«Κυψέλη». Μία λέξη, χιλιάδες ιστορίες κι άλλες τόσες αναμνήσεις. Πράγματι, λίγες γειτονιές της Αθήνας έχουν απασχολήσει και συζητηθεί τόσο, όσο η Κυψέλη. Γιατί είναι μια πλανεύτρα, μια πολύχρωμη κοινωνική και πολεοδομική βεντάλια, η οποία παρά τα αρνητικά στερεότυπα που την έχουν συνοδεύσει ανά τις δεκαετίες, μένει απτόητη.
Τα τελευταία χρόνια, η ποικιλομορφία των κατοίκων, των κτιρίων της και των επιλογών της για έξοδο, έχουν αρχίσει να χτίζουν ένα νέο αφήγημα για τη γειτονιά και τον πολυεπίπεδο πλούτο που προσφέρει. Μια βόλτα στα Σκαλιά της Σκοπέλου, στο «Ριάλτο» της οδού Κυψέλης, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στην ιστορική, γεμάτη ζωή Φωκίωνος Νέγρη, στην δραστήρια Δημοτική Αγορά, στα Νταμάρια της Αλεπότρυπας και στα γοητευτικά της τετράγωνα που συμβάλλουν με την Πατησίων, θα σε οδηγήσει νοητά σε εποχές που οι δρόμοι ήταν ακόμη άστρωτοι – αρκετοί από αυτούς ήταν χωράφια, ενώ το ψηλότερο σπίτι που έβλεπες, ήταν τριώροφο. Την ίδια στιγμή, θα σε επαναφέρει στο σήμερα, παρασύροντάς σε να ανακαλύψεις όλες τις πτυχές της.
Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της περιήγησης, είναι η πολυπολιτισμικότητά της. Αυτή η πλευρά της Κυψέλης, αν και επί δεκαετίες έχει καταφέρει να δομήσει τη δική της κοινότητα και καθημερινότητα, είναι ανοιχτή στο να την ανακαλύψεις. Παρέα με τον φωτογραφικό φακό του Γεράσιμου Δομένικου, βρεθήκαμε ένα πρωί στα στενά της ιστορικής γειτονιάς, τα οποία μας οδήγησαν σε κάθε λογής ανθρώπους και πολιτισμούς.
Πρώτη στάση για ΄μας, στο Kashmir Spicy Restaurant στη συμβολή της οδού Τενέδου με την Πατησίων. Οι μυρωδιές μας έχουν τρυπήσει τη μύτη πριν ακόμη μπούμε στο μαγαζί, και ο 20χρονος Αλί πίσω από τον πάγκο, μας υποδέχεται διστακτικά, προσπαθώντας να καταλάβει τον λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε εκεί. Σύντομα, αρχίζουμε να μιλάμε για το εστιατόριο, στο οποίο ο ίδιος εργάζεται μόλις τους τελευταίους δύο μήνες. «Ζω στην Ελλάδα εδώ και πέντε χρόνια. Αν και δυσκολεύτηκα να τα βγάλω πέρα με τη γραφειοκρατία, μπόρεσα να πάρω το ΑΜΚΑ μου. Στο Kashmir δουλεύω λίγο καιρό και το αφεντικό μου με έχει βοηθήσει πολύ», μας λέει.
«Στο εστιατόριο έχουμε πακιστανικά, ινδικά και αφρικανικά κυρίως φαγητά. Έχουμε φαλάφελ, σουβλάκι, τσιπούρα, ρεβίθια με κάρυ και ρύζι, κοτόπουλο με κάρυ και άλλα μπαχαρικά, κεμπάπ και πολλά ακόμα. Όλα τα φαγητά είναι φρέσκα. Μας προτιμούν και αρκετοί Έλληνες, οι οποίοι έρχονται να φάνε στο μαγαζί ή τους κάνουμε delivery».
Ίσως το τελευταίο πράγμα που περιμέναμε να συναντήσουμε σ’ εκείνη τη βόλτα στην Κυψέλη, ήταν ένα ταξιδιωτικό γραφείο. Μπαίνοντας σε αυτό, μας υποδέχτηκε με πολύ φιλική διάθεση ο 19χρονος Hasian, ο οποίος μαζί με τον πατέρα του Arsal, διατηρούν την επιχείρηση τα τελευταία 15 χρόνια. Ο πατέρας του Hasian, ζει εδώ και 35 χρόνια στην Ελλάδα, ενώ ο Hasian πήγε σχολείο στα Άνω Πατήσια. Όνειρό του, είναι να εδραιωθεί στην επιχείρηση και να συνεχίσει να εργάζεται στο ταξιδιωτικό γραφείο. «Οι περισσότεροι πελάτες μας είναι Αφρικανοί, καθώς ζουν πολλοί στην περιοχή, οι οποίοι είτε θα επισκεφτούν την πατρίδα τους είτε θα κάνουν κάποιο ταξίδι», μου εξηγεί. «Προσφέρουμε αεροπορικά εισιτήρια, για όλους τους προορισμούς. Η δουλειά πλέον πηγαίνει καλά, ο κόσμος ταξιδεύει, ωστόσο με τους περιορισμούς του Covid η δουλειά είχε πέσει πολύ».
«Σε συνδυασμό με τη διαδικασία με τα test και τα πιστοποιητικά, έγινε και για εμάς πιο απαιτητική η κατάσταση με τα ταξίδια. Προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε στον κόσμο τα μέτρα που ισχύουν για να μην φτάσουν στο αεροδρόμιο απροετοίμαστοι. Έρχεται κόσμος σ’ εμάς που θέλει να πάει ακόμη και στο Χονγκ Κονγκ για ένα ταξίδι αναψυχής. Δουλεύουμε με όλες τις αεροπορικές», συμπληρώνει.
Όσον αφορά την άδεια παραμονής, ο Hasian μου εξηγεί πως δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερες δυσκολίες στην απόκτησή της. «Ο πατέρας μου στάθηκε τυχερός ερχόμενος στην Ελλάδα, απέκτησε αρκετά γρήγορα την άδεια παραμονής του. Πλέον, έχουμε καταφέρει να χτίσουμε σταθερή πελατεία στο γραφείο. Είμαστε πολύ έμπειροι, έχουμε καλές τιμές, οπότε ο κόσμος στη γειτονιά μας προτιμά».
Λίγο πιο κάτω από το στενό στο οποίο μένω, υπάρχει ένα παντοπωλείο, του οποίου η βιτρίνα σου τραβάει το βλέμμα με τις πολύχρωμες συσκευασίες instant noodles που φιγουράρουν σε αυτή. Μπαίνοντας μέσα, γνωρίσαμε τον ιδιοκτήτη του, τον Ashir, ο οποίος μας υποδέχτηκε με χαρά και περιέργεια. «Έχω το παντοπωλείο τα τελευταία δύο χρόνια και είμαι ιδιοκτήτης ενός ακόμη στην οδό Λέσβου. Πηγαίνει καλά ευτυχώς η δουλειά, παρά τον covid. Καταφέρνω και βγάζω τουλάχιστον τα προς το ζην», μας λέει.
«Στο μαγαζί έχουμε ελληνικά, ινδικά, αλγερικά, τουρκικά και αιγυπτιακά κυρίως προϊόντα. Εγώ είμαι από το Μπαγκλαντές και ζω 25 χρόνια στην Ελλάδα. Μένω 13 χρόνια στην Κυψέλη, πηγαίνουν εδώ και τα τρία μου παιδιά σχολείο. Η Κυψέλη είναι η γειτονιά μου. Όταν πρωτοήρθα δυσκολεύτηκα να αποκτήσω τα χαρτιά μου για την άδεια παραμονής μου, ταλαιπωρήθηκα αρκετά και με το green pass, όμως πλέον η ζωή είναι πολύ καλή εδώ».
«Περνώντας μια μέρα από τη Λέλας Καραγιάννη, βρήκα άδειο τον συγκεκριμένο χώρο και είπα, εδώ θέλω να ανοίξω το μαγαζί μου. Μέσα σε δύο μέρες το είχα ανοίξει», μας διηγείται ο Ashir. Ρωτώντας τον εάν επισκέπτονται και ντόπιοι το μαγαζί του, μου εξηγεί πως πολλοί τον προτιμούν παρόλο που υπάρχουν τα μεγάλα σούπερ μάρκετ. «Οι τιμές μου και η ποιότητα των προϊόντων είναι πολύ καλές. Επίσης εδώ θα βρεις προϊόντα που δεν υπάρχουν σε ελληνικά σούπερ μάρκετ – από διάφορα φαγητά μέχρι ναργιλέδες και κολόνιες».
«Στις επιχειρήσεις μου είμαι πολύ συνεπής. Δεν χρωστάω ούτε ένα ευρώ όλα αυτά τα χρόνια. Πάντα υπάρχουν γύρω μας περίεργοι άνθρωποι, όμως γενικώς μου φέρονται καλά. Έχουμε γνωρίσει ο ένας τον άλλον όλα αυτά τα χρόνια στη γειτονιά».
Η Κυψέλη είναι η γειτονιά μου.
Ο Alom Miak, βρέθηκε στο δρόμο μας ενώ κάναμε ένα διάλλειμα για καφέ στην Πατησίων. Βλέποντάς τον να κάθεται έξω από το μαγαζί του, θέλησα να τον γνωρίσω και να το εξερευνήσω. «Μένω εδώ και 15 χρόνια στην Κυψέλη μαζί με τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μας», μου λέει ενώ συστηνόμαστε. «Η καταγωγή μου είναι από το Μπαγκλαντές και έχω άδεια παραμονής εδώ και αρκετά χρόνια. Το μαγαζί το άνοιξα περίπου πριν από έναν χρόνο και παλιά δούλευα ως ράφτης. Έχουμε πολλά προϊόντα – από ρούχα και παπούτσια, μέχρι τσάντες και αξεσουάρ».
«Η γυναίκα μου βέβαια έχει κουραστεί πολύ, έχει κατάθλιψη τα τελευταία χρόνια. Έχουμε δυσκολευτεί πολύ οικονομικά. Οι αυξήσεις στο ρεύμα μας έχουν διαλύσει τους τελευταίους μήνες και η δουλειά στο μαγαζί είναι πολύ περιορισμένη, παρά τις προσιτές τιμές μας. Δεν τα βγάζουμε πέρα», μας εκφράζει με παράπονο ο Alom Miak λίγο πριν αποχαιρετιστούμε και συνεχίσουμε την περιήγησή μας.
Ροζ και πάλι ροζ. Αυτό το έντονο ροζ δεν θα μπορούσε να μην μας προσελκύσει την περιέργεια, κι έτσι βρεθήκαμε στον χώρο του Joy Hair Salon. Ο ιδιοκτήτης του κομμωτηρίου, Ali, άφησε για λίγο τα ψαλίδια από τα χέρια του για να μας συστηθεί. «Διατηρώ το κομμωτήριο τα τελευταία 14 χρόνια και η δουλειά πηγαίνει αρκετά καλά. Έχουμε σταθερούς πελάτες και αρκετούς Έλληνες, που μας προτιμούν για τις καλές τιμές μας».
«Λόγω του covid δυσκολευτήκαμε πολύ, αλλά το παλεύουμε. Προσπαθήσαμε να μείνουμε σταθεροί στις τιμές μας, ακόμη και τώρα που έχουν αυξηθεί οι λογαριασμοί στο ρεύμα. Η ζωή στην Ελλάδα γενικά, παρά τις δυσκολίες, είναι πολύ καλή. Ζω τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Αθήνα και ο περισσότερος κόσμος μου έχει φερθεί πολύ καλά. Έχω κάνει και αρκετούς φίλους, δεν έχω παράπονο», μας εξηγεί ο Ali, λίγο πριν τον αφήσουμε να συνεχίσει το αντρικό κούρεμα που είχε ξεκινήσει, και ολοκληρώσουμε τη βόλτα μας στην πολυπολιτισμική γοητεία της Κυψέλης.