Είχα χρόνια να βρεθώ στην Στοά Αθανάτων. Ιστορικός χώρος, φορτωμένος με μνήμες. Πριν την κατοχή, απέναντι ήταν το στέκι του μπάρμπα-Γιάννη όπου έφτιαχναν καφέ στη χόβολη. Κάθε πρωί, όταν έκλειναν τα μαγαζιά, οι παλιότεροι (Μάρκος, Στράτος, Τσαουσάκης, Παπαϊωάννου και άλλοι πολλοί) έρχονταν εδώ και τρώγανε ψαρόσουπα ή πατσά. Μετά πήγαιναν στον μπάρμπα-Γιάννη για να πιουν τα καφεδάκια τους.
Κάπως έτσι, αυτός ο χώρος έγινε στέκι. Το κτίριο, του αρχιτέκτονα Τσίλερ μάλιστα, έχει μια σκηνή που από εκεί πέρασαν όλοι οι μεγάλοι ρεμπέτες του ντουνιά. «Αρχοντικό των Αγγελοπουλέων», μας είπε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Κυριακόπουλος, ιδιοκτήτης και ψυχή του μαγαζιού.
Από μικρό παιδί στο χώρο. Ο πατέρας του είχε το θρυλικό Πίγκαλς όπου εμφανίζονταν ο Χιώτης με την Λίντα. «Είχαμε για τζαζμανίστα (έτσι έλεγαν τότε τους ντραμίστες) τον Βασίλη Αυλωνίτη», λέει κι αρχίζει να διηγείται την ιστορία του πυροβολισμού του Αυλωνίτη με αφορμή τη σάτιρα που παρουσίαζε τότε. Υπήρχε διένεξη ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς και ο φανατισμός που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα δεν άφηνε περιθώρια για σάτιρα. Πάνω σε ένα τέτοιο σαματά σκοτώθηκε ένας βοηθητικός.
Ο Αυλωνίτης φοβήθηκε ότι θα πέθαινε κι εκείνος και το ίδιο βράδυ πήγε στον πατέρα του κυρ-Γιώργου να του πει ότι θα σταματούσε. «Δεν σε σκοτώνει κανένας. Εσύ είσαι γεννημένος ηθοποιός. Το βράδυ θα πας για δουλειά. Τσάκω μια κουμπούρα, βάλε τη στην τσέπη και όποιος σηκωθεί και δεν πάει τουαλέτα, θα έχει πέσει κάτω» του απάντησε. Αυτός ήταν ο «τόκος» από το πιστόλι του πατέρα του, που θα τον ζητούσε από τον Αυλωνίτη, αν ποτέ πέθαινε ο πατέρας του και έμενε ρέστος.
Την Στοά Αθανάτων την δουλεύει όπως της αξίζει. Με μεράκι. «Διασκεδαστές είμαστε ρε παιδιά. Σκοπός μας είναι η ψυχαγωγία, δηλαδή η αγωγή της ψυχής και τίποτα παραπάνω. Απλά θέλουμε να σεβόμαστε τον κόσμο και τους καλλιτέχνες».
Το μάτι μου πέφτει σε ένα ζευγάρι γάντια του μποξ, σε μετάλλια, κύπελλα και φωτογραφίες από αγώνες -ο κ. Κυριακόπουλος ήταν πρωταθλητής πυγμαχίας και διαιτητής διεθνούς εμβέλειας. Όσο η ματιά μου περιεργάζεται τις πυγμαχικές αναμνήσεις, το αυτί μου πιάνει μελωδίες από μέσα. Η ορχήστρα παίζει το Πριν το χάραμα, ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έγραψε ο Γιάννης Παπαϊωάννου και το τραγουδά ο γιος του, ο Αντώνης, που εμφανίζεται στην στοά με έναν άλλον καλλιτέχνη από την ρεμπέτικη ιστορία, τον Δημήτρη Τσαουσάκη, τον γιο του Πρόδρομου.
Τους βρήκαμε και τους δυο στα καμαρίνια. Ο Τσαουσάκης έφτιαχνε που και που το παχύ μουστάκι του και ο Παπαϊωάννου «έσταζε» μία-μία τις χάντρες από το κομπολογάκι του.
«Είστε ίδιος ο πατέρας σας», λέω στον Παπαϊωάννου. «Τον γνώριζες;», απαντά αστειευόμενος.
Σκοπός μου ήταν να κάνουμε συνέντευξη, αλλά από τις πρώτες λέξεις που ανταλλάξαμε, κατάλαβα ότι θα γινότανε περισσότερο μια φιλική κουβέντα. «Τι είναι αυτό που υπήρχε τότε και το νοσταλγείτε σήμερα», ρωτάω. Απαντά αφοπλιστικά, αληθινά. «Τα αρχίδια, η μπέσα, ο λόγος, το αντριλίκι». Όσο η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από εκείνα τα χρόνια που το ρεμπέτικο μεσουρανούσε, μου κάνει εντύπωση το ότι σε κάθε φράση που βγαίνει από το στόμα τους και αφορά σε παλιότερους, δεν αναφέρονται μόνο σε ένα όνομα, αλλά μνημονεύουν όλους αυτούς που θυμούνται. Μάλλον λόγω σεβασμού στη μνήμη τους.
Όταν κάποια στιγμή μιλάμε για την εποχή που το ρεμπέτικο θεωρήθηκε παράνομο, βιάζονται να με διορθώσουν. «Δεν ήταν παράνομο. Απλά, το μπουζούκι ήταν του περιθωρίου. Το ρεμπέτικο είναι λαϊκό τραγούδι που φέρανε οι πρόσφυγες στον Πειραιά. Παίζανε τα μπουζούκια, τους τζουράδες, έγραφαν τραγούδια και έκαναν την κατάστασή τους. Παράνομο δεν ήταν. Απλά, δεν το είχαν σε υπόληψη».
Έχοντας ακούσει αμέτρητες φορές τα δημοσιογραφικά κλισέ που λένε ότι ο Χιώτης έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια, καταλαβαίνουν ότι θα αναφερθούμε σ’ αυτό. «Ο Χιώτης δεν το έβαλε στα σαλόνια. Απλά το έκανε τετράχορδο και πρόσθεσε κάποια όργανα στην ορχήστρα, σαν τα πνευστά. Με λίγα λόγια, έδωσε ώθηση σ’ αυτή τη μουσική».
Η κουβέντα με τις ρεμπέτικες αναμνήσεις συνεχίζεται και, όπως είναι λογικό, στρέφεται προς τους πατεράδες τους. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ξεκίνησε με μια καντάδα. Τραγουδούσε την «Φαληριώτισσα» εκείνο το βραδάκι. Τον άκουσε κάποιος τυχαία και αμέσως τον πήγε σε εταιρεία να το ηχογραφήσει, παίρνοντάς το 25%.
«Τελικά, το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία και μπήκε στα σπίτια. Τότε γράφανε διάφορα τραγούδια-χασίσια, λουλάδες, αργιλέδες, προσφυγιά- ανάλογα τα βιώματα. Ο πατέρας μου ήταν εκσυγχρονιστής. Μετά ήρθε ο Τσιτσάνης και είχαμε ακόμα μεγαλύτερη βελτίωση. Ύστερα ο Χιώτης που λέγαμε πιο πριν. Το πράγμα ξεκίνησε από κάπου και στην πορεία έγινε καλύτερο», λέει ο γιος του.
Φυσικά και δεν θα μπορούσε να λείψει το «τσιγάρο» από μια κουβέντα για το ρεμπέτικο. Πόσα τραγούδια δεν έχουν γραφτεί για έναν αργιλέ ή επάνω σε μια ρουφηξιά; Αναρωτιέμαι αν έκαναν κι αυτοί. Δεν έχω λόγο να μην ρωτήσω. «Πώς δεν κάναμε; Κοίτα, όπως το πίνουν σήμερα οι πιτσιρικάδες είναι μαλακία. Οι παλιοί, αντί να πιουν πέντε-δέκα ποτά, έπιναν ένα τσιγαράκι και ήταν γελαστοί και ωραίοι! Άσε που τότε που πίναμε εμείς δεν είχαμε λεφτά. Βάζαμε λοιπόν, δυο γλαστράκια και τα ‘χαμε. Σήμερα έχουν τα παιδιά να πιούνε δυο ουισκάκια. Εμείς ήμασταν μπατίρια», λέει χαρακτηριστικά ο Τσαουσάκης.
Στο μαγαζί συναντάμε διάφορες ηλικίες. Τσιμπούν τα μεζεδάκια, απολαμβάνουν το κρασί τους. Σηκώνουν τα ποτήρια στον αέρα και κάθε φορά που παίζει η ορχήστρα ένα κομμάτι που έχει να πει κάτι ιδιαίτερο σε κάποιους, σηκώνουν τα χέρια, σουφρώνουν τα φρύδια και τραγουδούν τόσο έντονα, που λες ότι νοιώθουν τον καημό του συνθέτη που το έγραψε πριν από 70 χρόνια. Πού και πού, κάποιοι μερακλώνουν και σηκώνονται να ρίξουν την βόλτα τους. Οι τραγουδιστές τους επευφημούν, « Άλα, ώπα».
Ο Τσαουσάκης λέει το Πιτσιρίκι και όλοι ξεσηκώνονται! Αμέσως μετά, η ορχήστρα αρχίζει τα χασαποσέρβικα με σκοπό να μην αφήσει κανέναν να κάτσει σε καρέκλα! Πετυχαίνει απόλυτα τον σκοπό της. Όλοι τους είναι χαμογελαστοί. Ξεφεύγουν από την καθημερινότητα της κρίσης. Ουσίες και οινοπνεύματα όπως λέει και το τραγούδι.
Ο ρομαντισμός διάχυτος στην ατμόσφαιρα. Βλέπεις, οι ρεμπέτες δεν έγραφαν μόνο για λουλάδες και αργιλέδες. Έγραφαν και για τον αιώνιο έρωτα. Μιλάω με ένα ζευγάρι από το διπλανό τραπέζι. Πενήντα χρόνια παντρεμένοι και κάθε βράδυ της κρατάει το χέρι όταν κοιμούνται.
Στοά Αθανάτων, Σοφοκλέους 19, 2103214362, ανοικτά και Κυριακές μεσημέρια