίσκεται στα 3.632 μέτρα, ενώ η κορυφή του Ολύμπου αγγίζει μόλις τα 2.918. Αυτό όμως που μάλλον δεν ξέρει κάποιος είναι η απίστευτη, μοναδική φυσική ομορφιά αυτής της χώρας που σου κόβει την ανάσα – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στη Βολιβία θα αντικρύσεις γεωγραφικά εξτρίμ κι αφθονία φυσικών θησαυρών. Ο πιο εντυπωσιακός, με διαφορά, απ’ αυτούς είναι οι αλυκές (salt flats) του Uyuni, οι μεγαλύτερες αλυκές του κόσμου.
τα συγκλονιστικά σεληνιακά «αλμυρά» τοπία των Uyuni
Για να δεις τις αλυκές και το γειτονικό πάρκο Reserva de Fauna Andina Eduardo Avaroa θες τουλάχιστον 3-4 μέρες και πρέπει οπωσδήποτε να κλείσεις ένα από τα οργανωμένα τουρ. Σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να νοικιάσεις ένα αμάξι μόνος σου, γιατί είναι 100% βέβαιο ότι θα χαθείς σε αυτή την απέραντη λευκή έρημο που εκτείνεται για χιλιόμετρα. Στο τουρ θα αισθανείς πραγματικά ότι βρίσκεσαι σε μία εναλλακτική πραγματικότητα: μένεις σε ξενοδοχεία από αλάτι, κοιμάσαι σε κοινόβια μαζί με άλλους τουρίστες, ξεχνάς ανάγκες όπως να κάνεις μπάνιο κάθε μέρα, καθώς οι συνθήκες διαμονής αρκούνται στα απολύτως βασικά, ξυπνάς με έτοιμο φαγητό και τσάι φτιαγμένο από φύλλα κόκας (το αντίδοτο για το υψόμετρο), και μπαίνεις σε ένα τζιπ μαζί με τον οδηγό σου και τη μαγείρισσα. Και μετά οδηγείς για ατελείωτες ώρες σε έναν άλλο πλανήτη, σε ένα τοπίο απόκοσμης ένταση κι έκτασης.
Σίγουρα το πιο εναλλακτικό road trip που έχω κάνει στη ζωή μου. Με στάσεις σε μέρη όπως νησιά γεμάτα κάκτους, ατελείωτες πεδιάδες άλατος, ηφαίστεια, θερμές πηγές, ερήμους, πολύχρωμες λίμνες. Και όπως στα δικά μας ελληνικά νησιά βλέπεις συχνά-πυκνά να ξεπροβάλλουν κατσίκες, σε αυτόν τον εναλλακτικό πλανήτη θα δεις λάμα και φλαμίνγκο. Θυμάμαι να μην μιλάω και να βγάζω απλά ιαχές και επιφωνήματα σε κάθε στάση. «ΩΩΩΩΩΩΩ», «Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει», «Απίστευτο, Φοβερό»., «Πού είμαστε;». Μετά το πρώτο σοκ, ρουφάς σταδιακά όλες τις εικόνες του πάρκου. Και μετά κι άλλα επιφωνήματα και βαρύγδουπες δηλώσεις: «Μα τι είναι αυτό το μέρος;», «μα είναι σαν το τέλος του κόσμου», «είναι εξωπραγματικά όμορφο» κοκ. Κι όσο για την όποια ταλαιπωρία, σίγουρα αντισταθμίζεται από το τοπίο και την εμπειρία. Φυσικά, τα φωτογραφικά κλικ είναι αμέτρητα. Ιδίως στις αλυκές, μπορείς να περάσεις άπειρες στιγμές χαράς παίζοντας με την προοπτική και τα δυσανάλογα μεγέθη που αυτή δημιουργεί. Πάρτε μια γεύση
Μετά από 3 ημέρες περιπλανήσεων, γιορτάσαμε την επιστροφή στον πολιτισμό και την πρόσβαση σε καθαρές τουαλέτες με ένα ωραιότατο, ζεστό μπάνιο και πίτσα από κινόα, το τοπικό έδεσμα. Μπορεί για το δυτικό κόσμο η κινόα να συγκαταλέγεται στις χιπ «υπερτροφές», για τους Βολιβιανούς όμως είναι κάτι τόσο κοινότοπο όσο το ρύζι για τους Κινέζους.
Επομενη στάση, ο Αμαζόνιος. Πετάξαμε με το μικρότερο αεροπλάνο που έχω πετάξει στη ζωή μου για τη Rurrenabaque, το κέντρο εξορμήσεων για το δάσος του Αμαζονίου. Θυμάμαι ότι δεν είχαμε αεροσυνοδούς, μόνο δύο πιλότους, δεν έγινε καμία παρουσίαση των οδηγιών ασφαλείας, και μπορούσαμε να δούμε ξεκάθαρα τι συμβαίνει στο πιλοτήριο καθώς δεν υπήρχε πόρτα. Στην προσγείωση έψαχνες μόνος τη βαλίτσα σου κι έπαιρνες ένα βανάκι για μία δεκάλεπτη κούρσα προκειμένου να φτάσεις στην αίθουσα/ δωμάτιο αφίξεων διασχίζοντας την πόλη του Rurrenabaque .
Μετά τη σουρεαλιστική αυτή διαδρομή, συνεχίσαμε την εξόρμησή μας και πήραμε ένα καραβάκι για μία δίωρη βόλτα στο ποτάμι για να φτάσουμε στο Εθνικό Παρκο Madidi. Για τρεις μέρες μείναμε στη ζούγκλα. Κοιμόμασταν κι ακούγαμε τα φύλλα να θροΐζουν ανάκατα με ήχους από έντομα και ζώα που δεν αναγνωρίζαμε, όπως τάπιρους, capybara και μυρμηγκοφάγους. Τα πρωινά, περπατούσαμε στο τροπικό δάσος συνοδεία του φιλικότατου οδηγού με το βιονικό αυτί, που μπορούσε να αναγνωρίσει από χιλιόμετρα ένα κοπάδι αργιογούρουνων. «Στα 800 μέτρα ανατολικά, είναι περίπου 10 αγριογούρουνα», μας έλεγε και εμείς γνέφαμε συγκαταβατικά για να κρύψουμε την αδυναμία μας να πιάσουμε τα vibes της φύσης.
Το επόμενο τριήμερο το περάσαμε στην ελώδη περιοχή (Pampas) του ποταμού Yacuma. Διασχίζαμε ολημερίς κι ολυνυκτίς με βάρκα το ποτάμι, ζώντας από κοντά την εμπειρία της φύσης και κάνοντας παρέα με εξέχοντα μέλη του ζωικού βασιλείου. Κολυμπήσαμε με ροζ δελφίνια, πήγαμε για ψάρεμα … πιράνχας, ξυπνήσαμε με αλιγάτορες στην αυλή, κάναμε βόλτες προς αναζήτηση ανακόντας. Σαν τις διακοπές στο (Βολιβιανό) χωριό.
Θυμάμαι να βλέπουμε caymans (ένα είδος αλιγάτορα) στις όχθες του ποταμού να μας κοιτάζει νωχελικά, ενώ βουτούσαμε λίγο παρακάτω στο ποτάμι για να κολυμπήσουμε μαζί με τα δελφίνια. «Μην ανησυχείτε, άμα έχει δελφίνια δεν έρχονται οι αλιγάτορες», μας καθησύχασε ο οδηγός μας. Εκείνη την στιγμή, έκανα ένα mental click για να κρατήσω μία φράση που δεν περίμενα να ακούσω, πόσο δε να ακολουθήσω ως συμβουλή στη ζωή μου και βούτηξα στα καφέ νερά του ποταμού για να νιώσω λίγα λεπτά αργότερα κάτι λείο – ένα δελφίνι- να μου γαραγαλάει το πόδι. Τα πρώτα λεπτά λίγο αναστατώνεσαι, καθώς δεν βλέπεις τι σε αγγίζει στα καφέ νερά του ποταμού, μετά όμως σιγά σιγά εξοικειώνεσαι με την ιδέα ότι ένα ροζ δελφίνι είναι στα πόδια σου, κι αρχίζεις να το διασκεδάζεις. Μετά το βραδινό, ο οδηγός μας επέμεινε να κάνουμε ρομαντική βόλτα στον ποταμό. Εκεί, στο απόλυτο σκοτάδι, αντί για την αντανάκλαση του φεγγαριού, το μόνο που βλέπεις είναι τα άγρυπνα, κίτρινα, μάτια των αλιγατόρων που παραμόνευαν για το επόμενό τους θύμα.
Στην επιστροφή για τη Rurrenabaque, πέσαμε σε μία απίστευτη καταιγίδα. Το τζιπ μας κόλλησε στη λάσπη και όλοι οι άντρες βγήκαν έξω να σπρώξουν, ενώ εγώ ως η μόνη κοπέλα-επιβάτισσα έμεινα κυρία και στεγνή στο αμάξι. Μισή ώρα αργότερα, το αμάξι επιτέλους ξεκόλλησε. Όλοι οι άντρες επιβάτες– 4 Βολιβιανοί και ο φίλος μου – έμειναν κατά το ήμισυ γυμνοί για να στεγνώσουν. Κι έτσι, ημίγυμνοι, βρεγμένοι, συνεχίσαμε την επιστροφή ανάμεσα σε λάσπες, λακούβες, νεκρές αγελάδες που είχαν πεθάνει όταν ξεχείλισε το ποτάμι λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τραγουδώντας τοπικά άσματα σε άλλη μία σουρεαλιστική, βολιβιανή διαδρομή.
Μετά τη φύση, σειρά είχαν οι πόλεις. Η Λα Παζ, μία πόλη, όχι ιδιαίτερα όμορφη, όχι ιδιαίτερα πράσινη, και όχι ιδιαίτερα ευχάριστη. Στα πάνω από 3.500 μέτρα χρειάζεσαι τουλάχιστον λίγες μέρες για να συνηθίσεις το υψόμετρο και την υποξία που σε καταβάλλει, εκεί στα ψηλά. Εμείς συρθήκαμε στο κέντρο, πήγαμε στην πολύβοη Αγορά των Μαγισσών (Mercado de las Brujas), και θαυμάσαμε μία πόλη που είναι χτισμένη πάνω στη βάση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης: στα περίχωρα, στις πλαγιές των βουνών, βρίσκονται οι περισσότερες, πιο φτωχές περιοχές, ενώ στο κέντρο, στα πιο χαμηλά, ζούνε όσοι είναι πιο ευκατάστατοι, αυτοί που μπορούν να πληρώσουν λίγο παραπάνω για να ένα «τσακ» ατμοσφαιρικής πίεσης και οξυγόνου, που κάνουν τις συνθήκες διαβίωσης λίγο καλύτερες. Σε μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις και σκόνη, οι κάτοικοι έρχονται να συνθέσουν το διφορούμενο τοπίο της πόλης, της χώρας ολόκληρης: θα δεις ιθαγενείς Ινδιάνους με τις παραδοσιακές φορεσιές τους, «δυτικόφερτα» ντυμένους επαγγελματίες, στρατιωτικούς, παιδάκια, τουρίστες.
Μετά τη Λα Παζ συνεχίσαμε το τουρ μας με δύο ακόμα πόλεις: τη Σούκρε και το Ποτοζί. Η Σούκρε, γνωστή και ως «η Λευκή Πόλη», διεκδικεί το μερίδιο της αποικιοκρατικής κληρονομιάς των Ισπανών. Η επιρροή τους είναι ξεκάθαρη, κάτι που άφησε στη Σούκρε μία σειρά από όμορφα, λευκά κτίρια και φοινικοκρατούμενες πλατείες. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι βρίσκεται «μόλις» στα 2,790 μέτρα, είναι σχεδόν μία όαση ανάμεσα στις πολύβοες, σκονισμένες πόλεις της Βολιβίας. Χωρίς να το ξέρουμε ή να το έχουμε προγραμματίσει, βρεθήκαμε στη Σούκρε τη μέρα του καρναβαλιού και ζήσαμε το έθιμο της πόλης: αντί να ντύνονται, όλοι κυκλοφορούν στην πόλη με νεροπίστολα, κουβάδες, μπαλόνια γεμάτα νερό. «Πυρομαχικά» για τη μεγαλύτερη, και σίγουρα πιο υγρή μάχη που εκτυλίσσεται στους δρόμους. Κι εκεί που περπατούσαμε ανέμελοι στα σοκάκια, τσακ πέφτει μία νερόμπομπα από ένα μπαλκόνι, και βλέπω μία μεσήλικη κυρία να χαμογελάει για την επιτυχή εκπλήρωση της αποστολής της. Στην κεντρική πλατεία, την Playa 25 Mayo, δώσαμε πραγματική μάχη. Φορτηγά φορτωμένα με παιδάκια, μας κυνήγησαν με μοναδικό στόχο να μας καταβρέξουν. Καθώς δεν είμασταν εξοπλισμένοι με αντίστοιχα όπλα, για δύο ώρες παίζαμε ένα κρυφτοκυνηγητό στην πόλη, προσπαθώντας να αποφύγουμε, ανεπιτυχώς, τις κρούσεις νερού. Αργότερα μάθαμε ότι στο παρελθόν χρησιμοποιούσαν αυγά αντί για νερό. Τα αντικατέστησαν λίγα χρόνια πριν, σε μία αναλαμπή οξυδέρκειας και για το καλό μας, επικράτησε ο νεροπόλεμος αντί του αυγοπόλεμου.
Επόμενος σταθμός το Ποτοσί. Στα 4,100 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, το Ποτοσί είναι με τη βούλα η υψηλότερη πόλη του κόσμου, μία πόλη με συναρπαστική και συνάμα τραγική ιστορία. Στις αρχές του 17ου αιώνα ήταν μία από τις μεγαλύτερες και πιο πλούσιες πόλεις του κόσμου, μεγαλύτερη από τη Μαδρίτη και ίση σε μέγεθος με το Λονδίνο εκείνης την εποχής. Και όλα αυτά εξαιτίας του ορυχείου του «Πλούσιου Βουνού», του Cerro Rico. Οι ντόπιοι μας είπαν ότι τον παλιό καιρό, χρησιμοποιούσαν τη φράση «αυτό αξίζει ένα Ποτοσί» για να περιγράψουν ό,τι είχε αξία ανεκτίμητη. Οι συνθήκες στα ορυχεία όμως ήταν αποτροπιαίες. Ο τοξικός υδράργυρος θέρισε τους εργάτες και τους σκλάβους. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών έφτασε τα 9 εκατομμύρια, η πόλη παρήκμασε. Ακόμα και σήμερα, θα αισθανθείς ένα βάρος πάνω από την πόλη, η σκιά του Cerro Rico να πλανιέται πάνω από το βασανισμένο, σκονισμένο Ποτοσί.
Κάπως έτσι τέλειωσε το ταξίδι, στη χώρα των υπερθετικών: τη χώρα με την Τικιτάκα, την ψηλότερη λίμνη, το Ποτοσί, την ψηλότερη πόλη και τη Λα Παζ, την ψηλότερη πρωτεύουσα στον κόσμο. Με το μεγαλύτερο απόθεμα αλατιού και τον πιο επικίνδυνο δρόμο του κόσμου. Σε αυτή τη λίστα υπερθετικών περιγραφών θα προσθέσω και εγώ τη δική μου: τη χώρα με τις πιο συγκλονιστικές εικόνες που έχω δει στην ταξιδιωτική ζωή μου.
όλες οι φωτογραφίες του ταξιδιού στην παρακάτω γκάλερι