Μια Κερκυραία στη Λευκάδα σερβίρει αγάπη αλά σοφρίτο

Υπάρχει ένα κομμάτι γης στη Λευκάδα, μια λωρίδα δρόμου, που σε μια χούφτα δευτερόλεπτα όλα κι όλα, αποκρυσταλλώνει όλα αυτά που αντιπροσωπεύει το Ιόνιο. Για λίγα μέτρα άσφαλτου μονάχα, το βλέμμα σου εγκολπώνεται στο βαθύ πράσινο απ’ το παχύ φύλλωμα των ψηλών κωνοφόρων που αγκαλιάζουν το δρόμο, πριν σου σοκάρει τον αμφιβληστροειδή μια στροφή αργότερα, γεμίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη το πεδίο σου με το βαθύ μπλε της απέραντης Αδριατικής και το ατέλειωτο γαλάζιο τ’ ουρανού, να επιδίδονται στην αιώνια κούρσα τους προς τον ορίζοντα, καδραρισμένα από καταπράσινα δέντρα και πουρνάρια που χωρίζονται απ’ τη θάλασσα μονάχα από μια λεπτή γραμμή κατάλευκων βράχων κι αμμουδιών. Κάτω ακριβώς απ’ αυτήν την λωρίδα γης, βρίσκεται μια απ’ τις πιο ξεχασμένες και απάτητες παραλίες της Λευκάδας.

Τα Πευκούλια, με την απέραντη ακτογραμμή και τα κρυστάλλινα νερά τους να συνδυάζονται με πανεύκολη πρόσβαση απ’ την πόλη της Λευκάδας, κάποτε κοντράριζαν στα ίσια το Κάθισμα για το θρόνο της λαοφιλέστερης παραλίας του νησιού. Η ελεύθερη πτώση βράχων κι οδοστρώματος στο σεισμό του 2003, έστειλε σε ελεύθερη πτώση την προτίμηση τον ντόπιων στην παραλία, που είδε το φάρδος της αμμουδιάς της να μειώνεται σημαντικά, και το γόητρο της να θολώνει, σε αντίθεση με τα νερά, που ταίριαξαν την τυρκουάζ σαγήνη τους με μια γοητευτική αγριάδα μιας ελαφρώς πιο απόμερης και γι’ αυτό πιο απάτητης πια ακρογιαλιάς Παρ’ όλα αυτά, τα Πευκούλια εξακολουθούν να προσφέρουν ένα απ’ τα μαγευτικότερα ηλιοβασιλέματα του Ιονίου, κι αυτό ακριβώς το ηλιοβασίλεμα ήταν και το δόλωμα που τσίμπησε η Δήμητρα, για να ανοίξει σ’ αυτήν την παρεξηγημένη παραλία το εστιατόριό της, κάνοντας την Κατερίνα ένα ιδανικό δέλεαρ για να εκτιμηθεί ξανά μια απ’ τις πιο υποτιμημένες γωνιές του νησιού.

“Είναι το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα που έχω δει”, λέει η Δήμητρα, και το πρόσωπό της γαληνεύει και μόνο που το ανακαλεί. “Το ωραιότερο. Ουσιαστικά έκανα το εστιατόριο γιατί θέλω να είμαι εδώ όταν πέφτει ο ήλιος. Και δεν το χάνω ποτέ. Παρατάω τους πελάτες, τους εγκαταλείπω και πάω να το δω”, λέει και γελάει. Μα τι δουλειά έχει μια κατά το ήμισυ Κερκυραία, που έχει στήσει μαγαζιά στην Αθήνα και στην Αίγινα, έχει ασχοληθεί με παραδοσιακά προϊόντα κι έχει στήσει events όπως τα Κυριακάτικα Τραπέζια της Μαφίας στο Booze, να χαζεύει ηλιοβασιλέματα στη Λευκάδα; “Ήρθα πριν τρία χρόνια διακοπές στη Λευκάδα για πρώτη φορά”, θυμάται η ίδια, που γοητεύτηκε κατευθείαν απ’ την άγρια ομορφιά της βορειοδυτικής μεριάς του νησιού. “Ήρθαμε το 2010 με τα παιδιά μου, ακριβώς σ’ αυτό το μαγαζί, που λειτουργούσε τότε υπό άλλη διεύθυνση, κι ενώ τρώγαμε τους είπα πως θα ήθελα πάρα πολύ, αυτό εδώ το μαγαζί, να είναι μαγαζί μου. Αν είχα μαγαζί για σαιζόν, θα ήθελα να είναι μόνο εδώ”.

“Δεν ξαναείχα καμία σχέση με τη Λευκάδα μέχρι το προπερασμένο Πάσχα, που αποφάσισα να ξαναέρθω, για να δω κάτι φίλους στον Άγιο Νικήτα”, λέει και δείχνει ασυναίσθητα προς το γραφικότερο παραθαλάσσιο χωριό του νησιού, μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα. “Κάνω μια βόλτα και προς τα εδώ, να κατέβω να χαζέψω την παραλία, και το μαγαζί είναι άδειο. Τίποτα, μόνο τα κάγκελα του σκελετού για τις τέντες, κι ένα έρημο τοπίο. Αρχίζω να χτυπάω πόρτες σαν τρελή, μέχρι που μου ανοίγει και βγαίνει ένας κύριος τεράστιος σα τον Ζορμπά, ο κυρ-Βαγγέλης, και του λέω “Γεια σας, θέλω το μαγαζί””. Δύσπιστος ως Επτανήσιος, ο κυρ-Βαγγέλης την έκοψε πατόκορφα και της υποσχέθηκε να της το κρατήσει για του χρόνου. “Όχι δεν καταλάβατε, το θέλω για φέτος”, του διευκρίνισε Διασκεδασμένος απ’ το θράσος της, της είπε “Κορίτσι μου, εγώ είμαι 73 χρονών. Αυτό που μου λες δε γίνεται”. Κι η Δήμητρα του είπε “κυρ Βαγγέλη, εγώ 19 Ιουνίου, ανήμερα της Φανερωμένης, θα είμαι ανοιχτή”. Κι άνοιξε. Με λίγη βοήθεια απ’ τη μαμά της, βέβαια.

“Αν δεν ήταν η μαμά μου στην κουζίνα, δεν θα υπήρχε το Κατερίνα. Είναι όλο στημένο πάνω της. Τρως κι αισθάνεσαι ότι έχεις τη μαμά σου δίπλα σου και σε αγκαλιάζει, κι αυτή ήταν κι η λογική: να ανοίξουμε ένα μαγαζάκι που θα προσφέρει παραδοσιακό ελληνικό φαγητό με τη θαλπωρή του σπιτιού”, λέει η Δήμητρα κι εκείνη την ώρα εύχομαι να έκανε κι η δική μου μαμά μουσακά με τόσο δεμένη μπεσαμέλ, τόσο πλούσια τη γεύση του κιμά και τόσο ελαφρύ το κολοκύθι που χρησιμοποιεί για βάση, δανεισμένη τη συνταγή απ’ την σαντορινιώτικη παραλλαγή. Αλλά μετά, οι Σκανδιναβοί γαστρογράφοι που έστελναν τις ενθουσιώδεις ανταποκρίσεις τους στα Μέσα τους, για την τόσο καθαρή, ελαφριά και εύγευστη εκδοχή του πιο παραδοσιακού (και πιο κακοποιημένου) ελληνικού πιάτου, αντί για την κυρά Κατερίνα της Δήμητρας, μπορεί να γράφαν για την κυρά Καίτη τη δικιά μου και να έχανα την αποκλειστικότητα Οπότε σκέφτομαι πως όλα καλά, και καταβροχθίζω άλλη μια μπουκιά.

Το ταλέντο της μαμάς, έχει περάσει και στην κόρη φυσικά: οι “αλοιφές” του μαγαζιού, απ’ το δροσιστικό τζατζίκι και την ύπουλη σκορδαλιά με το μαύρο χωριάτικο ψωμί, ως την “τούρμπο” τυροκαυτερή και την λεπτή γεύση της φάβας Σαντορίνης φέρνουν την υπογραφή της Δήμητρας, όπως άλλωστε και τα ζουμερά κεφτεδάκια κι οι τραγανοί ντοματοκεφτέδες, πάλι σε συνταγή Σαντορινιώτικη. Όμως η μαέστρος του μενού και της κουζίνας, είναι όντως η κυρά Κατερίνα, με την Κερκυραϊκή καταγωγή της να φαίνεται περίτρανη στα πιάτα–υπογραφή του μενού. “Μαγειρεύω από 15 χρονώ παιδάκι, 50 χρόνια μαγείρισσα” λέει με περηφάνια, κι όταν την ρωτάμε πιο είναι το αγαπημένο της φαγητό, αυτό που θα κάτσει να φτιάξει ένα βράδυ που θέλει να φάει κάτι για να την κάνει να νιώσει καλύτερα, παραδέχεται με λίγη πίεση την ιδιαίτερη αδυναμία στο σοφρίτο της. Κι όταν το δοκιμάζουμε, καταλαβαίνουμε γιατί. Το ζουμερό μοσχαράκι λιώνει σα το βούτυρο και οι χυμοί του μπλέκονται με την παχιά σάλτσα, αναδεικνύοντας τις ξινές νότες μιας επί δεκαετίες τελειοποιούμενης συνταγής, που απογειώνει ακόμη περισσότερο την απόλαυση που προσφέρουν οι φρεσκοκομμένες και τηγανισμένες στη στιγμή τραγανές πατάτες της.

Προσπαθούμε να της ξεκλέψουμε κανένα μυστικό, αλλά η κυρά Κατερίνα είναι παλιά καραβάνα. Η εμπειρία της κρατάει απ’ το 1965 και την Πλακιώτισσα στην Κέρκυρα, κι η ίδια είναι σωστή Σφίγγα. Αλλά η συμβουλή της είναι μία: “Η μαγειρική παιδιά δε μαθαίνεται ποτέ. Πρέπει να αγαπάς το φαγητό που φτιάχνεις, για να νιώσει και την αγάπη αυτή ο άλλος στην κάθε του μπουκιά. Γεύσεις που σου αρέσουνε, που σε γεμίζουνε ευχαρίστηση, να τις ευχαριστιέται και να νιώθει αυτήν την ικανοποίηση κι ο άλλος όταν τις τρώει. Έτσι το νιώθω και γι’ αυτό το έκανα και το κάνω τόσα χρόνια. Θέλω όπως νιώθω εγώ όταν τρώνε τα παιδιά μου κι ευχαριστιούνται και μου λένε “αχ τι ωραίο που είναι”, έτσι να ευχαριστιέται κι ο άλλος, κι εσύ, κι η φιλενάδα σου που ήρθατε μαζί εδώ για να φάτε. Και να πείτε το ίδιο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα. Γιατί αυτό που κάνω, το κάνω επειδή το αγαπάω”. Κι όταν αγαπάς, θέλεις να παίρνεις και λίγη αγάπη πίσω.

Κατερίνα, Πευκούλια, Άγιος Νικήτας, Λευκάδα, τηλ. 26450 97166

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης