Λίγο πιο δίπλα από τον «Άρη», στο νούμερο 8 της οδού Λυσίου, ξεκίνησε, πριν καν κλείσει τα 20, ο Νικηφόρος Βουράκης την μακρά του πορεία στην «εναλλακτική» νύχτα με σταθμούς σε Αθήνα, Μύκονο, Χανιά. «Είχα μόλις έρθει από την Κρήτη, έχοντας ήδη μπει στο ροκ κύκλωμα και σε παρέες με μουσικούς και, παρότι νέος, ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω. Όχι επιχειρηματικά, ποτέ δε λειτούργησα καθαρά έτσι ακόμα και τις επόμενες δεκαετίες. Είχα καταλήξει όμως στο κόνσεπτ του χώρου που ήθελα να δημιουργήσω. Η Πλάκα, και λιγότερο το Κολωνάκι, ήταν τότε το “κέντρο” της Αθήνας, φυσικό κι επόμενο ότι εκεί θα ψαχνόμουν. Υπήρχαν άλλωστε κι άλλα παρεμφερή μαγαζιά όπως το Χρυσό Κλειδί, το Folk 17 ή το Jazz Rock», μου λέει στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής από τη Μυκόνο, εκεί που μοιράζει πια τον χρόνο του μαζί με τα Χανιά, «φροντιζόντας του κήπους του» και παίρνοντας την απόστασή του από τα πράγματα.
Κάπως έτσι, λίγους μήνες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον χειμώνα του 1974, ανοίγει το Trip. Ένα ιστορικό ροκ κλαμπ (αν και δεν τα έλεγαν έτσι τότε) που λειτούργησε δίπλα σε μπουάτ που ξεψυχούσε το νέο κύμα, ντισκοτέκ που αποτελούσαν το mainstream της εποχής, τουριστικές ταβέρνες «μουζάκα-τζατζίκι», μπουζούκια που εισέβαλλαν στην περιοχή (όχι νωρίτερα από το 1978), μπουτίκ με προχωρημένα -για τα τότε ήθη- ρούχα, μαγάζια με «κορίτσια για παρεα», σουβλατζίδικα που γίνονταν λάιβ και οι ενισχυτές στήνονταν δίπλα σε λεκάνες γεμάτες κρεμμύδια, τουριστικά μαγαζιά που πούλαγαν τσολιαδάκια κι ο Τζόνι Βαβούρας αυτοσυστηνόταν ως «αρχαίος έλληνας φιλόσοφος» σε ηλιοκαμμένους τουρίστες.
«Μια υπέροχη Βαβέλ», όπως τη χαρακτηρίζει ο Λούης Κοντούλης από το στούντιο που ηχογραφεί αυτές τις μέρες με τους Stress, παρά τα εμπόδια της πανδημίας, μερικά ακυκλοφόρητα κομμάτια από τις κατα καιρούς επανενώσεις τους. «Μπορούσες να βρεις τους πάντες με έναν πολύ αγνό κι αθώο τρόπο να ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους. Υπήρχαν οι “λαϊκοί” που πήγαιναν στις ντίσκο, οι τουρίστες φυσικά έδιναν άλλο χρώμα, αλλά θα έβλεπες ακόμα και ζητιάνους ή ναρκομανείς. Και φυσικά την αστυνομία που ήταν πανταχού παρούσα. Ήταν και ζόρικο εκείνη την εποχή να σε σταματήσουν για εξακρίβωση. Μέχρι να έρθει το σήμα στο περιπολικό, μπορεί και να το ξημέρωνες στο αστυνομικό τμήμα Ακροπόλεως.
Εμείς, υποθέτω, ήμασταν η μετεξέλιξη των φρικιών που από παλιοροκάδες προσδιορίζονταν σε πάνκηδες. Προσπαθούσαμε να ξεπατικώσουμε το στυλ από φωτογραφίες σε περιοδικά κι εφημερίδες, μεταποιώντας μόνοι τα ρούχα μας. Μια παραμάνα πάνω από ένα σακάκι, ένα στενό παντελόνι, μαύρα γυαλιά ακόμα και το βράδυ. Είχα κερδίσει μάλιστα, θυμάμαι, ένα ζευγάρι μαζί με μια ska γραβάτα σε έναν διαγωνισμό του ρουχάδικου Remember που δεν ήταν και πολύ προσιτό για να αγοράζουμε ρούχα από εκεί. Την περισσότερη ώρα αράζαμε π.χ. έξω από μπιλιαρδάδικα που έπαιζαν τη μουσική που μας άρεσε από κασέτες.
Μη νομίζεις ότι μας έβαζαν σε όλα τα μαγαζιά. Καλά, σόλο δεν το συζητάμε, δεν είχες τύχη. Για να μπεις στις ντισκοτέκ, επρεπε να συνοδεύεσαι και να συμμορφώνεσαι με συγκεκριμένη εμφάνιση. Γι’ αυτό και οι γκομενικές επαφές ήταν κυρίως με κορίτσια της δικής μας φάσης. Ένα κομμάτι, πάντως, που λειτουργούσε ως γέφυρα ήταν το “Get That Beat” των Sharp Ties, κάπως σαν να καταργούσε τις διαχωριστικές γραμμές. Αλλά κι αυτό μπορεί να σηκωνόσουν να το χορέψεις μόνος σου στην πίστα της ντίσκο και να ερχόταν ένα γκαρσόνι και να σε κατέβαζε. Φυσικά, κι έπεφτε πολύ κράξιμο. Δεν ήταν μια εμφάνιση που περνούσε. Και, φυσικά, γίνονταν τσαμπουκάδες…».
«Ήταν πολύ aggressive το κλίμα της εποχής, ο κόσμος ακόμα τσακωνόταν», επιβεβαιώνει ο Νικηφόρος Βουράκης. Στο Trip χτυπούσες το κουδούνι για να μπεις, η μόνη σου επαφή με το εσωτερικό του ήταν ένα μικρό παράθυρο που μεγάλωνε το μυστήριο. Όταν η πόρτα άνοιγε, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα την περάσεις. «Ανοίγαμε στις 20.00-21.00 κυρίως με τουρίστες που έπιναν χαλαρά ποτό στην εσωτερική αυλή. Το μαγαζί έπιασε αμέσως, λίγους μήνες μετά το opening – την άνοιξη του 1975- γινόταν χαμός. Είχε κόσμο 7 μέρες την εβδομάδα, σαν να ήταν κάθε μέρα Σάββατο, Κι έπειτα λειτουργούσε σαν άτυπο after για ανθρώπους που δούλευαν σε άλλα μαγαζιά, αφού κλείναμε τελευταίοι 5-6 το πρωί. Έρχονταν πολλοί διάσημοι όπως ο Βλάσης Μπονάτσος και η Έλενα Ναθαναήλ, υπάρχει αυτή περίφημη ιστορία για τότε που ειχε έρθει ινκόγκνιτο ο Μικ Τζάγκερ με την Μπιάνκα (σ.σ. ο θρύλος λέει παρκάροντας μια λευκή Jaguar στους Αέρηδες).
Ήταν τέτοιο το κόνσεπτ και το κλίμα του μαγαζιού που αποφάσισα να βάλω πόρτα. Ευγενική αλλά αυστηρή. Στα αλλα μαγαζιά της Πλάκας οι κράχτες τραβούσαν τον κόσμο από το χέρι, εμείς τους διώχναμε. Γιατί δεν ήθελα να μπαίνει κόσμος άσχετος που ερχόταν μόνο και μόνο για χάζι κι αντιμετώπιζε τους γύρω του ως αξιοθέατο. Και τους έκανε να αισθάνονται άβολα, επειδή φορούσαν βελούδινα οι glam και δερματινα οι ροκάδες. Ήταν μια εποχή ελευθερίας κι όμορφης αφέλειας που δεν το είχε καθόλου ανάγκη αυτό».
Για περίπου μια δεκαετία, μέχρι τις αρχές των 80s, η «γειτονιά των Θεών» έγινε «συνοικία των φρικιών». Εκεί πήραν το βάπτισμα, πεινασμένοι για απελευθέρωση μετά από μια επταετία στον γύψο, 2-3 (όχι παράπανω, άλλα έφταναν) εκατοντάδες Αθηναίοι που στη συνέχεια φρόντισαν έτσι ώστε η Αθήνα να μειώνει την απόσταση από τη νεανική κουλτούρα των δυτικών μητροπόλεων. Άνάμεσά τους οι «ομιλούσες κεφαλές» του ντοκιμαντέρ: ο μουσικοσυνθέτης και συγραφέας Ηρακλής Τριανταφυλλίδης, ο dj Πέτρος “Floorfiller” Κοζάκος, o κιθαρίστας Γιάννης Δρόλαπας από τις Μουσικές Ταξιαρχίες του Τζίμη Πανούση, ο ντράμερ των Magic de Spell Θοδωρής Βλαχάκης, ο Νίκος Σπυρόπουλος από τους Σπυριδούλα, ο Τόλης Φασόης των Sharp Ties, o Γιώργος Βανάκος και ο Ιωάννης Τσουανάτος από την οικογένεια του θρυλικού ρουχάδικου Remember, ο κύριος Μάκης από την ταβέρνα Κληματαριά.
Η ιδέα για το επεισόδιο ήρθε από μια κουβέντα της Μαρίνας Δανέζη με τον Frank των Panx Romana. «Μου έλειψαν κάποιοι άνθρωποι που είτε για προσωπικούς λόγους, είτε επειδή βιαστήκαμε λόγω καραντίνας, δεν καταφέραμε να γυρίσουμε της συνεντεύξεις τους, όπως η κυρία Ρίτα (για περισσότερα δείτε το επεισόδιο), ο Αλέξης Καλοφωλιάς από τους Last Drive και ο ίδιος ο Frank που δικιά του ήταν η αρχική ιδέα και κατάφερε να μας στείλει μόνο κάποια ηχητικά», λέει η Μαρίνα δίνοντας και μια πρόγευση της υπόλοιπης 6ης σεζόν. «Φέτος, έχουν ήδη προβληθεί “Οι Κινηματογραφικές Λέσχες” του Δημήτρη Κοτσέλη, “Τα Τρένα” του Κυριάκου Αγγελάκου κι ακολουθούν “Οι Λέσχες Φίλων Στέλιου Καζαντζίδη” της Δώρας Μασκλαβάνου και “Τα Νυχτερινά Κέντρα της Χρυσής Εποχής” σε δικό μου σενάριο και σκηνοθεσία. Στην διάρκεια αυτών των χρόνων υπήρξαν επεισόδια στον προγραμματισμό που ενώ έχει γίνει η έρευνα δεν γυρίστηκαν ποτέ (όπως για παράδειγμα το επεισόδιο για την Ομόνοια που ελπίζουμε να ανοίξει σύντομα και να το συμπεριλάβουμε) ή προτάσεις σκηνοθετών που μέχρι σήμερα δεν είχαμε καταφέρει να συνεργαστούμε. Φέτος έχουμε την χαρά να συνεργαζόμαστε για πρώτη φορά με τον Νίκο Λαμπότ, μας έπιασε η πανδημία στην προετοιμασία του επεισοδίου του για τα ποδηλατάδικα, αλλά πιστεύουμε σύντομα να το γυρίσουμε. Μαζί με αυτά λοιπόν θα έχουμε και αρκετά ακόμα νέα θέματα και κάποιες εκπλήξεις».
Σε μια χώρα που δεν έχει μεγάλη παράδοση στην καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού, βρίσκουν πηγές Τα Στεκια για να ορίσουν το context των ιστοριών τους; «Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν Αθηναιογράφοι ή ερευνητές που για χρόνια ασχολήθηκαν με την καταγραφή της υποκουλτούρας όπως ο Δημήτριος Καμπούρογλου, ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Γιάννης Καιροφύλας αλλά και κοινωνικοί επιστήμονες που κάνουν εδώ και πολλά χρόνια σπουδαία δουλειά και πολύ συχνά προσφεύγουμε στον πολύτιμο θησαυρό τους».
Πίσω στην Πλάκα και στα late 70s.
Μια άλλη πλευρά της γειτονιάς ήταν ότι αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αθηναϊκή πιάτσα με gay bars. Στην οδο Θόλου. Ένα απόσπασμα από μια παλιότερη συνέντευξη στο περιοδικό 10% του δημοσιογράφου/ραδιοφωνικού παραγωγού, Γιάννη Νένε και του LGBTQ ακτιβιστή, Νίκου Μυλωνά, μεταφέρει απόλυτα το κλίμα. «(ΓΝ) Η πρώτη μου γνωριμία με την αθηναϊκή γκέι ζωή, όταν έκανα coming out στα τέλη των ’70ς, ήταν η οδός Θόλου στην Πλάκα. Η έντονη νυχτερινή ζωή της Πλάκας είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει, αλλά η οδός Θόλου παρέμενε ένας ζωντανός γκέι δρόμος, ένα Σόχο της Αθήνας, με τέσσερα πέντε μπαρ στη σειρά, με ορθάνοιχτες τις πόρτες. Έπαιρνες μπίρα και την έπινες έξω στο πεζούλι αγκαλιά με τον φίλο σου (ΝΜ) Μιλάμε για μια τέλεια γκέι γειτονιά. Εγώ πρωτοπήγα στη Θόλου, κάπου το ’76, που ήταν στην ακμή της. Είχε πέσει στα χέρια μου ένα δημοσίευμα της Απογευματινής που έγραφε ότι τα ανώμαλα όργια της Μυκόνου είχαν μεταφερθεί στη Θόλου, και πήγα να δω. Δίπλα στον Αλέκο ήταν ο Βαγγέλης που έπαιζε συνέχεια Αμάντα Λιρ και μάζευε πολλές τρανς, πιο πέρα τα Ζώδια και το Ζακαρέ, τσαγάδικο που άνοιγε από το πρωί κι έπαιζε κλασική μουσική. Και υπήρχαν μπαρ διασκορπισμένα στους γύρω δρόμους, το Why Not, το περιβόητο Μad».
Στους νεότερους από σας κάτι λέει το Mad, σωστά; Συγγρού, Αθανασίου Διάκου, Ψυρρή, Γκάζι. Αλλά πιο πριν, Πλάκα. Σχεδόν σε ένα βράδυ, ο Νικηφόρος Βουράκης αποφάσισε να κάνει ανακαίνιση στο Trip και να το ανοίξει στις 12 Απριλιου του 1980 με άλλο όνομα. «Είχε αλλάξει η δεκαετία, είχε αλλάξει και η εποχή, κι εγώ ακολούθησα απλά τη μουσική. Πήρα και τον δίπλα χώρο, τα αλλάξαμε όλα, έπρεπε να αλλάξουμε και το όνομα. Πηγαίναμε ολοταχώς προς το new wave με Blondie και Talking Heads, για παράδειγμα, παίζαμε electropop, αλλά και τα συγκροτήματα της 2 Tone, Madness και Specials που γινόταν χαμός». Εκεί κοντά ήταν πια και το Skylab (όπου μια χρονιά έπαιξαν καθημερινά για 9 μήνες οι Μουσικές Ταξιαρχίες), φυσικά η Αρετούσα (το αυτοδιαχειριζόμενο κλαμπ που που έγινε το πρώτο αθηναϊκό πανκ φεστιβάλ το 1981 με Stress, Guilotine, Auswitz) και πιο μετά η Σοφίτα του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη που βρήκαν καταφύγιο πολλές DIY μπάντες.
Συνήθως αυτές τις σκηνές τις σκοτώνει ο μιμητισμός, η εμπορευματοποίηση, πολύ συχνά τις αποδεκατίζουν τα ναρκωτικά («μπα, τίποτα joints, άντε κανένα τριπάκι», λέει ο Νικηφόρος Βουράκης – «μπα, 1-2 μπίρες φίλε και ήμασταν τούρμπο», λέει ο Λούης). Κι όμως, την ροκ-πανκ σκηνή της Πλάκας, την εξαφάνισε ο Αντώνης Τρίτσης. Με το νομοσχέδιό του, ως υπουργός Χωροταξίας, άλλαξε την «χρήση της γης» και το καθεστώς χορήγησης «ειδικών αδειών». Οι προθέσεις του ήταν μάλλον να απομακρύνει τον υπόκοσμο που προφανώς συνδεόταν με τη νύχτα, τελικά αφαίρεσε από τη γειτονιά τη ζωντάνια μετατρέποντάς την σταδιακά σε ένα απέραντο τουριστικό σούπερ μάρκετ. «Μάλλον ούτε την έσωσε, ούτε την κατέστρεψε. Απλά εκδίωξε τα live στέκια της Ροκ και της Πανκ δια της απαγόρευσης των ηλεκτρικών οργάνων. Σήμερα όμως και ηλεκτρικά όργανα βρίσκεις σε ταβέρνες στην Πλάκα, που αν δεν είσαι τουρίστας δεν κάθεσαι, και φυσικά τα φολκλορ τσολιαδάκια. Μάλλον περισσότερο προσχηματική ήταν η αναβάθμιση, άλλα σχέδια υλοποιήθηκαν στην περιοχή», είναι το συμπέρασμα της Μαρίνας Δανέζη.
Ο Νικηφόρος Βουράκης έκλεισε το Mad στις 31 Οκτωβρίου του 1983. «Δένομαι πολύ με τα μέρη, τόσο που έκανα 6-7 χρόνια να ξαναπεράσω, παρότι είχα τα κλειδιά. Τελικά, τα έδωσα στον Μηνά Σεμερτζιάν κι έστησε το ατελιέ του», ομολογώντας ότι φυσικά κι αισθάνθηκε νοσταλγία, περπατωντας για τις ανάγκες των γυρισμάτων στα ίδια σοκάκια. Εδώ την αισθάνεται και κάποιος που δεν έζησε την εποχή, βλέποντας το ντοκιμαντέρ να ξεδιπλώνει κάτι τόσο μακρινό αλλά με έναν τρόπο οικείο. Αλλά κι εδώ είναι που βάζει την γραμμή ο Λούης Κοντούλης. «Γράψε ότι θες για τα υπόλοιπα, όμως κράτα αυτό: το πανκ δεν είναι νοσταλγία, είναι απέναντί της»…