Με την Ιωάννα γνωριστήκαμε στο αμφιθέατρο της Θεολογικής. Ήταν «η ωραία» στο έτος μας. Γίναμε φίλες το 1990 σε ένα ταξίδι με το Πανεπιστήμιο στην Ιταλία. Το καλοκαίρι του 1991, μόλις τελείωσε η εξεταστική (είχα περάσει Εκκλησιαστική Ιστορία και Δογματική, η Ιωάννα δεν θυμάμαι) θέλαμε να πάμε στην Ίο, στην Κέρκυρα και στην Αμοργό. Πήγαμε στην Πάρο.
Όταν ταξιδεύουν ένα ωραίο κορίτσι κι ένα αγοροκόριτσο πολλά μπορούν να συμβούν και συμβαίνουν: μεθυσμένοι Ιρλανδοί, παίρνουν την Ιωάννα σηκωτή, ένα ερωτευμένο (αγαθό) Αμερικανάκι της κάνει πρόταση γάμου στη μέση της Παροικιάς, ενώ εγώ ζω τις δικές μου Διακοπές στη Ρώμη πάνω στη βέσπα ενός Γάλλου. Προτρέχω, πρέπει πρώτα να πάρουμε το πλοίο.
Ήταν Ιούλιος και πήραμε ένα πλοίο που το λέγανε Αιγαίο. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη. Ήταν η πρώτη μας φορά με πλοίο στα ελληνικά νησιά (δεν ξέρω γιατί αργήσαμε τόσο, ίσως επειδή δεν ήμασταν από νησιώτικες οικογένειες), πάντως ήρθαμε για πρώτη φορά αντιμέτωπες με όλο εκείνο το μπλε τόσο κοντά τα μάτια μας, τόσο μέσα στα μαλλιά μας: αναπνέαμε μπλε, μιλούσαμε μπλε, μισή ώρα πάνω στο πλοίο (δεν είχε βγει καν από τον Σαρωνικό μάλλον) κι εμείς ήμασταν δύο ιέρειες του μπλε αφοσιωμένες στη λατρεία του. Το καλοκαίρι του ’91 ήταν ένα κλείσιμο του ματιού από το καλοκαίρι του ‘88, τότε που ο Λυκ Μπεσόν γύρισε στην Αμοργό το Απέραντο Γαλάζιο (παίζανε κομπάρσοι κάτι φίλοι μου, ακόμη τραβάω τα μαλλιά μου που δεν ήμουν εκεί), βάζοντας το νησί στο χάρτη κάθε ρομαντικού Γάλλου. Καθόλου περίεργο, το πλοίο που μας πήγαινε με την Ιωάννα στην Πάρο ήταν φίσκα στα Γαλλάκια. Και η Ιωάννα γαλλομαθής. Νομίζω δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Στην πραγματικότητα δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ένα όνομα. Ήταν γιος Γάλλου πρόξενου ή κάτι τέτοιο, είχε γεννηθεί στο Ντακάρ ή κάτι τέτοιο, είχε αστεία προφορά (μου αρέσει το πειραγμένο ρο), τον έλεγαν Φαμπιάν. Θυμάμαι αμυδρά τον Φαμπιάν -όσο κι αν έψαξα στα συρτάρια μου δεν βρήκα μία φωτογραφία του. Να πω όμως ότι τα μάτια του ήταν μπλε. Δεν με συγκινούν τα μπλε μάτια, δύο από τους καλύτερους φίλους μου κι άλλα τόσα από τα έξι βαφτιστήρια μου έχουν συγκλονιστικά μπλε μάτια. Αλλά αυτό ήταν le grand bleu, ένα μπλε που δεν έχω ξαναδεί. Ίσως νωρίς το πρωί στο Αιγαίο έξω από τη Δονούσα, δεν είμαι σίγουρη. Όπως δεν είμαι σίγουρη πως βρεθήκαμε μετά στο νησί. Πως δεν χανόμασταν με τους ανθρώπους όταν δεν υπήρχαν κινητά; Έλεγες σε κάποιον θα είμαι στην Παροικιά κι έπειτα εκείνος έτρωγε όλα τα μπαρ της Παροικιάς να σε αναζητάει; Κάτι τέτοιο.
Ελάχιστα θυμάμαι από εκείνο το ταξίδι στην Πάρο 24 χρόνια πριν. Ό,τι γράφω το βρήκα σημειωμένο πάνω στα βιβλία που είχα μαζί μου (Λίλιθ: Η Σκοτεινή Θηλυκή Αρχή;, ε, ναι, μόνο ένας ξένος θα μου έπιανε την κουβέντα). Διάβαζα Ευγένιο Αρανίτση, Ίταλο Καλβίνο και Νίκο Εγγονόπουλο. Στις κασέτες μου με ετικέτα «Πάρος 1991» διαβάζω Negresses Vertes, Mano Negra, Stiff Little Fingers, Nick Cave, Τito Puente, Neville Brothers, Diamanda Galas. Ανάμεσα στις τρομπέτες των Γάλλων τσιγγάνων και τα ουρλιαχτά της Diamanda διαβάζω κι ένα Franz Liszt – Hungarian Rhapsody no.2 (!) -μουσική για κηδεία αν με ρωτήσεις σήμερα. Ποιος ξέρει τι βάσανα είχα τότε, 22 χρονών και 42 κιλά, θα μου φαινόταν ασήκωτο το βάρος της ζωής, μάλλον.
Γυρίσαμε στον Πειραιά πέντε μέρες μετά με το «Ποσειδών». Ήμασταν οι δύο τελευταίοι επιβάτες που μπήκαμε στο πλοίο, τρέχοντας, την ώρα που σήκωναν μπουκαπόρτα. Η Ιωάννα γκρεμοτσακίστηκε, έτρεξαν τα ναυτάκια και την πήραν σηκωτή και (για μια γρατζουνιά στο γόνατο) κάναμε το ταξίδι της επιστροφής καπετάνισσες πάνω στη γέφυρα.Εκείνες οι πρώτες διακοπές στην Πάρο είχαν πλάκα, αλλά δεν ήταν οι καλύτερες της ζωής μου. Μου χάρισαν όμως μία απάντηση στο ερωτηματολόγιο του Προυστ, στην ερώτηση
«Που και πότε υπήρξες ευτυχισμένη:»
Είμαι στη μέση της θάλασσας σε μια άδεια Πούντα και από το μπαράκι πάνω στην άμμο με την αιώρα και τον παπαγάλο ακούγονται Les Négresses Vertes:
C’est pas la mer à boire
pour tous ceux qu’aiment pas ça
c’est seule-ment pas d’cul
pour tous ceux qui n’en n’ont pas
c’est pas la mer à boire.