Το ραντεβού έχει δοθεί Πατησίων και Αγ. Μελετίου. Πριν ακόμη φτάσω, με καθυστέρηση είναι η αλήθεια, στη συμβολή των δρόμων έχω λάβει ήδη τρία αγχωμένα sms από τον Βασίλη Καλλίδη– είναι μέσα στο ταξί κι έρχεται, αλλά έχει κολλήσει στην κίνηση.
Αθήνα, Δευτέρα νωρίς βράδυ, τα μαγαζιά κλειστά αλλά κόσμος παντού, αυτοκίνητα, άνθρωποι, φωτεινές ταμπέλες, σκοτεινά καταστήματα, δίπλα μου ο Photoharrie, πεινάει, βιάζεται να φάει, του λέω να κάνει υπομονή, ο Βασίλης έρχεται και θα μας πάει κάπου που δεν έχουμε ξαναπάει και μετά θα λέμε «μα καλά πώς δεν το είχαμε ανακαλύψει αυτό τόσο καιρό;». Γιατί αυτό κάνει ο Καλλίδης, γυρίζει την πόλη, το κέντρο -κυρίως- αλλά όχι μόνο, μπαίνει παντού, δοκιμάζει λες και δεν υπάρχει αύριο, τους ξέρει όλους, από τον βραβευμένο σεφ του πιο γκουρμέ εστιατορίου μέχρι τον ταπεινό ψήστη της πιο μικρής τρύπας, μην σου πω μάλιστα ότι κατά βάθος προτιμάει τον δεύτερο. Και όλοι τον αγαπάνε, δεν άργησα να το διαπιστώσω.
Κατεβαίνει χαμογελαστός αλλά και βιαστικός από το ταξί, είναι πιεσμένος από χρόνο, πώς να μην είναι; Κάνει χίλια δυο πράγματα, αν τον ακολουθείς στο Instagram ξέρεις ότι το μεσημέρι μπορεί να φτιάχνει παστουρμαδοπουγκάκια στην εκπομπή της Ελένης Μενεγάκη και το βράδυ να μας παρουσιάζει απίθανες πάστες φούρνου από τη Μινέρβα, ένα σουρεαλιστικό καφέ/ζαχαροπλαστείο/ποτάδικο στην παραλιακή περαντζάδα του Βόλου. Τον κοιτάω και σκέφτομαι ότι αυτός ο άνθρωπος είναι καρτούν αλλιώς πώς καταφέρνει να εμφανίζεται σε τόσα διαφορετικά γαστρονομικά καρέ και μάλιστα να ταιριάζει με όλα και σε εκείνα που είναι αρωματισμένα με τα πιο εξωτικά και δυσεύρετα μπαχαρικά και όσα στάζουν κέτσαπ-μουστάρδα από το πιο νόστιμο «βρώμικο» της πιο καταχωνιασμένης καντίνας. Καθώς κατευθυνόμαστε προς τη Μικρά Ασία, όχι της Τουρκίας αλλά της πλατείας Αμερικής, βλέπω με πόσο άνεση κινείται στην wild side ακτή της πόλης. «Μα εδώ έρχομαι πολύ συχνά. Τα καλοκαιρινά βράδια που δεν κρατιέμαι με τίποτα μέσα στο σπίτι, τριγυρνάω εδώ με τις σαγιονάρες μου κι είναι σαν να βρίσκομαι στη γειτονιά μου», όχι ότι μένει μακριά, στου Γκύζη είναι το σπίτι του. «Λατρεύω το Κολωνάκι, λατρεύω τον Κεραμεικό, το Παγκράτι -που μου θυμίζει σήριαλ 80ς γιατί όταν ήμουν μικρός κι έβλεπα τηλεόραση, νόμιζα ότι όλα συμβαίνουν εκεί- αλλά αυτήν την παραμελημένη γειτονιά που εκτείνεται στην κάτω πλευρά της Πατησίων την αγαπώ γιατί για εμένα αυτή είναι η αληθινή μου Αθήνα. Για εμένα η Αθήνα είναι μια πόλη-κράτος με πρωτεύουσα την Πλάκα, το Σύνταγμα, το Κολωνάκι και οτιδήποτε γύρω από εκεί είναι τα προάστια. Το πιο αγαπημένο μου προάστιο είναι αυτό γιατί με το πολυπολιτισμικό του χρώμα μου θυμίζει τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι στο οποίο έμενα, άλλωστε λατρεύω αυτές τις κουζίνες. Η εμμονή μου είναι αυτά τα οικογενειακά μαγαζιά που ανήκουν συνήθως σε μετανάστες και που κάποιοι άνθρωποι σκέφτονται “να μπούμε μέσα ή θα είναι βρώμικα” και μετά μπαίνουμε και τα ερωτευόμαστε. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι έτσι, από τη Θεσσαλονίκη ακόμη. Ποτέ δεν καιγόμουν να πάω στα πρωτοκλάσατα μαγαζιά, προτιμούσα τα ας τα ονομάσουμε βήτα, να πηγαίνω μαζί με τους φίλους μου. Ίσως γιατί και οι φίλοι μου δεν ήταν ποτέ, ας το πούμε νορμάλ, αν και τι σημαίνει νορμάλ; Ήταν ένα ιδιαίτερο μείγμα σκηνοθετών, ποιητών, ψαράδων, οδηγών νταλίκας κι άλλα τέτοια. Δεν είχα ποτέ κανέναν φίλο που έγινε γιατρός ή δικηγόρος, ξέρω κι εγώ τι να πω;».
Μπαίνουμε μέσα στο Ασία, το Μικρά προστέθηκε μετά, μια οικογενειακή ψησταριά που άνοιξε ο Κούρδος κύριος Σινάν, πριν 14 χρόνια όταν ήρθε πρόσφυγας από Τουρκία. Η γλυκύτατη Εύα μας φέρνει ζεστό τσάι σε ένα φοβερό σκεύος, το caylandik, και ο Βασίλης αναλαμβάνει να μας σερβίρει. Έρχεται συχνά εδώ ο Βασίλης, τον χαιρετούν εγκάρδια, η ατμόσφαιρα θυμίζει ελληνική ταινία των 60ς, βγάζουμε φωτογραφίες αλλά μετά πέφτουμε με τα μούτρα στο μοσχαρίσιο ντονέρ και στις φοβερές χειροποίητες αλοιφές. Το «Μικρά Ασία» είναι ένα από τα 174 φαγάδικα που παρουσιάζει ο Βασίλης στο «Άθενς Σπεσιάλ 2», έχει φάει, φυσικά, σε όλα και τα έχει φωτογραφίσει όλα. «Έχω φίλους σε κάθε γειτονιά και η Αθήνα για μένα έχει μικρύνει. Αγαπώ τα στέκια μου που τα έχω σε κάθε σημείο της πόλης που μπορείς να φανταστείς. Για να γίνει κάποιο μέρος στέκι μου πρέπει να έχει πάρει την στυλιστική και διακοσμητική έγκριση της Ελένης Ψυχούλη. Aγαπώ τα μαγαζιά που στους τοίχους τους υπάρχουν φωτογραφίες από οικογενειακά γλέντια, με εγγόνια που έχουν ένα δόντι, φωτογραφίες με γιους με δασύτριχα στήθη που απολύονται από τον στρατό, memorabilia από το χωριό, σκόρδα, καλάθια, ματόχαντρα και φυσικά μετράει πολύ για εμένα η ευγένεια και το καλό φαγητό. Θέλω ο χώρος να με εμπνέει και να με κρατάει».
Χαιρετάμε τους ευγενέστατους ιδιοκτήτες και πάμε προς ένα ρουμάνικο σουβλατζίδικο ονόματι Bingo Grill. «Το ρουμάνικο κεμπάμπ, με τα ιδιαιτερα μπαχαρικά του, συνδυάζεται άψογα με καυτερή μουστάρδα, μη βάλεις τζατζίκι». Παίρνουμε τις πίτες στο χέρι και καθόμαστε στα τραπεζάκια και στην τηλεόραση, την κρεμασμένη στον τοίχο, παίζει ειδήσεις από ρουμάνικο κανάλι. Ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας μας πλησιάζει «Σε βλέπω στην τηλεόραση που μαγειρεύεις. Τα φτιάχνω κι εγώ στο σπίτι μετά αυτά που δείχνεις, βγαίνουν πολύ νόστιμα» λέει στον Βασίλη και τον κερνάει μια μπίρα. Έξω, στο stand του πεζοδρομίου βρίσκεται μια παρέα Ρουμάνων οικοδόμων. Συζητούν και γελούν δυνατά καθώς τρώνε, μας παρακολουθούν με περιέργεια καθώς ο Photoharrie φωτογραφίζει τον Βασίλη, τους ρωτάει αν θέλει να βγούμε όλοι μαζί παρέα, δέχονται αμέσως, στήνονται ίσως λίγο αμήχανα και μπροστά στέκεται ο Βασίλης με φοβερό ύφος α λα Ντέιβιντ Χέισελχοφ στον Ιππότη της Ασφάλτου αλλά αντί για τιμόνι κρατάει κεμπάμπ.
Τελευταία στάση το αστικό ζαχαροπλαστείο “Martin”. Kαθώς κατευθυνόμαστε προς τα εκεί ο Βασίλης μιλάει για το νέο του μαγαζί που θα ανοίξει λίγο μετά τις γιορτές «Θα ανοίξω μια καντίνα μέσα στη λαχαναγορά του Ρέντη. Από τη στιγμή που κατέληξα ότι θα είναι καντίνα έχω αλλάξει 130 ιδέες για το μενού και μέχρι να ανοίξει θα έχω αλλάξει άλλες 130. Έτσι είμαι. Τι να κάνω; Ξέρω όμως ότι θα έχω ένα σάντουιτς με ψωμάκι μπριος που μέσα θα έχει ψητή, τραγανή πανσέτα σούβλας και την αγαπημένη μας ροζ σάλτσα μαγιονέζας. Θα είναι καντίνα ελληνικότατη, εθνικής οδού, με βαρέλι με ξύλα που καίγονται για να ζεσταθούμε και με τη σωστή πλαστική καρέκλα, αυτή που λυγίζει λίγο το πόδι και λες ώπα, τώρα θα πέσω». Γελάω τρανταχτά με τον αυτασαρκασμό του Βασίλη, που δεν έχει όρια, μπαίνουμε στο “Martin”, η όμορφη και κοκέτα κ. Έφη τον αγκαλιάζει, μας κερνάει καριόκες «Αχ, τι μου κάνετε κ. Έφη. Ο γιατρός μου συνέστησε να προσέχω τα γλυκά» λέει αυθόρμητα ο Βασίλης, ποζάρει μαζί με την χαμογελαστή κ. Έφη μπροστά στον φακό, μυρίζει παντού φρέσκο βούτυρο, στο πλάνο μπαίνει και ο κ. Δημήτρης, ο σύζυγος και ζαχαροπλάστης. Πάλι η αίσθηση ελληνικής ταινίας 60ς πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα, ο Βασίλης είναι λίγο βιαστικός, αισθάνεται άσχημα που δεν έχει χρόνο, ζητάει χίλιες φορές συγγνώμη, ανανεώνει το ραντεβού μας, πάλι σε κάποιο φαγάδικο, να είμαστε πιο χαλαροί, να φάμε, να πιούμε, να γελάσουμε. Φεύγει τρεχάτος. Χάνεται μέσα στο σκοτάδι της πόλης.
Μικρά Ασία, Μοσχονησίων 20 & Θήρας, Πλ. Αμερικής, τηλ: 2108644698 // Bingo Grilll, Παρρασίου 38, Σταθμός Λαρίσης, τηλ: 2108214504 // Martin, Μοσχονησίων 10, Κυψέλη, τηλ. 2108652705
Το βιβλίο του Βασίλη Καλλίδη «Άθενς Σπεσιάλ 2» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.