Categories: DIGITAL STORIES

Αυτά είναι τα ελληνικά startups που διαπρέπουν παγκοσμίως

Η έννοια του startup είναι αδιαμφισβήτητα το trend των τελευταίων ετών. Στην Ελλάδα, όχι στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα της κρίσης, στην Ελλάδα του βασικού μισθού των 510,95€, οι νέοι ψάχνουν διέξοδο για μια καριέρα με καλύτερες προοπτικές και αφού οι –εν δυνάμει- εργοδότες τους, με τις ευλογίες του κράτους, δεν είναι σε θέση να τους την προσφέρουν, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες, που αποφάσισαν οι ίδιοι να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Κάπως έτσι προέκυψαν τα πρώτα ελληνικά startups, ιδέες ανθρώπων με όρεξη, φαντασία και επιχειρηματικό πνεύμα.

Μολονότι τα περισσότερα startups αποτυγχάνουν οικτρά (9 στα 10 λένε οι έρευνες σε παγκόσμια κλίμακα), υπάρχουν και εκείνα που στο τέλος τα καταφέρνουν: μια καλή ιδέα σε συνδυασμό με ένα βιώσιμο business plan είναι τα στοιχεία αυτά που καθιστούν ένα startup (ή μία νεοφυή επιχείρηση, όπως αποδίδεται ο όρος στα ελληνικά) επιτυχημένο. Τα τελευταία χρόνια, τα ελληνικά startups που κρίνονται ως τέτοια, δεν είναι και λίγα: εφαρμογές και πλατφόρμες που διαπρέπουν ανά τον κόσμο αποδεικνύουν πως η Ελλάδα δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα χώρες που επενδύουν στη νεανική επιχειρηματικότητα, έστω κι αν η Πολιτεία παραδοσιακά δυσχεραίνει το έργο των νέων wannabe επιχειρηματιών.

Taxibeat

Το Taxibeat ξεκίνησε το 2010 όταν ο εμπνευστής του, Νίκος Δρανδάκης βρισκόταν κάπου στην Κηφισιά, ανήμπορος να βρει ταξί. Κάπως έτσι, από αυτή την ανάγκη γεννήθηκε η ιδέα του Taxibeat, μιας εφαρμογής που συνδέει τους πελάτες με τους επαγγελματίες οδηγούς ταξί. Οι πρώτοι, μέσα από ένα εύχρηστο interface βλέπουν ανά πάσα στιγμή ποια συμβεβλημένα με την υπηρεσία ταξί υπάρχουν τριγύρω τους μαζί με πληροφορίες για τους οδηγούς τους και βαθμολογία για την ποιότητα των υπηρεσιών τους. Το εντυπωσιακό στην όλη υπόθεση είναι πως ο πελάτης δεν χρεώνεται το παραμικρό (η υπηρεσία παίρνει το 10% του κόστους κάθε διαδρομής από τον οδηγό) ενώ με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει ότι αν μη τι άλλο μπαίνει σε ένα ταξί ικανό να του προσφέρει άρτιες και «καθώς πρέπει» υπηρεσίες –σε τελική ανάλυση το Taxibeat και η κουλτούρα που πρεσβεύει δεν είναι ούτε αποδεκτά, ούτε κατανοητά απ’ όλους. Χαρακτηριστικό αυτού του τελευταίου είναι το ότι από τους 2.500 οδηγούς που έχουν υιοθετήσει το Taxibeat, κατά το 2013 οι 800 ξεκίνησαν να προσφέρουν και δωρεάν Wi-Fi στους πελάτες τους.

Κατά γενική ομολογία το Taxibeat θα χαραμιζόταν αν έμενε στην Ελλάδα. Έχοντας ως ορμητήριο την Αθήνα και με προίκα τα $3 εκατομμύρια που συγκέντρωσε από επενδυτές που πίστεψαν σε αυτό, το Taxibeat επεκτάθηκε τάχιστα (αν αναλογιστεί κανείς ότι συστάθηκε τον Μάιο του 2011) και σε άλλες πόλεις: Παρίσι, Πόλη του Μεξικό, Ρίο ντε Τζανέιρο, Σάο Πάολο και το κοντέρ δεν σταματά να «γράφει». Πριν λίγους μήνες, εξ’ άλλου, σε νέο γύρο επενδύσεων, το γνωστό ευρωπαϊκό fund Hummingbird Ventures αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την πλατφόρμα με $4 εκατομμύρια, ποσό που θα συμβάλλει στην περαιτέρω εξάπλωσή της. Το Taxibeat ήδη είναι υπεύθυνο για κούρσες συνολικής αξίας μεγαλύτερης των $40 εκατομμυρίων ετησίως ενώ αναπτύσσεται με τον διόλου ευκαταφρόνητο ρυθμό του 18% μηνιαίως.

Cookisto

To Cookisto είναι ένα από τα νεότερα και περισσότερο υποσχόμενα ελληνικά startups. Έχοντας ξεκινήσει το καλοκαίρι του 2012, μετρά μετά βίας δύο χρόνια ζωής στα οποία ωστόσο έχει καταφέρει να ακουστεί εντός και –κυρίως- εκτός συνόρων περισσότερο από πολλές άλλες ελληνικές προσπάθειες. Ο Μιχάλης Γκόντας και ο Πέτρος Πιτσιλής ξεκίνησαν με μια online κοινότητα μαγείρων η οποία βασιζόταν στη συνεργατικότητα –ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το κάνει το εξαιρετικά επιτυχημένο Airbnb. Οι μάγειρες του Cookisto μπορούν να δηλώσουν τη σπεσιαλιτέ τους μαζί με τα λοιπά στοιχεία επικοινωνίας τους. Τα μέλη της πλατφόρμας βλέπουν ποιοι εξ’ αυτών φτιάχνουν το σπιτικό φαγητό που επιθυμούν, συνεννοούνται για την παράδοση –είναι δεδομένο ότι μάγειρας και πεινασμένος πρέπει να βρίσκονται σχετικά κοντά- και… τατάααν!

Με τον αριθμό των χρηστών στην Ελλάδα να ανεβαίνει γοργά και να καλοβλέπει τα… εξαψήφια επίπεδα, το Cookisto έχει ήδη ξεκινήσει την επέκτασή του προς τα έξω έχοντας βάλει στο μάτι το Λονδίνο. Το μέγεθος της βρετανικής πρωτεύουσας δεν συγκρίνεται με αυτό της Αθήνας με τον ανταγωνισμό και την πίεση ωστόσο να είναι μεγάλα –παρόμοιες υπηρεσίες του Cookisto από ΗΠΑ, Γαλλία και Ολλανδία έχουν ήδη κάνει την «απόβασή» τους εκεί. Γι’ αυτή την πρώτη του επεκτατική κίνηση το Cookisto συγκέντρωσε πέρυσι το καλοκαίρι περί τα 200.000€, ποσό που του προσέφερε ο Λέων Γιοχάι (ιδρυτής μεταξύ άλλων του fleamarket.gr και της InternetQ). Τα πρώτα του βήματα πάντως στην Αγγλία είναι θετικά καθώς το Cookisto έχει ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον του Τύπου αλλά και του κοινού και με σταθερά βήματα έχει χαράξει τη δική του πορεία προς την καταξίωση.

Raycap

Πόσο μακριά απέχει η Δράμα από το Texas και το Idaho των ΗΠΑ; Όσο μεγάλη κι αν είναι η απόσταση, η Raycap φρόντισε να την εκμηδενίσει. Η εταιρεία του Κώστα Αποστολίδη που ξεκίνησε την πορεία της στα τέλη της δεκαετίας του ’80 –και συγκεκριμένα το 1987- διαγράφοντας μια πορεία με ζηλευτή σταθερότητα και ανοδικές τάσεις, διαθέτει αυτή τη στιγμή παρουσία σε δώδεκα χώρες (Ελλάδα, ΗΠΑ, Γερμανία, Ρουμανία, Κύπρο, Βουλγαρία, Ελβετία, Βέλγιο, Ιταλία, Ισπανία, Καναδά και Μεξικό) με γραφεία, εγκαταστάσεις και θυγατρικές και περί τις 75 πατέντες, την ώρα που αναγνωρίζεται διεθνώς ως εταιρεία πρωτοπόρος στον χώρο της ηλεκτρικής προστασίας. Παρ’ ότι στην Ελλάδα λίγοι τη γνωρίζουν, η Raycap δραστηριοποιείται με επιτυχία στις βιομηχανίες των δικτύων, των συστημάτων τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας.

Αν και δεν πρόκειται για startup με την έννοια που έχει αποκτήσει ο όρος τα τελευταία χρόνια (εξ’ άλλου μετρά κοντά 30 χρόνια ζωής), η πορεία της Raycap είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακή. Η εταιρεία πραγματοποιεί τζίρους που αγγίζουν τα 90€ εκατομμύρια και μάλιστα δίχως η πορεία της διαχρονικά να έχει επηρεαστεί από την παγκόσμια οικονομική ύφεση. Οι «δάφνες» βέβαια δεν έρχονται από μόνες τους καθώς η Raycap επενδύει δυσθεώρητα ποσά (μιλάμε για 30€ εκατομμύρια σε μια πενταετία) για έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών καθώς και αγορά εξοπλισμού. Ως επιστέγασμα της καλής δουλειάς που γίνεται στη Δράμα και τις λοιπές πόλεις που εδρεύει η Raycap, η HSBC της απένειμε το 2011 το βραβείο καινοτομίας Ruban d’ Honneur (ξεχωρίζοντάς τη ανάμεσα σε 15.000 επιχειρήσεις) στα European Business Awards της. Όσο για τη συνέχεια; Αυτή προμηνύεται εξίσου εντυπωσιακή.

Helic

Η Helic, όπως και η προαναφερθείσα Raycap, ήταν κάποτε startup. Μια εταιρεία, εξ’ άλλου, που μετρά 14 χρόνια ζωής δεν είναι δυνατόν να θεωρείται startup, ακόμη και αν –προφανώς- κάποτε υπήρξε. Η Helic είναι μία ακόμα απ’ αυτές τις εταιρείες που στην Ελλάδα αγνοούμε αλλά που στο εξωτερικό έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα «βαρύ» και αναγνωρίσιμο όνομα. Ασχολείται με το σχεδιασμό ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και στο πελατολόγιό της έχει φίρμες παγκοσμίου βεληνεκούς όπως την Intel, τη Fujitsu, τη Samsung, τη Sony και την Panasonic. Η εταιρεία μάλιστα επέλεξε να εστιάσει στα τσιπ που επιτυγχάνουν τη δικτύων των διαφόρων «smart» συσκευών με δίκτυα και αξεσουάρ μέσω Bluetooth και Wi-Fi –μια καθ’ όλα πετυχημένη κίνηση.

Με όπλο την καινοτομία και την έξυπνη υλοποίηση λύσεων στην κατασκευή τσιπ, η Helic βρήκε χρηματοδότηση από τα πρώτα της κιόλας βήματα και έτσι έπειτα από έναν μόλις χρόνο δραστηριοποίησης, συγκέντρωσε χρηματοδότηση ύψους $1,5 εκατομμυρίων. Το 2004 μετά από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, η Helic επεκτάθηκε και στην Ιαπωνία, μία επιλογή που όπως αποδείχθηκε ήταν απόλυτα επιτυχημένη καθώς άνοιξε νέες προοπτικές στην εταιρεία. Πέραν της Ελλάδας, η Helic έχει παρουσία σε ΗΠΑ (στην Califonia είναι η έδρα της), Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισραήλ, Καναδά, Νότιο Κορέα και βέβαια Ιαπωνία. Συμμετέχει δε σε όλα τα μεγάλα events και συνέδρια ανά τον κόσμο εξάγοντας τεχνολογία και τεχνογνωσία.

Incrediblue

Ποιος είπε ότι η ενοικίαση ενός σκάφους για τις διακοπές μπορεί να είναι προνόμιο των λίγων; Πάντως σίγουρα όχι ο Αντώνιος Φιοράκης, ο Γιώργος Γάτος και ο Θεόδωρος Ορφανίδης, η τριάδα που βρίσκεται πίσω από το Incrediblue. Τι είναι αυτό; Ακόμη μία εφαρμογή που αναλαμβάνει να φέρει κοντά όσους διαθέτουν κάτι προς πώληση και όσους ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Στην περίπτωση του Incrediblue αυτό το «κάτι» είναι τα σκάφη αναψυχής και δεν πρόκειται ακριβώς για πώληση αλλά για ενοικίαση. Η πλατφόρμα απευθύνεται στους ιδιοκτήτες που δεν έχουν τον απαραίτητο χρόνο για να προωθήσουν τα σκάφη τους σε εν δυνάμει αγοραστές. Τα κριτήρια αξιολόγησης είναι πολύ αυστηρά (το Incrediblue στέλνει το ίδιο φωτογράφο για να πάρει φωτογραφίες του σκάφους) αφού αυτό που προσφέρει το δίκτυο δεν είναι απλά «σκάφη προς ενοικίαση» αλλά μία υπερπλήρη θαλάσσια εμπειρία. Όσο για το κόστος; Ακόμα και με 20-30€ κατ’ άτομο την ημέρα βρίσκει κανείς σκάφος, για να ζήσει έτσι μία πρωτόγνωρη εμπειρία διακοπών.

Έχοντας ως έδρα τον Βόλο, το Incrediblue έχει διαπρέψει σε διεθνείς εκδηλώσεις: TEDxAthens Salon, How to Web Festival, European Pirate Summit έχουν υποκλιθεί στη χάρη του. Ελληνικά και ξένα κεφάλαια το έχουν από κοντά και το Incrediblue έχει κατορθώσει σε δύο γύρους funding να συγκεντρώσει περισσότερα από $800 χιλιάδες με το Openfund να συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων στους επενδυτές του. Ο ξένος Τύπος ασχολείται ολοένα και περισσότερο μαζί του, ιδίως όλους εκείνους τους μήνες που προηγούνται του καλοκαιριού. Η πελατεία του περιλαμβάνει Έλληνες και ξένους οι οποίοι μάλιστα, όπως αποκαλύπτουν οι εμπνευστές της υπηρεσίας έχουν εντελώς διαφορετική συμπεριφορά.

Pinnatta

Το messaging έχει μπει για τα καλά στις ζωές μας με κάθε τρόπο και εδώ είναι που έρχεται το Pinnatta, η εφαρμογή μέσω της οποίας οι χρήστες είναι σε θέση να στέλνουν διαδραστικά μηνύματα στους φίλους τους. Το Pinnatta ξεκίνησε ως gipht.me, ένα app που εστίαζε στα –ψηφιακά- δώρα που μπορούσαν να στείλουν οι χρήστες ο ένας στον άλλον. Με τον καιρό βρήκε τον δρόμο του ωστόσο στοχεύοντας στο messaging το οποίο ωστόσο εξετάζει υπό ένα διαφορετικό πρίσμα σε σχέση με τις λοιπές εφαρμογές της κατηγορίας του. Τα μηνύματα των χρηστών είναι προσωποποιημένα αφού εκείνοι μπορούν να τους προσθέσουν διάφορα animations, ηχητικά εφέ και λοιπές χαριτωμενιές.

Ο Γιώργος Σπανουδάκης, εμπνευστής και δημιουργός του Pinnatta, βρήκε στη Silicon Valley αυτό που δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει στην Ελλάδα: χρηματοδότηση. Τα πρώτα $350 χιλιάδες προήλθαν από επενδυτές σε όλο τον κόσμο μέχρι να ακολουθήσουν τα επόμενα $100 χιλιάδες. Το 2013 το Pinnatta συγκέντρωσε περί το $1,5 εκατομμύριο με την αρωγή δύο ελληνικών funds, των Odyssey Venture Partners και PJ Tech Catalyst και πλέον το μέλλον προδιαγράφεται αν μη τι άλλο λαμπρό και πολλά υποσχόμενο. Με το φράγμα των 500.000 downloads να έχει ξεπεραστεί προ πολλού, το Pinnatta πλέον κοιτά και προς Ασία μεριά βάζοντας στόχο την κατάκτηση –και- της Ανατολής.

Locish

Τη διαδρομή Αθήνα – California έχει κάνει ακόμα ένα πολλά υποσχόμενο ελληνικό startup. Ο λόγος για το Locish το οποίο πρωτοεμφανίστηκε το 2013 και μας συστήθηκε σαν ένα –ακόμα- travel app το οποίο αποκάλυπτε στους τουρίστες όλα αυτά τα φοβερά σποτάκια της πόλης, έτσι όπως μόνο οι κάτοικοί της τα γνώριζαν. Στην πορεία βέβαια προσάρμοσε ελαφρώς την προσέγγισή του στο όλο concept αφού πρώτα είχε κατορθώσει να φέρει κοντά ανθρώπους με κοινά γούστα, ιδέες και προτιμήσεις ανά τον κόσμο που απλά πρότειναν «cool» μέρη ο ένας στον άλλον. Έχοντας ως σημείο αναφοράς τη ζωή στην πόλη, το Locish στοχεύει να προσφέρει μια πρωτότυπη «ξενάγηση» στα μονοπάτια της, made by the users.

Αυτή του η φιλοσοφία ήταν που του άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για τη «Μέκκα» των startups, τη Silicon Valley με ενδιάμεση στάση τη Νέα Υόρκη. «Αγκαλιάζοντας» Αθήνα, Νέα Υόρκη και San Francisco, το Locish συγκέντρωσε στον πιο πρόσφατο γύρο χρηματοδότησής του $820 χιλιάδες, ποσό που προήλθε ως επί το πλείστον από ξένους angel investors. Η συντριπτική πλειοψηφία των χρημάτων αυτών δαπανήθηκε για την περαιτέρω ανάπτυξη της εφαρμογής έτσι ώστε το interface και οι λειτουργίες της να ανταποκρίνονται στη νέα της φιλοσοφία με τους επικεφαλής του Locish, Αλέξη Χριστοδούλου και Γρηγόρη Ζωντανό, να τονίζουν πως η ανάπτυξη της πλατφόρμας τους θα εξακολουθήσει να γίνεται στην Ελλάδα.

Και όχι μόνο

Τα παραπάνω δεν ήταν παρά ορισμένες ενδεικτικές περιπτώσεις επιτυχημένων ελληνικών startups. Τα παραδείγματα που μπορεί να βρει κανείς πέραν αυτών, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν αρκετές ακόμα χιλιάδες λέξεων: Workable, Intelen, Jupitee, Fleksy, Warply, DoctorAnytime, Supergiftme, Econais, Persado, Inaccess, ClickDelivery και πολλές, πολλές ακόμη είναι εκείνες που ξεκίνησαν ως κάτι μικρό και με τον καιρό, μα πάνω από όλα με σκληρή δουλειά, πρόγραμμα και μεθοδικότητα, έχουν εξελιχθεί σε κάτι μεγάλο και δυνατό, ικανό να προσελκύσει παγκόσμιο ενδιαφέρον και να συγκεντρώσει ποσά με έξι και επτά σε ορισμένες περιπτώσεις ψηφία. Το μέλλον ανήκει στα ελληνικά startups και όσο κι αν οι καιροί έχουν αλλάξει, η χώρα μας αποδεικνύει ότι το ‘χει με το επιχειρείν.

Πέτρος Κηπουρόπουλος