Categories: ΝΥΧΤΕΣ

Τέλος εποχής για το Mo Better

Η σημειολογία της φράσης. Mo Better: Η παθιασμένη σεξουαλική πράξη, μία ένωση τόσο εκρηκτική, σαν να πρόκειται για την τελευταία φορά που συμβαίνει.

Η ταινία και η μουσική. Αύγουστος 1990: Η ταινία Mo Better Blues του Spike Lee με τον Denzel Washington τραβάει την προσοχή αμέτρητων τζαζόφιλων ανά τον κόσμο. Το ομώνυμο τραγούδι που συνθέτει ο πατέρας του σκηνοθέτη, Bill Lee, σε εκτέλεση του σαξοφωνίστα Brandford Marsalis μαζί με το κουαρτέτο του και τον τρομπετίστα Terence Blanchard, αφήνει το στίγμα του στη σύγχρονη, Αμερικανική, τζαζ σκηνή.

Το μπαρ. Ιανουάριος 1991: Σε ένα νεοκλασικό κτίριο στα Εξάρχεια, ανοίγει το «Mo Better». Σκοπός του, να προσελκύσει το κοινό που δεν μένει μόνο στα εμπορικά τραγούδια που του πλασάρουν τα ραδιόφωνα και τα περιοδικά αλλά του αρέσει να «χάνεται» ακούγοντας όλα τα είδη ροκ και ψαγμένης ηλεκτρονικής μουσικής. Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014: Ο Δημήτρης Δαλιάνης, ο άνθρωπος που διατηρεί τόσα χρόνια τον μύθο ζωντανό, ανακοινώνει ότι αφήνει το δεύτερο σπίτι του στα Εξάρχεια με μία συγκινητική δήλωση και δίνει το σύνθημα για ένα αποχαιρετιστήριο πολυήμερο πάρτυ. Σάββατο 10 Μαΐου 2014: Το βράδυ που το farewell πάρτυ-έκπληξη, θα φτάσει στο αποκορύφωμά του και η πόρτα ενός από τους πιο ιστορικούς χώρους της Αθήνας, κάτω από αυτό το όνομα, θα ανοίξει για τελευταία φορά.

EVERYNIGHT WAS A PARTY, EVERYDAY WAS A HOLIDAY

Θυμάμαι ότι άκουγα γι΄αυτό καιρό πριν πάω. Όχι πως δεν υπήρχαν άλλα μαγαζιά με πιο εναλλακτικό ροκ χαρακτήρα στην Αθήνα, ήταν η εποχή που έσκαγαν συνεχώς στον χάρτη και το καθένα είχε τις δικές του ιδιαιτερότητες. Από τον Κούκο στο Μετς, το Berlin και τον Στάβλο στο Θησείο, το Mad στο Μακρυγιάννη, το Booze στην Κολοκοτρώνη και το Baby Booze στην Κηφισιά, η λίστα μεγάλωνε συνεχώς. Το «Μο» όμως είχε καταφέρει κάτι που δεν είχαν καταφέρει τα υπόλοιπα. Να συνδυάσει την υπέροχη βρωμιά και τους ήχους ενός παλιού, αυθεντικού ροκενρολάδικου, με όλα τα νέα ρεύματα της εποχής. Η σκηνή του Μάντσεστερ γνώριζε μεγάλες δόξες, το grunge είχε μόλις αρχίσει να ξεφεύγει από τα στενά όρια του Σιάτλ, η εκπομπή «120 Minutes» του MTV είχε μπει για τα καλά και στα δικά μας σπίτια και η ανάγκη για έναν νέο χώρο με διαφορετικούς DJs που θα κάλυπταν όλα τα εναλλακτικά μουσικά γούστα, ήταν έντονη. Δεν χρειάστηκε να πάω πολλές φορές για να κολλήσω. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη από αυτές. Είχαν προηγηθεί πολλά ποτά κάπου αλλού, ήταν αργά το βράδυ και κάποιος έριξε την ιδέα να πάμε «στο μαγαζί που δεν κλείνει νωρίς». Ένας σωματώδης τύπος στην είσοδο μας είχε ανοίξει την παλιά πόρτα και η ανάβαση της ξύλινης σκάλας που έτριζε, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Τα χρόνια που ακολούθησαν, κατάλαβα ότι η κατάβαση ήταν ακόμη πιο δύσκολη, πολλές φορές έως και ακατόρθωτη.

Όλη η ροκενρόλα της Αθήνας έχει περάσει από εκεί είτε για να χαθεί μέσα στον κόσμο, είτε για να παίξει live στη μικρή σκηνή. Βέβαια, το να αναφέρω μόνο τους Αθηναίους είναι άδικο, αφού η φήμη του έχει ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο. Υπάρχουν καλλιτέχνες από το εξωτερικό, που όταν έρχονταν για συναυλίες στην πόλη, το έσκαγαν από τους μάνατζερ και ανέβαιναν την ξύλινη σκάλα για να πιουν με την ησυχία τους το ποτό τους στο Μο. Δεν ήταν όμως μόνο η σκάλα το σήμα κατατεθέν του. Τα διαφορετικά δωμάτια δημιουργούσαν μια ζεστασιά και μία οικειότητα τόσο σε αυτούς που ήθελαν να χτυπηθούν μπροστά από τον εκάστοτε DJ, όσο και σε εκείνους που ήθελαν να ρίξουν έναν υπνάκο στο πίσω δωμάτιο με τους καναπέδες και μετά να ξυπνήσουν και να συνεχίσουν τη βραδιά σαν να μην έλειψε ποτέ το πνεύμα τους από εκεί, να αράξουν στο εσωτερικό μπαλκόνι με το ποτό τους κόβοντας κίνηση από ψηλά, να χαμουρευτούν στις τουαλέτες επάνω ή να τα π(ι)ούν με τον μπάρμαν στη μεγάλη ξύλινη μπάρα. Ήταν το «σπίτι» μας, ο χώρος που πάντα κάποιος μας περίμενε εκεί, όποια ώρα κι αν σκάγαμε μέσα στη νύχτα, αφού ποτέ δεν έκλεινε πριν βγει ο ήλιος. Ακόμη και σήμερα, έχει φανατικούς φίλους που θα το επισκεφθούν οπωσδήποτε κάθε εβδομάδα. Παλαιότερες και νέες γενιές, όλοι μαζί μια παρέα.

Πολλοί DJs έκαναν τα πρώτα τους σπιναρίσματα εκεί και πολλές αγάπες γεννήθηκαν μπροστά από τα κλειστά παντζούρια του υπό τους ήχους ενός τραγουδιού. Θυμάμαι πολλά ιδρωμένα live, τις indie βραδιές της ομάδας Wired και του Θανάση Μήνα, τα hard rock parties των Psychograndmamas, τις darkwave περιπλανήσεις του Λεωνίδα Σκιαδά και τα κιθαριστικά παντρέματα με τον ηλεκτρονικό ήχο, του Σπύρου Παγιατάκη. Θυμάμαι το πρώτο πρωινό του 2000 να μας βρίσκει όλους να χορεύουμε το «Debaser» των Pixies ενώ οι αχτίδες του ήλιου μέσα από τα κλειστά παραθυρόφυλλα προσπαθούσαν να μας θυμίσουν ότι έχει ξημερώσει η πρώτη μέρα της νέας χιλιετίας και πρέπει επιτέλους να πάμε για ύπνο αλλά και τα μπουγέλα στα Wet Parties, που γίνονταν πάντα πριν κλείσει για τις καλοκαιρινές διακοπές. Λίτρα νερού κυλούσαν από τη σκάλα και έφταναν μέχρι τη Σόλωνος. Οι αναμνήσεις όμως δεν τελειώνουν εδώ. Λίγο πριν ακουστούν οι τελευταίες νότες από τα ηχεία του, άνθρωποι που έχουν βρεθεί μπροστά και πίσω από το DJ Booth, μίλησαν στην Popaganda για τον ιστορικό αυτό χώρο και θυμήθηκαν τα δικά τους αγαπημένα βράδια εκεί.

ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ: Δημήτρης Δαλιάνης

Ήμουν φοιτητής Φυσικού, όταν πήρα την απόφαση να αφοσιωθώ σε αυτό το εγχείρημα τότε μαζί με τον συνέταιρό μου. Τελικά έμεινα στο Mo Better και δεν τέλειωσα ποτέ. Όλοι οι φίλοι από τη Σχολή, έβαλαν πλάτη και μας βοήθησαν. Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, κανείς από τις δημόσιες υπηρεσίες δεν έπαιρνε σοβαρά κάποιους 23άρηδες. Αλλά είχαμε θέληση και προχωρήσαμε. Από την άλλη τότε, όσον αφορά το κοινό, τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα γιατί υπήρχε η καθαρόαιμη «ροκ φυλή» στην οποία απευθυνόμασταν ενώ τώρα η κατάσταση είναι πιο μπερδεμένη. Η νεολαία δεν ακούει με τον ίδιο τρόπο μουσική όπως παλιότερα. Κάποτε τη μουσική την πλήρωνες, τώρα είναι free και αυτό δεν βοηθάει στο να δημιουργηθούν νέα ρεύματα. Πάντως εμείς διατηρούμε πάντα τον ροκ χαρακτήρα μας, αυτή είναι η βάση μας και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Είναι και η κρίση βέβαια, η οποία μας έχει τσακίσει και μας δυσκολεύει. Το ποτό είναι ας πούμε είναι υπερφορολογημένο αλλά ευτυχώς υπάρχει η μπύρα.

Η παρουσία του Joe Strummer ήταν η μεγαλύτερη τιμή που έχει δεχθεί το μαγαζί. Είδα ένα από τα μεγαλύτερα είδωλά μου να διασκεδάζει στο δικό μου μαγαζί. Φοβερή εμπειρία. Δεν θα ξεχάσω επίσης ποτέ το ακουστικό live των Madrugada στις 10 Απριλίου του 2001. Έκαναν ένα promo tour τότε και δεχθήκαμε να κάνουμε τη συναυλία με προσκλήσεις, χωρίς δηλαδή κάποιο οικονομικό όφελος από εισιτήρια. Μετά από αυτό, ο Sivert Hoyem έγινε σταθερός πελάτης. Κάθε φορά που ερχόταν στην Αθήνα για live, έφερνε την παρέα του στο μαγαζί. Έχουν περάσει πολλοί καλλιτέχνες από εδώ. Το μαγαζί άρχισε να μένει ανοιχτό έως τις πρώτες πρωινές ώρες πολύ απλά γιατί όταν ερχόταν κάποιος στις 2:00 το βράδυ, είχε τόσο πολύ κόσμο, οπότε αναγκαζόταν να πάει για λίγο κάπου αλλού και να ξανάρθει αργότερα. Έτσι φτάσαμε κάποια στιγμή στο σημείο να είμαστε γεμάτοι στις 5:00 το πρωί και καθιερώθηκε το πρωινό κλείσιμο. Ανοίγουμε λοιπόν στις 11:30 και δεν κλείνουμε ποτέ πριν τις 4:00 τις καθημερινές και πριν τις 7:00 Παρασκευή και Σάββατο.

Έχω ακούσει πολλά σχόλια όλα αυτά τα χρόνια. Και θετικά και πικρόχολα, αλλά και αυτά ακόμα είναι θεμιτά για να διορθώνουμε ό,τι πρέπει. Έχω ακούσει και για τα ποτά αλλά συνήθως από ανθρώπους που έχουν ήδη πιει πολύ κάπου αλλού και έρχονται με βαρύ κεφάλι και στομάχι ή που ανακατεύουν πολλά σφηνάκια και ποτά και μετά ρίχνουν το φταίξιμο στην ποιότητα. Πάντα έλεγα λοιπόν ότι όποιος θέλει να τσεκάρει την κάβα μου, έχει το ελεύθερο να το κάνει. Δεν είναι δυνατόν να διατηρείς ένα τόσο επιτυχημένο μαγαζί τόσα χρόνια και να μην έχεις καθαρά ποτά. «Το Mo Better δεν θα κλείσει ποτέ» είναι η ατάκα που έχω ακούσει περισσότερο  από κάθε άλλη όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό από τη μία μου δίνει τεράστια χαρά, από την άλλη είναι και μία μεγάλη ευθύνη. Το πνεύμα του Mo Better πάντως θα παραμείνει ζωντανό, ό,τι κι αν συμβεί, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Το σημείο που μπορώ και βλέπω όλο το μαγαζί ήταν πάντα το αγαπημένο μου και βρίσκεται στη μέση της κεντρικής σκάλας, δίπλα στο μπαλκονάκι. Το δωμάτιο που βρίσκεται αριστερά από την κορυφή της πρώτης σκάλας, είναι το δωμάτιο χαλάρωσης και ανάκτησης δυνάμεων. Πολλοί έχουν ρίξει υπνάκους και έχουν συνεχίσει μετά τη διασκέδαση. Βέβαια, έχει τύχει μία φορά να μην πάρουμε χαμπάρι κάποιον, να έχουμε κλείσει το μαγαζί και την επόμενη μέρα μας πήρε τηλέφωνο η αστυνομία για να πάμε να του ανοίξουμε. Γνωστός, Έλληνας καλλιτέχνης που είχε έρθει για συναυλία το βράδυ στο Gagarin και μετά έμεινε να κοιμάται στο δωματιάκι. Συμβαίνουν κι αυτά. Είναι αλήθεια ότι έχουν συμβεί πολλά εδώ μέσα. Το πιο συνηθισμένο γεγονός είναι να βρίσκουμε στριγκάκια στο πάτωμα. Αν τα κρατούσαμε, θα είχαμε κάνει μεγάλη συλλογή. Γενικώς αν κρατούσαμε όλα αυτά που βρίσκαμε θα μπορούσαμε να κάνουμε παζάρι. Ένας είναι ο στίχος που μπορεί να χαρακτηρίσει το Mo Better καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο και πάντα όταν τον ακούω θα σκέφτομαι αυτή τη μεγάλη γιορτή που κράτησε τόσα χρόνια: «Everynight was a party, everyday was a holiday», («Hernandoe’s Hideaway» – The Dubrovniks).

ΟΙ DJs ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ

Πάνος Γεωργακόπουλος (Ομάδα «Psychograndmamas», μαζί με τον Χρήστο Παπαγιάννη).

Πρώτη φορά που παίξαμε εκεί σαν DJs, ήταν τον Απρίλιο του ‘96, αλλά η πρώτη φορά που το επισκεφθήκαμε ήταν το ‘95. Σχεδόν μία 20ετία πριν δηλαδή και συνεχίζουμε ακόμη. Ήταν το μέρος που έπρεπε να ήμαστε. Μουσική, πάρτυ, ροκ ‘ν’ ρολ. Η κλασική ατάκα (και απολύτως δικαιολογημένη) που ακούγαμε τόσα χρόνια ήταν: «Ξημέρωσε»; Είναι άπειρες οι βραδιές που θα θυμάμαι για πάντα. Ενδεικτικά θα αναφέρω το πριβέ πάρτυ για τους Nebula (ένα stoner γκρουπ από την Αμερική που είχαμε φέρει για live). Καταλήξαμε όλοι μεθυσμένοι και μετά μας είπαν ότι τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναζήσει. Παλιά το φόκους του κοινού εστιαζόταν κυρίως στη μουσική, άλλωστε ήταν η περίοδος που κατακλυζόμασταν από νέα ρεύματα, τώρα τα πράγματα έχουν να κάνουν πιο πολύ με την έννοια «πάρτυ». Οι νέοι θα είναι πάντα νέοι και το Μο θα είναι πάντα σημείο αναφοράς στην Αθηναϊκή νύχτα, αφού καταφέρνει και συνδυάζει το πάρτυ με τη ροκ αισθητική. Αυτό που θα ήθελα να πάρω μαζί μου το τελευταίο βράδυ που θα βρεθώ στην Κωλέττη, είναι οι τσάντες με τα CD μου, οι οποίες βρίσκονται εκεί τα τελευταία τρία χρόνια. Τα συγκροτήματα που έχουμε παίξει περισσότερο ως DJs στο μαγαζί, είναι οι Kyuss, οι Queens of the Stone Age και οι Tool και οι στίχοι που το χαρακτηρίζουν καλύτερα στο δικό μας μυαλό είναι οι: «I’ve got the demons in me, I’ve got to flush them all away, I feel the demons rage, I must clean them all away» («Demon Cleaner» – Kyuss).

Θανάσης Μήνας (Ομάδα Wired)

Για καιρό άκουγα πολλά καλά για το Mo Better, όμως για πρώτη φορά πήγα μόλις τον χειμώνα του 1996, λίγο πριν αρχίσω να παίζω μουσική στο μπαρ. Με προσκάλεσαν ο Γιάννης και ο Θεόφιλος – τους οποίους τότε δεν γνώριζα προσωπικά- που ήδη διοργάνωναν με επιτυχία τις βραδιές Wired. Μου έκανε εξαρχής εντύπωση ως πελάτη, πρώτον, ότι η μουσική ήταν εξαιρετική (σύμφωνα τουλάχιστον με τα δικά μου κριτήρια) και, δεύτερον, ότι ο κόσμος ανταποκρινόταν με ενθουσιασμό και ενδιαφέρον σ’ αυτή τη μουσική. Δεν το συναντάς εύκολα. Έπαιξα πρώτη φορά μία Τετάρτη του ’96, ως guest dj σe πάρτυ των Wired, με τους οποίους στη συνέχεια κόλλησα. Η γωνία στην μπάρα μπροστά στα decks ήταν πάντα το αγαπημένο μου σημείο.

Αξέχαστη είναι η βραδιά-αφιέρωμα στους Last Drive, που σταδιακά εξελίχθηκε στα κυριακάτικα garage ‘n’ roll nights. Γκάζια, ενέργεια και αλκοόλ. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, λίγο μετά τα μεσάνυχτα το μαγαζί ξέμεινε από μπύρες. Επίσης, θυμάμαι, το πανηγύρι αμέσως μετά τον τελικό του Final 4 του Παρισιού και την κατάκτηση τoυ πρώτου (από τα έξι) ευρωπαϊκού πρωταθλήματος στο μπάσκετ (Απρίλιος του ‘96), μία Πέμπτη με τις ζόρικες μουσικές των Psychograndmamas, που συνδυάστηκε με live (ίσως των Nightstalker∙ η μνήμη ασθενεί) αλλά και η ακουστική εμφάνιση της Cat Power το 2000, μια εμφάνισή που βέβαια κρίνεται μετριότατη έως και κακή. Ποιος όμως θα μπορούσε να φανταστεί τότε ότι το ίδιο κορίτσι θα εξελισσόταν σε μία τραγουδοποιό σπάνιας κλάσης;

Η καλή μουσική σε συνδυασμό με τη ζεστή, παρεΐστικη ατμόσφαιρα είναι σίγουρα δύο από τα πλεονεκτήματα του Mo Better, όμως τα χαρακτηριστικά αυτά μάλλον απαντούν και σε άλλα ροκ μπαρ. Για μένα η πραγματική υπεραξία του Mo είναι άλλη: η απροσποίητη αμεσότητα που το διακρίνει σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας του. Τα τρία κομμάτια που έχω παίξει περισσότερο εκεί είναι τα: «Hey» – Pixies (ή κάτι άλλο από Pixies), «Freak Scene» – Dinosaur Jr και «Wail/2 Kinsda Love» – The Jon Spencer Blues Explosion. Το τραγούδι που πάντα θα μου θυμίζει το Μο, είναι το «Teenage Riot» των Sonic Youth.

Σπύρος Παγιατάκης

Πρώτη φορά πήγα το 1995, γιατί ως γνήσιος θαμώνας των Εξαρχείων έπρεπε να περάσω από το «καινούργιο» που όλοι μου έλεγαν ότι ήταν σούπερ και έπαιζε τις καλύτερες νέες μουσικές. Συνέχισα να πηγαίνω για τα επόμενα οκτώ χρόνια γιατί το πρώτο μου βράδυ μου σύστησαν τον ένα ιδιοκτήτη και την επόμενη Παρασκευή ξεκίνησα να δουλεύω εκεί ως DJ. Το πρώτο αυτό βράδυ, αισθάνθηκα τόσο άνετα που νόμιζα ότι έπαιζα εκεί για χρόνια. Υπάρχουν πελάτες που γνώρισα εκείνη τη νύχτα και βλέπω ακόμα στα set μου, αλλά και άτομα από το προσωπικό που είμαστε καλοί φίλοι μέχρι και σήμερα. Ως Mo Better Crew το αγαπημένο μου σημείο ήταν πάντα η κουζίνα γιατί εκεί έπεφτε το απόλυτο κουτσομπολιό. Υπήρχε πελάτης ο οποίος μετά το πρώτο σφηνάκι φώναζε «Βρόντα», κάθε φορά που έμπαινε κομμάτι που του άρεσε. Η καλύτερη ατάκα όμως ανήκει σε barwoman, από ένα βράδυ που στο bar ήμασταν δύο barwomen και εγώ. Πελάτης ζήτησε σφηνάκια «το σπέρμα του barman». Η μία barwoman κοίταξε την άλλη, μετά κοίταξε εμένα και είπε «Του barman δεν έχουμε, αν θέλεις του DJ να πάω να του το ζητήσω». Τελικά ήπιε τεκίλες.

Έχουμε ζήσει απίστευτα αποκριάτικα θεματικά parties. Από Γαλατικό χωριό μέχρι Λούκυ Λουκ με κρεμάλες στημένες στο ταβάνι και τους Daltons επάνω στο μπαρ να απαγχονίζονται. Το σήμα κατατεθέν ήταν τα βαριά γυάλινα φώτα που τα κουνούσαμε με δύναμη και αυτά χτυπούσαν στον τοίχο. Έτσι καταλαβαίναμε ποιοι ήταν οι νέοι πελάτες, γιατί τρόμαζαν τρελά. Πριν λίγο καιρό έπαιξα και πάλι στο Mo, μετά από 10 χρόνια και βρήκα την ίδια ενέργεια και το ίδιο ακριβώς κέφι με παλιά. Ο κύριος λόγος που έγινε αφτεράδικο σχεδόν από την αρχή, είναι ότι όλος ο καλός κόσμος που δουλεύει αλλού, μόλις κλείνουν εκείνα τα μαγαζιά, πηγαίνει στο Μο για ποτό ξεκούρασης και φεύγει την ώρα που σχολάει η εκκλησία. Είναι το μέρος στο οποίο μπορείς να κάνεις τα πάντα, παντού. Ειδικά την ώρα που χτυπιέσαι με την μουσική, δημιουργούνται τα καλύτερα κονέ που οδηγούν με την σειρά τους είτε σε καυγά είτε σε make out. Έχει γράψει ιστορία για τις φοβερές του μουσικές που καλύπτουν στην κυριολεξία όλο το φάσμα της ροκ, από τα σκληρά μέχρι και τα πιο φλώρικα. Έχω δει σκληροπυρηνικούς ροκάδες να κάνουν headbanging με Monster Magnet και Tool και μετά που ο DJ έχει πιει και χάνει την αίσθηση του μέτρου, να χτυπιούνται με Madonna.

Bloody Mary

Θυμάμαι να πηγαίνω για πρώτη φορά στο Mo Better με την παρέα μου όταν ακόμα ήμουν στο λύκειο. Και σαν ένα ακόμη γνήσιο παιδί των ‘90s που μεγάλωσε με το παλιό καλό MTV, δεν θα μπορούσα παρά να το λατρέψω και να κολλήσω με αυτό το μαγαζί. Πρώτη φορά που έπαιξα μουσική εκεί ήταν πριν δύο χρόνια. Ένα απίστευτα όμορφο βράδυ γεμάτο punk rock μελωδίες που νομίζω ευχαριστήθηκαν όλοι όσο κι εγώ, γι’ αυτό και στη συνέχεια καθιερώθηκαν punk rock βραδιές μία φορά την εβδομάδα όπου έπαιζα μουσική σαν resident DJ πλέον. Μέχρι και σήμερα απολαμβάνω το κάθε μου βράδυ εκεί σαν να είναι η πρώτη φορά.

Στο Μο δεν μας αρέσουν οι κανόνες. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει, ελεύθερα, αρκεί να μη βγει εκτός «ορίων». Ξεχωριστά, για εμένα, ήταν τα punk αφιερώματα που έκανα πέρυσι. Γνώρισα κόσμο που λάτρευε την punk σκηνή και ερχόταν ακόμα και από άλλες πόλεις ειδικά γι’ αυτές τις βραδιές. Νιώθεις υπέροχα όταν βλέπεις τον κόσμο από κάτω να γουστάρει, να χορεύει και να χαμογελάει εξαιτίας σου. Δεν μπορώ να παραλείψω βέβαια και τα wet parties που γίνονται κάθε τέλος σεζόν, λίγο πριν κλείσουμε για καλοκαίρι. Δεν υπάρχει περιγραφή. Το Μο είναι σταθερή αξία, μετρά πάνω από 21 χρόνια συνεχούς πορείας, με πολλούς γνωστούς DJs να έχουν περάσει από τα decks του. Aναμφισβήτητα είναι το πλέον ιστορικό εναλλακτικό rock club της Αθήνας, μιας και μέσα από αυτό μάθαμε μουσικές αλλά και επειδή συνεχίζει να μας ταξιδεύει σε αυτούς τους νoσταλγικούς ρυθμούς, ακόμα και σήμερα. Μέσα σε πολλούς καινούργιους θαμώνες, θα αναγνωρίσεις και όλους αυτούς τους παλιούς που μετράνε πάνω από δεκαετία εκεί μέσα, κάποιοι και 20ετία.

Λεωνίδας Σκιαδάς

Γενικά η μνήμη μου είναι πολύ κακή και δεν θυμάμαι πολλά από το παρελθόν. Δεν θα ξεχάσω όμως ότι η πρώτη φορά που πήγα στο Mo Better ήταν και η πρώτη φορά που βρέθηκα πίσω από τα decks, οπότε ήταν πολύ σημαντική για μένα. Νοέμβριος του 2002, μία ημέρα πριν παρουσιαστώ στο στρατό, έκανα ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι για τους γνωστούς και τους φίλους μου. Ένα πάρτι που είχε γίνει Κυριακή, είχε μαζέψει πολύ κόσμο (άλλωστε τότε τα gothic friendly events δεν γίνονταν με τη συχνότητα που γίνονται σήμερα) και με βοήθησε να ξεκαθαρίσω τους στόχους μου για μετά το στρατό: Θα προσπαθούσα να γίνω DJ. Αυτή η βραδιά δεν ξεχνιέται. Θυμάμαι ακόμα ποιος μου είχε ζητήσει Christian Death, ποιος South of No North και κυρίως ότι το τελευταίο τραγούδι που είχα παίξει ήταν το «When Morning Comes to Town» των Fieldmice. Ταίριαζε και με την ψυχολογία που είχα, ότι δηλαδή την επόμενη ημέρα όλα θα ήταν διαφορετικά.

ΟΙ ΘΑΜΩΝΕΣ

Θεοδόσης Μίχος (ο παλιός)

Η πρώτη φορά που πήγα, πρέπει να ήταν ’96-97, λίγο πριν κατηφορίσω από Βόλο στην Αθήνα για σπουδές. Αν θυμάμαι καλά (πράγμα κάθε άλλο παρά βέβαιο), νομίζω ότι τρόπον τινά μου το είχε συστήσει η Λένα Σαϊτάνη μέσω ενός άρθρου που είχε γράψει το ‘95-‘96 στο Ποπ & Ροκ, για τα «καλύτερα ροκ στέκια στην Αθήνα» (ή κάπως έτσι). Είχα πάει ένα Σαββατόβραδο, όταν ακόμη δούλευε στην πόρτα ο Havoc. Οι αγαπημένοι μου DJs ήταν ο Θανάσης Μήνας και οι υπόλοιποι Wired, κάθε Τετάρτη. Ξεκινούσα από Παγκράτι μετά τη 1:00, έφτανα στο Mo Better πριν τις 2:00 και έφευγα από εκεί με μισόκλειστα μάτια γιατί με ενοχλούσε αφάνταστα η αντηλιά το ξημέρωμα και φυσικά ποτέ δεν θυμόμουν να πάρω μαζί γυαλιά ηλίου. Το Μο έγινε διαχρονικό επειδή έχτισε το όνομα του προ ίντερνετ (δεν το λέω για πλάκα αυτό) και μετά τον μουσικό πλουραλισμό (αν και με σαφή ροπή στις κιθάρες) της πρώτης εποχής, φρόντισε να συγκεκριμενοποιήσει ακόμη περισσότερο τον ήχο του, δίνοντας σχεδόν αποκλειστικά βάση σε πιο σκληρά πράγματα, συσπειρώνοντας, έτσι, τον παραδοσιακό «κόσμο των Εξαρχείων», που μπορεί να μην καίγεται να ανακαλύψει την Χ μπάντα από το Ουισκόνσιν για την οποία θα μιλάνε όλοι μεθαύριο, αλλά θα λατρεύει για πάντα τους Nightstalker. Βγάζω νόημα;

Θυμάμαι ότι λίγο πριν το τέλος του 2001, μάλλον γιατί δεν είχα δει τους Girls Against Boys σε εκείνο το θρυλικό διήμερο στο Ρόδον, μου καρφώθηκε η ιδέα να φέρω στην Αθήνα τον Scott McCloud για ένα DJ set. Λίγο καιρό πριν, του είχα πάρει συνέντευξη για το φανζινάκι που έβγαζα (Mirrorball), οπότε επικοινώνησα κάπως μαζί του, του είπα την ιδέα μου, εκείνος είχε μία ακόμη καλύτερη. Να έρθει μαζί με τον Teho Teardo (έναν Ιταλό υποψιασμένο «ινταστριαλά», που μετρά συνεργασίες με τους Cop Shoot Cop και τη Lydia Lunch μεταξύ πολλών άλλων, όπως έμαθα κατόπιν εορτής), με τον οποίο είχε τότε το βραχύβιο σχήμα των Operator. Πήγα λοιπόν ένα βράδυ στο Mo, το είπα στους δύο «εγκεφάλους» του μαγαζιού, τους άρεσε η ιδέα, αποφασίσαμε να το προχωρήσουμε. Παρασκευή 1 Μαρτίου 2002 (νομίζω) οι Operator ανεβαίνουν στην υποτυπώδη σκηνή που έχει στηθεί μπροστά από τη μπάρα, ο McCloud αρχίζει να «βρυχάται» όπως μόνο αυτός ξέρει, αγόρια και (κυρίως!) κορίτσια πετάνε τη σκούφια τους παρόλο που η μουσική, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν λέει και πολλά, μετά το τέλος του gig βάζουμε και μερικούς δίσκους back to back με τον Scott και όταν τελικά καταφέρνουμε να φύγουμε από το Mo, ακολουθεί ένα διήμερο πάρτι που αν δεν απατώμαι έληξε πανηγυρικά ένα ξημέρωμα στην κατηφόρα που «ξέβραζε» τον κόσμο από το Decadence στην Αλεξάνδρας. Ωραία φάση. Ανάμεσα σε άλλα που δεν θα ξεχάσω είναι και η εξής ατάκα: «Μόνο οι Trail of Dead και οι At the Drive-In μετράνε» ή κάτι παρεμφερές (έχουν περάσει αιώνες…) που μου είπε ο Θανάσης Μήνας μία Τετάρτη, ενώ και οι δύο θα είχαμε μόλις πιει, φαντάζομαι, το νιοστό ποτό. Αν με άφηναν να πάρω σπίτι μου κάτι από τον χώρο, αυτό θα ήταν ο πέτρινος τοίχος με τα ξύλινα παράθυρα που βλέπουν στην Κωλέττη. Εναλλακτικά, τη μεγάλη, ξύλινη σκάλα. Οι στίχοι που μου φέρνουν στο μυαλό τα αμέτρητα βράδια μου εκεί, είναι οι: «Hold my head, we’ll trampoline, finally through the roof on to somewhere near and far in time», («Velouria» – Pixies).

Μυρτώ (η νέα)

Πρώτη φορά πήγα νομίζω το 2006, μου το σύστησε ένα ξάδερφός μου, μεγάλο «καΐδι». Θυμάμαι μία κοπέλα με τιρκουάζ μαλλιά και φούξια, βυνίλ, κολλητή φόρμα. Είχα πάθει ένα ελαφρύ σοκ, είχα εκστασιαστεί. Αυτό που παραμένει ίδιο από τότε, είναι το τρελό κέφι και ο ασταμάτητος χορός. Α, ναι και το χοντρό φάσωμα που πέφτει έξω από τις τουαλέτες. Μου έχει μείνει στο μυαλό έντονα η ατάκα ενός τύπου: «Μπορείς να μου στρίψεις το τσιγάρο γιατί εγώ είμαι τόσο λιώμα που δεν τα καταφέρνω»; Δεν θα άλλαζα τίποτα στο Mo Better. Είναι σπάνιο πλέον να βγαίνεις και να βλέπεις ακομπλεξάριστους ανθρώπους να διασκεδάζουν με την καρδιά τους. Βέβαια είναι δύσκολο να κάνεις νέες γνωριμίες και να τις θυμάσαι την επόμενη μέρα αλλά ξεδίνεις κανονικά.

Mo Better, Θεμιστοκλέους & Κωλέττη 32, Εξάρχεια.

Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά

Share
Published by
Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά