Βρέθηκα σε ένα μπαρ μία από τις προηγούμενες μέρες.
Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και δίπλα μου συζητούσαν για τον αφορισμό που ακολούθησε τη συνεργασία του Μαστρογιάννι με τον Αγγελόπουλο για Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού. Αλλά και για το ότι το Διαζύγιο αλα Ιταλικά είναι μια πολύ ακριβής ηθογραφία του ιταλικού μεταπολεμικού νότου, της διαπλοκής που γεννάει η σχέση της πολιτικής με την εκκλησία. Δεν θυμάμαι πώς έφτασαν εκεί, αλλά μετά θυμήθηκαν και γέλασαν με την ερμηνεία του «Άπονη ζωή» από τη νομενκλατούρα του ΠΑΣΟΚ στα Πρέσπεια του 2002. Και κάπως πέρασαν στα πανηγύρια της Πελοποννήσου, ο ένας υποστήριξε κατηγορηματικά ότι κακοποιούν την ελληνική μουσική. Κι έπειτα σχολίασαν την εποχή που που το ραδιόφωνο συμβάδιζε με τη χρυσή εποχή των περιοδικών, για τον παραγωγό που μπορούσε να συνδέσει τη Σαμάνθα Φοξ με τους Pink Floyd, ένα πάντρεμα που εγώ έκρινα ως «ακραίο».
Δεν ήταν ότι -έχοντας την αγωνία αν θα πάμε σε δεύτερο lockdown- αδημονούσα γι’ αυτές τις συζητήσεις ένα βράδυ Τετάρτης, η αλήθεια είναι όμως ότι μέχρι τις 11 και κάτι η ώρα πέρασε απρόσμενα ξέγνοιαστα. Το θέμα για μένα, εκείνο το βράδυ, ήταν τι θα γινόταν στο μπαρ στις 12 παρά. Η περιέργεια με οδήγησε μέχρι εκεί, έχοντας ακούσει ότι κάποιοι λίγοι δεν σηκώνονται από τη θέση τους μετά τα μεσάνυχτα, παρά το γεγονός ότι η Αθήνα πίνει πλέον ποτό με ωράριο.
Οι καρέκλες του μικρού εξωτερικού του χώρου μαζεύτηκαν και μπήκαν μέσα, τα φώτα έσβησαν, η μουσική χαμήλωσε απότομα. Αλλά κανείς από τους ελάχιστους εκείνη τη στιγμή πελάτες δεν έκανε κίνηση να μετακινηθεί από τη θέση του. Ο μπάρμαν (και ιδιοκτήτης) με ρώτησε αν θέλω κάτι άλλο να πιω, απάντησα θετικά και κοίταξα προς τα έξω. «Δε φαινόμαστε. Εσύ μπορείς να δεις έξω, αλλά δεν μπορούν να μας δουν». Η φήμη του μαγαζιού που ξενυχτάει παρά το απαγορευτικό, επιβεβαιωνόταν μπροστά στα μάτια μου.
«Θα συναντήσεις συνήθως δύο ψυχίατρους, μια αρχιτέκτονα, έναν αποτυχημένο μουσικό, τρεις δημοσιογράφους, έναν πολιτικό επιστήμονα, έναν οδοντίατρο, δύο ζωγράφους, έναν καθηγητή πανεπιστημιου κι έναν συνθέτη, αυτή είναι περίπου η σύνθεση της ομάδας που μαζεύεται. Συγκεντρωνόμαστε γύρω στις 8 και μετά τις 12 μένουν συνήθως το πολύ τέσσερα άτομα κι εγώ. Υπάρχουν και δυο τρεις αλλοι περιφερειακοί που έρχονται πιο αραιά».
Τον ρωτάω αν το μέτρο που θέλει τα μπαρ να κλείνουν τα μεσάνυχτα για την αποφυγή διάδοσης του κορωνοϊού τον ζημίωσε αισθητά οικονομικά. «Δεν κρατάω το μαγαζί πιο αργά για οικονομικούς λόγους, τρεις ώρες παραπάνω με τόσο λίγο κόσμο δεν μου δίνουν κάτι. Όλο αυτό ξεκίνησε στο πρώτο lockdown, όταν οι φίλοι μου με έπαιρναν τηλέφωνο και με ρωτούσαν αν μπορούμε να ανοίξουμε το μπαρ αντί να βρεθούμε σε κάποιο σπίτι. Θυμάμαι να μου το λέει κάποιος αυτό στο τηλέφωνο, να περπατάω βράδυ στον δρόμο και να κοιτάζω προς τα σπίτια. Κανένα δεν είχε τα εξωτερικά του φώτα αναμμένα, ήταν σαν κάθονταν όλοι όσο πιο βαθιά στο εσωτερικό του σπιτιού τους μπορούσαν».
Αν και είναι προφανής ποια είναι η άποψη του για το έκτακτο περιοριστικό μέτρο στην εστίαση που ισχύει από τις 17 Αυγούστου, μου την εξηγεί και με περισσότερα λόγια. «Το βρίσκω ανόητο, νομίζω ότι φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που πιστεύουν ότι θα καταφέρουν. Πλανήθηκε για λίγο η θεωρία ότι μετά τις 12 εκτροχιάζεται ο κόσμος. Δεν υπάρχουν σεμνές και άσεμνες ώρες στα μπαρ, οι συμπεριφορές δεν αλλάζουν μετά τα μεσάνυχτα, ο κόσμος αγκαλιάζεται όταν συναντιέται ακόμα κι αν είναι νωρίς».
Μπαίνει στην κουβέντα των δύο διπλανών που εκείνη την στιγμή έχει λοκάρει στο αν η αβελτηρία της Δεξιάς να αναγνωρίσει την Εθνική Αντίσταση έδωσε την ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ να την οικειοποιηθεί και να θεωρηθεί η ιστορική συνέχεια της, κάνοντας παράλληλα τον Άρη Βελουχιώτη από αμφιλεγόμενη φιγούρα mainstream πολιτικό πρόσωπο. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να μην υπάρχει πια, αλλά μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι αποτελεί ακόμα ένα από τα δημοφιλή θέματα συζητήσεων στα μπαρ. «Αυτό που μετραει μένα είναι ότι τα βράδια εδώ είναι πολύ έξυπνα, συζητιούνται πολύ ενδιαφέροντα πράγματα από ανθρώπους που εκείνη τη στιγμή αισθάνονται ότι έχουν μια εξατομικευμένη άποψη για το τι είναι σωστό και ηθικό. Η πολυμελής οικογένεια ενός λοιμωξιολόγου δεν διαφέρει από μια παρέα-λεσχη ενός μπαρ. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε εργένηδες και ζούμε θέλοντας να κανουμε παρέα καθημερινά με συγκεκριμένους ανθρώπους. Είναι σαν είμαστε οικογένεια, απλώς μενουμε σε διαφορετικα σπίτια. Και η δική μας οικογενεια ζει πιο ανετα και φυσιολογικά σε ένα μπαρ».
Δεν άνοιξα το θέμα, αλλά μου είπε από μόνος του πως ο κορωνοϊός είναι «υπαρκτότατος», αλλά, κρίνει πως έχουν γίνει «υπερβολές στο όνομά του». «Το βασικό κομμάτι ενός μπαρ δεν είναι το ποτό αλλά η ανθρώπινη συναναστροφή, αυτό δεν μπορεί να μην υπάρχει. Αυτοί που έρχονται εδώ έχουν την ανάγκη να δουν τη φάτσα μου και να πούμε τα νέα μας. Κι αυτό δεν γίνεται εύκολα για όλους το απόγευμα ή νωρίς το βράδυ, κάποιοι εργάζονται μέχρι αργά».
Δεν με γνωρίζει, αλλά έχει «εγγυηθεί» για μένα ένας από τους σταθερούς θαμώνες του. «Είναι ο άτυπος γκουρού του speakeasy, λόγω της ευγένειας, της ευπρέπειας και της φιγούρας του, κάθεται πάντα στη θέση του και σε αποσταση, ενώ συζητάει έξυπνα. Και λέω ότι είναι “γκουρού” γιατί έκανε το φοβερό να έρθει την πρώτη μέρα που ίσχυσε το μέτρο στις 12 και 1 λεπτό», αιτιολογεί τα εύσημα ο οικοδεσπότης μας. Όμως η απορία μου είναι τι γίνεται αν κάποιος βρεθεί στο μπαρ ακάλεστος. «Αν έρθεις και δεν σε ξέρω ή δεν ξέρεις κανέναν από την ομάδα εμπιστοσύνης μου, έχω την ελπίδα ότι στις 12 παρά θα φυγεις μόνη σου. Αν δεν σηκωθεις θα σου το ζητήσω εγώ. Αν πάλι μου φανείς καταπληκτικός τύπος θα σου δείξω ότι μπορείς να μείνεις παραπάνω, αλλά ελάχιστες είναι οι φορές που έχει συμβεί αυτό».
Ισχυρίζεται ότι κάποιοι έχουν μεταφέρει το συνηθισμένο τους ωράριο για ποτό «υπάρχουν αυτοί που έρχονταν στις 10 με 11 κι έχουν μετακινήσει την έξοδο τους μεταξύ 11 με 12. Έρχονται επίτηδες αργά, όχι για να κάτσουν μετά τις 12 αλλά για να φλερτάρουν με την speakeasy λειτουργία, με το γεγονός ότι θα αφήσουν κάποιους πίσω τους. Είναι λες και αισθάνονται πως ανήκουν σε μια ομάδα που κοινωνικοποιείται με διαφορετικό τρόπο».
Ο ένας από τους τρεις που βρισκόμαστε ακόμα στο μαγαζί παραγγέλνει ακόμα μια μπύρα. Ο μπάρμαν μου υπενθυμίζει ότι στην παρέα του έχει και γιατρούς που θεωρούν τη λειτουργία του μαγαζιού κατά αυτόν τον τρόπο «εντάξει». Επίσης μου λέει πως αποφεύγει τον συνωστισμό, περπατάει όσο μπορεί και δεν χρησιμοποιεί τα μέσα. «Τον έλεγχο και το πρόστιμο δεν το φοβάμαι γιατί πιστεύω ότι μπορώ να αντιμετωπίσω κάτι ηλίθιο με ηλιθιότητα. Να βάλω ένα σφηνάκι μαύρης μπύρας;».
Η ώρα είναι λίγο μετα τη 1 και μισή.