Categories: ΤΑΞΙΔΙ

Σχεδόν 100 ώρες στο Λονδίνο χωρίς να βρέχει

Νομίζω δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο που να απολαμβάνουν με τέτοια λαιμαργία το τσιγάρο όσο στο Λονδίνο. Είτε γιατί ήταν από τους πρώτους που ανέβηκαν – υστερικά όπως τα ξαδέρφια τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού – στο βαγόνι της καπνοαπαγόρευσης, είτε ακριβώς γιατί την τηρούν ευλαβικά και χωρίς παραθυράκια (δε θα ξεχάσω ποτέ το θριαμβικό ύφος με το οποίο ο Βαλλάτος μου ανακοίνωσε πριν λίγα χρόνια ότι θα πάμε «στο μοναδικό μπαρ στο Λονδίνο που σε αφήνουν να καπνίσεις» – το ότι εγώ δεν καπνίζω δε μετρίαζε καθόλου την ικανοποίησή του για το πολύτιμο tip). Το βλέπεις στoυς γιάπηδες του Spitalfields που ξεκινάνε με μερικές απαραίτητες ρουφηξιές το μεσημεριανό τους, στις πολωνέζες καμαριέρες των ξενοδοχείων του Bayswater, στους έλληνες φοιτητές που ξέμειναν να κουτσομπολεύουν στα Costa cafés απολαμβάνοντας τον καλοκαιρινό ήλιο, στις γραμματείς που το σκάνε για πέντε λεπτά από τα αφεντικά και κατεβάζουν βουλιμικά κι ένοχα τον καπνό στo πεζοδρόμιο χαμογελώντας στους περαστικούς τουρίστες.

Welcome!

Είναι Αύγουστος, οι περισσότεροι Βρετανοί έχουν ξεχυθεί στα μεσογειακά resorts συλλέγοντας φακίδες, καλλιεργώντας μαύρισμα σε χρώμα ζαμπόν και χαρίζοντας άφθονο σκανδαλοθηρικό υλικό στα τοπικά μίντια. Αλλά φυσικά το Λονδίνο είναι γεμάτο. Γιατί το Λονδίνο είναι πάντα γεμάτο. Δυσκολεύοντας τη ζωή όσων, πάρα πολλών Ελλήνων πια, το επέλεξαν ως τη Βαβέλ της προσωπικής τους επαγγελίας. Τα δικά μας παιδιά ταμπουρώνονται ως επί το πλείστον στα ανατολικά, εγκαταλείποντας σιγά σιγά το καμμένο από το ανεξήγητο hype Dalston, καλύπτοντας κάθε τετραγωνικό του μεταολυμπιακού gentrification. Το 2014 τους βρίσκει να απλώνονται στη Haggerston Riviera προς το Hackney, δηλώνοντας εμφατικά (σαν να προσπαθούν να διώξουν κάτι από πάνω τους) ότι το Bricklane με τα κλασικά bagels και το “1001” είναι πια “so 2010”. Όμως εγώ ξέρω ότι το καινούριο άλμπουμ των Felizol & Boy στην σκοτσέζικη Optimo Musik μόνο στην Rough Trade East θα το βρω με σιγουριά, ενώ επιβάλλεται και το εθιμοτυπικό πέρασμα από το retro ρουχάδικο Mendoza που τελικά τζίφος, είναι κλειστό.

(Ανταπόκριση από τα υπόλοιπα δισκάδικα: το Sister Ray μετακόμισε ακριβώς απέναντι σε μικρότερο χώρο κι έβαλε στο υπόγειο τα βινύλια – το 12’’ “Julia”του Caribou ως Daphni όμως το είχε, ενώ στο Phonica διατηρούν τη μουρτζουφλιά του παλιού δισκοπώλη που σε κοιτάζει απόλυτα επιτιμητικά όταν δεν εγκρίνει τις προτιμήσεις σου – fyi στις δικές μου η μούρη του φλέρταρε με overdose ξινίλας).

Shoreditch Food Village

Some people call it vintage

Παρότι θα μείνω λιγότερες από 100 ώρες στο Λονδίνο η Μ. μου έχει ετοιμάσει μια γαστρονομική λίστα ικανή να γεμίσει το χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο πρωταθλήματα της Λίβερπουλ. Ξεκίνημα με πρωινό στο Albion. Κάθομαι στο μεγάλο communal τραπέζι και μοιράζομαι το βούτυρο με έναν 50αρη που στραγγίζει δίπλα μου το wi-fi.  Στα εξωτερικά τραπεζάκια ένα μικρόφωνο χωρίζει τα δύο θηλυκά μέρη μια συνέντευξης κι απέναντι μου 2 posh μελαμψοί Ασιάτες, σαν ινδοί κομπιναδόροι από τις σελίδες του Λοντονιστάν, κάνουν business meeting φλερτάρουν με μια εντυπωσιακή ξανθιά. Το in house αρτοπωλείο είναι προφανώς πόλος έλξης για τους θαμώνες, τυπικούς liberal αναγνώστες του Guardian που διαβάζουν με τον καφέ τους τα καμώματα του sui generis δημάρχου Boris Johnson που (διαψεύδοντας τον εαυτό του) δηλώσε έτοιμος να παρατήσει τον θώκο του και να μπει στη Βουλή διεκδικώντας αναπόφευκτα την ηγεσία των Tories από τον David Cameron. Πάντα το κάνω αυτό στο εξωτερικό, ειδικά όταν δεν έχω παρέα, φτιάχνω ιστορίες για τους δίπλα μου. Τώρα έρχεται όμως μια κρίσιμη στιγμή που με διακόπτει, εκεί που φανερώνεται μπροστά μου, αν όχι ο μοναδικός, σίγουρα ο αποτελεσματικότερος τρόπος που έχει ο Θεός για να μας πείσει ότι υπάρχει. Το καπνιστό μπέικον.

Λίγο χάζι, λίγο «τι ωραία που θα ήταν να είχαμε και στην Αθήνα food village για τις έθνικ κουζίνες», μπλέκομαι συγκρατημένα στον πυρετο του shopping που προκαλούν οι θερινές εκπτώσεις, κάνω μερικά πάνω κάτω με το μετρό για να πιάσουν τόπο οι σχεδόν 9 λίρες της day travel card, απορρίπτω συνειδητά εκθεσεις και πολιτιστική επιμόρφωση (θα γίνω καλύτερος άνθρωπος στο επόμενο ταξίδι, ούτως ή άλλως και στο Βερολίνο το σκορ μου είναι Μουσείο Περγάμου – Berghain 0-4) κι αργά το απόγευμα συγκρούομαι με την «συμμορία των χοντρών τατουατζήδων που λυμαίνονται πια τα μαγαζιά που σερβίρουν patties (burgers)» όπως διαβάζω τυχαία σε σχετικά άρθρο. Απόγευμα, γύρω στις 8, μπαίνω με πεντακάθαρο εξωτερικό φως στο MEATliquor κι αντικρίζω σκοτάδι. Είναι ένα από τα συστατικά της ατμόσφαιρας του hip μπεργκεράδικου στο οποίο μετεξελίχθηκε η καντίνα του Yanni Papoutsis που έψαχνε όλη η πόλη από το 2009 ως το 2011. Το μέρος είναι θεοσκότεινο, από τα ηχεία βγαίνει πολύ δυνατά μουσική –μέταλ, μετά ντίσκο και στα κουλά το “Eighties” των Killing Joke-, στις ανδρικές τουαλέτες γράφει απ’ έξω “DICKS” και το μέρος αναγκαστικά μου θυμίζει ελληνική παραλία: είμαι ο μοναδικός, εκτός από τις τρεις κοπέλες με τις μπούρκες που πινουν κόκα κόλες στην άκρη του πάγκου, που δεν έχει τατουάζ. Το μπέργκερ; Καλό, αλλά ίσως η επιλογή του δυνατού τσίλι από πράσινες πιπεριές να ήταν περιττή.

Στο σκοτάδι του MEATliquor

Ωραίο σώμα, μέτριο πρόσωπο
Ανδρικές τουαλέτες
Τρώνε ανάμεσά μας
Patty στο ημίφως

Ταξίδι-αστραπή στο ξενοδοχείο, με τέτοια υγρασία θες να αλλάζεις 3 φορές την ημέρα, και βράδυ πάλι ανατολικά. Οι «Λονδρέζοι» φίλοι μου βρίσκονται καπου μεταξύ Αμοργού, Λειψών και Φρανκφούρτης, η Κ. ομως κρατάει Θερμοπύλες κι αναλαμβάνει το bar crawling στα London Fields, «εδώ βγαίνουμε πια». «Ξέρεις πού είναι;» – «Ξέρω». Αλλάζω δύο γραμμές tube, παίρνω ένα ταξί κι ανεβαίνω σε ένα λεωφορείο για να σιγουρευθώ ότι χάθηκα, κάτι που μου υπενθυμίζει τον σχεδόν απαράβατο κανόνα ότι στο Λονδίνο υπολογίζεις τις μετακινήσεις σου ξεκινώντας από το 40λεπτο. Εκεί που ακούω τα συνηθισμένα, και δικαιολογημένα, παράπονα «με το που βγαίνεις από την πόρτα του σπιτιού για να πας στη δουλειά σου είσαι μείον ένα εικοσάλιρο», μας πετάνε έξω με την χαρακτηριστική “and now fuck off” φλεγματική ευγένεια της pub. Καρφί για Dalston. Στο υπόγειο Alibi επικυρώνω για άλλη μια φορά το πόσο αδικαιολόγητο είναι το hype της συγκεκριμένης γειτονιάς. Οι DJs παίζουν 45αρια (καλό) μιας δικής τους ασυνάρτητης εκδοχής περί exotica (κακό), τα ποτά είναι φθηνά (καλό) και παντού πιτσιρικάδες προσπαθούν να χορέψουν σε ένα μεθυσμένο slow mo pogo (κακό) που ενίοτε φρενάρει πάνω μου. Αν το ενίοτε σημαίνει κάθε 45 δευτερόλεπτα. Η φοβερή βόλτα με το νυχτερινό λεωφορείο να κόβει οριζόντια το μεταμεσονύκτιο Λονδίνο είναι όμως απόλυτα αποζημιωτική. Σχεδόν κινηματογραφική, ειδικά αν έχεις μπει παράνομα από τη μεσαία πόρτα (ξεχάστε την εποχή που πλήρωνες με ψιλά στον οδηγό, καταργήθηκε πριν λίγους μήνες).

No Banksy, No Party

Ούτως ή αλλως το κυρίως μενού είναι την επόμενη μέρα.

Το House Of Vans London, σκοπός (και χορηγός) του ταξιδιού, ανοίγει τις πόρτες του στις 9/8. Αλλά για δημοσιογράφους και κάποιους guests της βιομηχανίας, από ανθρώπους της μόδας μέχρι τους κορυφαίους σκεϊτάδες από  όλον τον κόσμο γίνεται δυο μέρες νωρίτερα. Είναι μια εντυπωσιακή εγκατάσταση στις σήραγγες κάτω από το Waterloo Station, εκτείνεται σε 3000 τετραγωνικά μέτρα και περιλαμβάνει όσες δραστηριότητες έχουν συνδεθεί με το καλιφορνέζικο brand που φέτος έκλεισε 48 χρόνια ζωής. Έχει εκθεσιακό χώρο, η πρώτη έκθεση μάλιστα λέγεται Scissors & Glue και είναι αφιερωμένη στην DIY κουλτούρα των zines με μερικούς πολύ σημαντικούς επιμελητές κι ανάμεσά τους τον αγαπημένο μου Trevor Jackson που οι περισσότεροι ξέρουμε ως DJ και αφεντικό της Playgroup, βάζοντας στην άκρη ότι έχει διαγράψει και μια σπουδαία underground πορεία ως graphic designer. Για την περίσταση μάλιστα βγαίνει και ειδική έκδοση, το Vanzine.

Vanzινακι

Περιμένουμε και…

… μπαίνουμε

Μπαίνοντας στις ευρηματικά διαμορφωμένες κατακόμβες δεσπόζει το μοναδικό indoor skatepark του Λονδίνου με μερικούς από τους καλύτερους της φάσης να κάνουν ασύλληπτα κόλπα (θα επανέλθω αργότερα σε αυτούς). Το τσιμεντένιο  pool style bowl μάλιστα δεν είναι μόνο για επίδειξη, αλλά είναι κι ανοικτό στο ευρύ κοινό που μπορεί να το κλείσει on line. Με την Α., έτερη καλεσμένη από Ελλάδα, ξέρουμε ότι θα παίξουν secret gigs, βλέπουμε κι ένα εντυπωσιακά στημένο stage. Αλλά δεν πάει ο νους μας στο line up που αντικρίζουμε τοιχοκολλημένο, ενώ πίνουμε την πρώτη μπίρα. Savages, Toddla T, Roots Manuva (εδώ παίζει μικρός πανηγυρισμός σφιγμένης γροθιάς), Dinosaur Jr., Public Enemy. Το crowd δεν είναι ακριβώς συναυλιακό, το πρόγραμμα ούτως ή άλλως πιέζει κι έτσι οι περισσότεροι περιορίζονται σε αυστηρά επαγγελματικές ημίωρες εμφανίσεις εκτός από τον θεόμουρλο J Mascis και την παρέα του που πρυρπολούν επί μιάμιση σχεδόν ώρα τα αυτιά των fashionistas, αφού βρίσκονται σε δαιμονιώδη φόρμα. Όταν κουραζόμαστε από τα live περιμένουμε στην ουρά για ποτό, δοκιμάζουμε thai finger food και μικρά μπεργκεράκια (αν βγει σύντομα η κλασική είδηση με προβληματικό βρετανικό κρέας θα έχω σοβαρούς λόγους να ανησυχώ) ή αράζουμε στο δωμάτιο – σινεμά που παίζει σχεδόν σε λούπα το skate video της Vans από την Αθήνα, στο οποίο πρωταγωνιστούν εξέχοντα μέλη της σκεϊτάδικης κοινότητας της πόλης μας.

Μερικά highlights από τα live

To stage
When I say Roots, you say Manuva
Savages
Chuck D. Άγριος.
Public Enemy
Dinosuaur Jr.
Η φοβερή "γριά" J Mascis σε τρελά κέφια/γκάζια

Αεροπλανικά στο House Of Vans Indoor Skatepark

Σε κάθε πόλη που επισκέπτομαι και έχει ποτάμι, ζηλεύω τις καρατουριστικές βόλτες με τα μικρά φέρι, ακόμα κι αν θεωρούνται πιο cheesy κι από φωτογραφία με τσολιά στο Σύνταγμα. Το μεσημέρι πριν το event, οι διοργανωτές έχουν φροντίσει να μας καλέσουν για ένα  London Boat Tour, κι έτσι το σβήνω από την when in London λίστα μου.  Μαζευτήκαμε λοιπόν κάτω από το London Eye, κάναμε το πέρα δώθε μας στον Ταμέση χαζεύοντας τον Big Ben, τα βικτωριανά κτίρια και το φουγάρο της Tate Modern, φάγαμε τα μπέργκερ μας (#grafikos) με «ψυχή του πάρτι» ο Steve Van Doren, γόνο της οικογένειας που ίδρυσε τη Vans, ωραίο τύπο γενικά που απολάμβανε τον απόλυτο σεβασμό από τους συνεπιβάτες μας. Οι οποίοι, όπως καταλαβαίνω αργότερα, στην πλειοψηφία τους είναι οι καλύτεροι σκεϊτάδες στον κόσμο. Μη με μαλώνετε που δεν τους αναγνώρισα, ακόμα δυσκολεύομαι να συμφιλιωθώ με την ίδεα ότι όποιος είναι πάνω από 16 και κυκλοφορεί με μεταφορικό σανίδα δεν συλλαμβάνεται πάραυτα.

London Boat Tour

Ραντεβού στο London Eye
Μπιφτέκια
Vans booth
Καλλιτεχνικές ανησυχίες του συντάκτη με επίκεντρο την Tate Modern
Ασκήσεις coolness
Steve Van Doren
Αναμνηστική φωτογραφία των Vans Athletes

Το λονδρέζικο House Of Vans αποτελεί το υγρό όνειρο κάθε  μαρκετίστα. Πατάει πάνω σε ένα πολύ δυναμικό brand που ακριβώς επειδή είναι καταξιωμένο στο χώρο του εδώ και μισό αιώνα, κατάφερε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη νεανική κουλτούρα της τρίτης χιλιετίας, γιατί εξέφρασε μια σημαντική μετάβαση. Το στυλ πια δεν είναι παράγωγο της μουσικής, της λογοτεχνίας, του skate ή του surf, αλλά βρίσκεται στο κέντρο και αποτελεί το συνεκτικό δεσμό τους. Τα brands συνήθως έχουν ένα διακαή πόθο: να αποκτήσουν προσωπικότητα.  Το House Of Vans London, ανοικτό 5 μέρες την εβδομάδα με ελεύθερη είοσοδο και τουριστική ατραξιόν για εκατομμύρια ανθρώπους από όλο τον κόσμο είναι η έκφρασή της, ενώνοντας art και street culture. «Είναι η φυσική δήλωση της δημιουργικότητας που υπάρχει στην καρδιά της ετικέτας», όπως λέει ο  Jeremy de Maillard, αντιπρόεδρος Marketing της εταιρείας.

Το επόμενο πρωί στο τρένο για το Gatwick αρχίζει να συννεφιάζει και, διαβάζοντας την επιστολή 70 βρετανικών προσωπικοτήτων προς τον σκώτσέζικο λαό να ψηφίσει κατά της Ανεξαρτησίας στις 18/9, συνειδητοποιώ ότι εδώ και 100 ώρες δεν έχει ρίξει ψιχάλα.

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος