Categories: ΕΞΟΔΟΣ

Rue de Marseille, το μπαρ που χαμηλώνει η μουσική κι απαγγέλουν Μαγιακόφσκι…

Υπάρχουν μερικά μπαρ στην Αθήνα, μικρές Ακροπόλεις. Λόγω της αρχαιότητας τους, λόγω του ότι αντιμετωπίζονται από τους επισκέπτες τους ως αστικά μνημεία που έχουν να αφηγηθούν ιστορίες φτιαγμένες από εκείνες τις παρέες που τα συντήρησαν στον χρόνο. Ένα από αυτά βρίσκεται στο Κολωνάκι, στην οδό Μασσαλίας, αν και κλέβει κάτι από τον χαρακτήρα των Εξαρχείων. Είναι ένα κλασικό μπαρ, ένα αυθεντικό στέκι όπως το χαρακτηρίζει ένα από τους παλιούς του θαμώνες και σημερινός του ιδιοκτήτης. Κι όπως αλλάζουν όσα προσφέρει η νύχτα της πόλης αλλάζει, έτσι αλλάζουν κι όσα ζητάμε. Κάποια στιγμή θέλουμε να πάμε στο μαγαζί με τα απίθανα κοκτέιλ και τον guest dj, κάποια άλλη απλώς να συναντηθούμε σε μια μπάρα, να πιάσουμε το σκαμπό με τις ώρες, να συζητήσουμε, να δημιουργήσουμε ένα σημείο αναφοράς «για να μην χανόμαστε».

Στο Café Rue de Marseille με το θερμό φως, οι παρέες -τουλάχιστον οι παλιές- μαζεύονται μετά τους φοιτητές που το τιμούν το μεσημέρι, δίνουν ραντεβού αργά το βράδυ για να μεθύσουν μέχρι το πρωί με μουσικές κι απαγγελία Μαγιακόφσκι, «για να ξεφύγουμε από την απολλώνια κατάσταση και να περάσουμε στη διονυσιακή, σε αυτή που αντί να γίνεις θρύψαλο ψυχαγωγείσαι, που αντί να αδειάζεις φεύγεις γεμάτος».

Το μπαρ άνοιξε τη δεκαετία του ‘60, και ο Αντώνης Χάλαρης το ανέλαβε το 1981. Άνηκε αρχικά στον Κώστα Κορρέ που το έδωσε όταν αποφάσισε να ανοίξει μια άλλη επιχείρηση, με χαρτικά, στην ίδια περιοχή. «Εγώ ήμουν πελάτης για χρόνια εδώ και ο Κώστας δεν ήθελε να πάει το μαγαζί σε άνθρωπο που δεν ξέρει, οπότε με ρώτησε αν ξέρω κάποιον που ενδιαφερόταν. Είχα χρήματα εκείνη την στιγμή και νεαρούς φίλους που ήθελαν να το δουλέψουν (μου το υποσχέθηκαν γιατί εγώ δεν θα μπορούσα) και πέταξαν από τη χαρά τους όταν το πήρα. Και κάπως έτσι φτάσαμε μέχρι το σήμερα».

Γύρω στα 16 του, ο σημερινός του ιδιοκτήτης, κατέβαινε από το Παγκράτι μέχρι τη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης κι αφού μελετούσε, κατευθυνόταν στο γειτονικό μπαρ. «Και λίγο λίγο το συνήθισα. Έπειτα έφυγα για να σπουδάσω κι όταν γύρισα συνέχισα να έρχομαι καθημερινά εδώ, είχαμε φτιάξει μια παρέα που τελικά ανέλαβε το μαγαζί».  

Στο ημιυπόγειο δεν έχει αλλάξει τίποτα μέσα στα χρόνια, η Maja Vestida του Γκόγια, η Guernica του Πικάσο, το The Kiss του Κλιμτ , το πορτρέτο του Che από τον Ρενέ Μπουρί στέκονται αμετακίνητα στη θέση τους. Μόνο ένας Σταθόπουλος κατέβηκε πρόσφατα από τους τους τοίχους του, αφού «χάλασε λίγο και θα τον φτιάξουμε, δεν πετάμε τίποτα». 

Ίσως έχετε συναντήσει τον Αντώνη Χάλαρη στη μπάρα, συνήθως μετά τις 22:30, μπορεί μάλιστα να ήταν με φίλους του για να συντάξουν κάποιο κείμενο κοινωνικοπολιτικού ενδιαφέροντος, από χόμπι. Το Rue de Marseille είναι μπαρ πολιτικό, το Αθηνόραμα το χαρακτήρισε κάποτε «στέκι διανοούμενων». Κατά την περίοδο της δικτατορίας, οι φοιτητές της Νομικής συνεδρίαζαν στον χώρο του, «ο Κώστας ήταν πολύ καλός και τους άφηνε, τους έβλεπε, τους κάλυπτε, δε συμμετείχε, κι εγώ κάπου παραδίπλα καθόμουν σαν πελάτης. Ήταν αλλιώς τα πράγματα στο Κολωνάκι, τότε υπήρχε μόνο το Dolce όπως λεγόταν κάποτε το σημερινό Φίλιον κι αυτό εδώ.  Αλίμονο αν δεν επηρεάζει η πολιτική και κοινωνική κατάσταση τα μπαρ, επηρεάζει τις συζητήσεις που γίνονται σ’ αυτά και τη συμπεριφορά των πελατών».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θυμάται το μαγαζί όταν ακόμα έχει θαμώνες ποιητές, ζωγράφους, δημοσιογράφους, ηθοποιούς, πολλούς που θα ήθελε να γυρίσουν γιατί δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που αγάπησε. «Θυμάμαι τον Νίκο Καρούζο και τον Στάθη Πρωταίο, την Κατερίνα Γώγου και τον Νικόλα Άσιμο, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου που ήταν καθημερινός επισκέπτης, πρωί – βράδυ ερχόταν για χρόνια ολόκληρα. Και η Μελίνα Μερκούρη κάπου – κάπου ερχόταν, έφευγε από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ όταν ήθελε να βγει λίγο. Ο Μπάμπης Τσέρτος έμαθε εδώ μέσα να παίζει μπουζούκι, έπαιζε μέχρι τις πέντε το πρωί παρέα με ένα καλό μαθηματικό και σκασκιστή για το κέφι τους. Οι πάντες περνούσαν από δω, ακόμα κι αν δεν ήμασταν σαν το πατάρι του Λουμίδη, ήμασταν κάτι αντίστοιχο».

Κάθε ρεβεγιόν Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και το βράδυ της Ανάστασης μετά από μια στάση στον Άγιο Διονύση της γειτονιάς, στον αριθμό 11 της οδού Μασσαλίας στρώνεται ένα μεγάλο τραπέζι, είναι μια παλιά συνήθεια του μαγαζιού που δεν κόπηκε ποτέ. «Βάζουμε ταψιά στο φούρνο, ψήνουμε διάφορα κρέατα κι ό,τι άλλο προκύψει προκειμένου οι φίλοι που δεν έχουν να πάνε κάπου εκείνες τις οικογενειακές μέρες να ξέρουν πως μπορούν να τις περάσουν εδώ. Εκείνες τις βραδιές τρώμε πίνουμε και χορεύουμε, τα φαγητά είναι δωρεάν φυσικά.  Καλή θέληση να έχεις και θα έρθουν…».

Η περιοχή άλλαξε κι αλλάζει, ο Αντώνης Χάλαρης θέλει να παραμείνει σταθερός και στο Rue de Marseille να συνεχίσουν οι αυθόρμητες βραδιές ποίησης . «Είμαστε από τα παλαιότερα μαγαζιά της Αθήνας, ο Λώρας το έδωσε στον ανιψιό του και σταμάτησε να είναι όπως πρώτα, το 17 στη Βουκουρεστίου έκλεισε, το Au Revoir το νιώθω διαφορετικό, το Galaxy μοιάζει ίδιο αλλά δυστυχώς έχασε τον Τζίμη. Όπως και να έχει, στενοχωριέμαι όταν βλέπω τέτοια σημεία να αλλάζουν, δεν πρέπει να συμβαίνει»

Καθισμένος σχεδόν καθημερινά στη μπάρα έχει δει να γίνεται μόδα το κονιάκ, να το αντικαθιστά το κρασί κι έπειτα να το κερδίζει το ουίσκι. Σήμερα, καθώς οι μόδες κι οι ανάγκες κάνουν κύκλους, «ο κόσμος θέλει την παρέα, νέοι και μη, θέλουν σύγχρονους Μπακάκους σε μορφή μπαρ. Κι εγώ θέλω να έρχομαι στο μαγαζί, να συναντάω τους φίλους μου και να γκρινιάζω για μια σειρά παλιούς που έχουν σταματήσει να έρχονται. “Όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε, γίνανε ρεζίλι, γι’ αυτό κρυφτήκανε, πιάσαν μια δουλίτσα κι όλοι τους κρατούν κλειδιά, απόκτησαν κοιλίτσα κι από `να δυο παιδιά” όπως το έλεγε ο Κηλαηδόνης». 

Rue De Marseille, Μασσαλίας 11, Κολωνάκι. Τηλ: 2103626606
Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.