«Είμαστε εθισμένοι στην ντοπαμίνη», δηλώνει ο 24χρονος Τζέιμς Σίνκα, που εργάζεται σε μία start up της Σίλικον Βάλει. «Παίρνουμε συνεχώς τόσα πολλά από τη δουλειά που κάνουμε και καταλήγουμε να θέλουμε όλο και περισσότερα, με αποτέλεσμα οι δραστηριότητες που κάποτε μας ήταν ευχάριστες τώρα να μην είναι και να επέρχεται η ματαιότητα». Η σκέψη αυτή τον οδήγησε στο να εφαρμόσει μία πρακτική που γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια – κυρίως στις ΗΠΑ. Πρόκειται για το dopamine fasting, ελληνιστί «νηστεία της ντοπαμίνης» ή αλλιώς «εθελοντική στέρηση», μέσω της οποίας αποκόβεις τον εαυτός σου από όσο το δυνατόν περισσότερα ερεθίσματα σου προσφέρουν εθιστική απόλαυση. Αυτά μπορεί να είναι το φαγητό, η επικοινωνία με ανθρώπους, η επαφή με την τεχνολογία, η πολύωρη εργασία κ.ά.
Κάθε τρεις μήνες, ο Τζέιμς Σίνκα αποκόβεται από την τεχνολογία και εστιάζει στη μείωση των ερεθισμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον, τη συμπεριφορά και τα χημικά. Για συγκεκριμένο διάστημα που οριοθετείται μεταξύ ορισμένων ωρών ή ημερών, δεν έρχεται σε επαφή με το τεχνητό φως, δεν ακούει μουσική και δεν επικοινωνεί με κανέναν. Ακόμα, παύει τη χρήση χημικών ουσιών, ενώ συνήθως πίνει μόνο νερό ή τρώει φρούτα και λαχανικά σε περιορισμένη ποσότητα όταν νιώθει πως τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Ο 24χρονος χαρακτηρίζει την εμπειρία του ως μια εναλλακτική μορφή διαλογισμού, που απευθύνεται σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η τεχνολογία και οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής.
Ο Τζέιμς νιώθει ιδιαίτερα τυχερός που έχει ένα υποστηρικτικό οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο: «Τους ανακοίνωσα πως θα παραμείνω για κάποιο διάστημα σε νηστεία ντοπαμίνης, λέγοντάς τους: “Λυπάμαι, τη συγκεκριμένη μέρα δεν θα επικοινωνήσω μαζί σας. Δεν είναι ότι δεν σας αγαπώ, είναι ότι πρέπει να το κάνω για τον εαυτό μου”. Όπως εξηγεί ο ίδιος, ο περίγυρός του αρχικά απόρησε, όμως στη συνέχεια άρχισαν να γίνονται δεκτικοί καθώς τους εξηγούσε τα οφέλη από αυτή τη μορφή νηστείας.
Ο όρος «νηστεία ντοπαμίνης» πρωτοεμφανίστηκε το 2020 στον κυβερνοχώρο από τον ψυχολόγο και καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο, Κάμερον Σέπαχ, ο οποίος παρουσίασε αναλυτικά τις απόψεις του γύρω από την πρακτική αυτή. Σύμφωνα με εκείνον, το “Dopamine Fasting 2.0”, αποτελεί μια τεκμηριωμένη τεχνική για τη διαχείριση των εθιστικών συμπεριφορών, η οποία θεμελιώνεται στον περιορισμό τους σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, βοηθώντας έτσι τους ανθρώπους να ελέγξουν τα ερεθίσματά τους.
Η ιδέα πίσω από τη ντοπαμινική νηστεία βασίζεται στο γεγονός ότι η ντοπαμίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής, μια ορμόνη «ευτυχίας» που παράγει ο οργανισμός μας και η οποία συνδέεται με την προσδοκία της ανταμοιβής. Όσο μεγαλύτερη είναι η έκθεση του οργανισμού σε κάποια ερεθίσματα, τόσο υποχωρεί η αίσθηση της απόλαυσης, καθώς αυτά χάνουν τη μοναδικότητά τους μέσω της επανάληψης. Και ο τρόπος για να αλλάξει αυτό, σύμφωνα με τον Σέπαχ, είναι να μειωθεί η ενασχόληση με πράγματα που πυροδοτούν ανταμοιβές του εγκεφάλου τις οποίες δεν μας κάνει καλό πλέον να έχουμε. Για παράδειγμα, αν ένα άτομο παρατηρεί ότι οι έξοδοι με φίλους σε μπαρ ισοδυναμούν με την αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, μπορεί να προσπαθήσει να αντικαταστήσει αυτή τη συνήθεια με μια έξοδο στο σινεμά ή σε ένα πάρκο.
Η «νηστεία της ντοπαμίνης» εστιάζει σε αυτή τη χημική ουσία του εγκεφάλου επειδή είναι ευαίσθητη σε ερεθίσματα όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η προσωρινή στέρηση της επαφής με τέτοιου είδους ερεθίσματα, θεωρητικά θα πρέπει να επαναβαθμονομήσει τα αποθέματα ντοπαμίνης του εγκεφάλου και επομένως να καταστήσει τα κέντρα ευχαρίστησής μας πιο ισορροπημένα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της.
Ωστόσο, η χημεία του εγκεφάλου είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Η ντοπαμίνη είναι μόνο μία από τις ουσίες που συμβάλλουν στο αίσθημα ευτυχίας και η αποσύνδεσή μας για λίγες μέρες από δραστηριότητες που την τροφοδοτούν δεν είναι ικανή να επιτύχει την υγιή και σταθερή απεξάρτησή μας από τους εθισμούς, υποστηρίζουν οι επιστήμονες της «απέναντι όχθης».
Σύμφωνα με την Anna Lembke, καθηγήτρια ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Stanford και συγγραφέα του βιβλίου Dopamine Nation: Finding Balance in the Age of Indulgence, η πρακτική αυτή μπορεί απλώς να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τα ερεθίσματα από τα οποία τροφοδοτείται ο εθισμός και να γίνουμε πιο συνειδητοποιημένοι απέναντι στην ύπαρξή τους και στον τρόπο με τον οποίο μας επηρεάζουν. «Όταν καταναλώνουμε ψηφιακά μέσα όπως τηλεοπτικές εκπομπές, social media, podcasts και μουσική, απελευθερώνεται πολλή ντοπαμίνη σε ένα συγκεκριμένο μέρος του εγκεφάλου που ονομάζεται “μονοπάτι ανταμοιβής”. Όταν η ντοπαμίνη εκτοξεύεται σε αυτό το μέρος, προκαλεί μια αίσθηση ευεξίας στον εγκέφαλο», αναφέρει.
Το ιδανικότερο παράδειγμα για να κατανοήσουμε πώς ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται στη συνεχή διέγερση από τα gadget ή άλλες μορφές εθισμού, έρχεται από τις έρευνες που αφορούν στην εξάρτηση από ουσίες, η οποία κατακλύζει τις ίδιες οδούς ανταμοιβής. Κατά τη χρήση ουσιών, όταν τα επίπεδα ευφορίας «εκτοξεύονται», ο εγκέφαλός μας αρχίζει ενστικτωδώς να μειώνει την παραγωγή και τη μετάδοση της ντοπαμίνης για να την επαναφέρει στην αρχική της τιμή. Στην περίπτωση ακραίων μορφών εθισμού, το έλλειμα ντοπαμίνης μπορεί να οδηγήσει σε συναισθήματα κατάθλιψης και άγχους. Έτσι, πιστεύουμε πως πρέπει να επαναλάβουμε αυτές τις συμπεριφορές για να νιώσουμε φυσιολογικοί και να αποτρέψουμε τα δυσάρεστα συναισθήματα.
Αν και σε αυτό το σημείο η αποτοξίνωση από τη ντοπαμίνη θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη, ο πραγματικός στόχος είναι να «λιμοκτονήσει» το μονοπάτι ανταμοιβής της ντοπαμίνης και όχι να οδηγήσει σε μία ολική απεξάρτηση. Κατά το dopamine fasting, η χημική ουσία εξακολουθεί να είναι παρούσα και ενεργή σε όλο τον εγκέφαλο. Κοινώς, πρόκειται απλώς για ένα προσωρινό διάλειμμα από τα ναρκωτικά ή οποιαδήποτε άλλη μορφή εθισμού, και παρόλο που το διάλειμμα από ορισμένες ανθυγιεινές συμπεριφορές μπορεί να αποδειχθεί λυτρωτικό, δεν θα αλλάξει ριζικά τις επιβλαβείς συνήθειές μας.
Όπως εξηγεί στην Popaganda η κλινική ψυχολόγος Μαρίνα Λαφαζάνη, «Στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε έναν εθισμό με νηστεία ντοπαμίνης, μπορεί να καλλιεργήσουμε μια ισχυρή αίσθηση απομόνωσης. Άλλωστε, δεν υπάρχουν ακόμη τεκμηριωμένες και αξιόπιστες μελέτες γύρω από αυτή την πρακτική, ενώ οι περισσότερες εστιάζουν στην εξάρτηση από ουσίες και όχι σε άλλες μορφές εθισμού – όπως η εξάρτηση από τις αγορές, από κάποιον άνθρωπο, από την εργασία κ.ά. Η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου αφορά πιο απλές περιπτώσεις που δεν έχουν φτάσει στο στάδιο του εθισμού με την κλινική του έννοια. Εάν για παράδειγμα δεν μπορείτε να πάτε στην τουαλέτα χωρίς το τηλέφωνό σας, η εστιασμένη ντοπαμινική νηστία μπορεί να είναι ένα καλό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση».
Σύμφωνα με την ίδια, «η ιδέα της νηστείας της ντοπαμίνης φαίνεται να είναι ένας υπερβολικά απλοποιημένος τρόπος να εξετάσουμε το πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος, ο οποίος θα μπορούσε μάλιστα να πυροδοτήσει ποικίλους εθισμούς. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της παύσης κατανάλωσης φαγητού για ορισμένες μέρες, μπορεί να αναπτυχθούν διατροφικές διαταραχές, ακόμα και να θέσει ο χρήστης την υγεία του σε κίνδυνο».
«Αυτό που πρέπει να κάνει ένα άτομο το οποίο νιώθει πως έχει αναπτύξει κάποια κλινικής μορφής εξάρτηση, είναι να απευθυνθεί σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας και να αντιμετωπίσει τον πυρήνα του τι του συμβαίνει, μέσω ενός εξατομικευμένου θεραπευτικού πλάνου. Στην περίπτωση δε της εξάρτησης από ουσίες, απαιτείται εξειδίκευση η οποία δεν θα εστιάσει μόνο στην αποτοξίνωση (η χημική απεξάρτηση), αλλά στην ολιστική έννοια της απεξάρτησης, που είναι εκείνη η οποία σε βάθος χρόνου θα βοηθήσει τον χρήστη να αναδιαμορφώσει τη ζωή του και να μην επιστρέψει στην εξαρτητική χρήση», καταλήγει.