Στην οδό Υμηττού, στο ύψος της πλατείας Παγκρατίου, βρίσκεται το παλαιότερο σινεμά της Αθήνας, το Σινέ Πάλας που άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του το 1925, δηλαδή πριν 91 ολόκληρα χρόνια. Ο σημερινός ιδιοκτήτης κύριος Ματθαίος Πόταγας, γιος του πρώτου ιδιοκτήτη, είναι σήμερα 89 ετών και έχει περάσει όλη του τη ζωή μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Ήδη από τα 7-8 του χρόνια συνόδευε τον πατέρα του και τους δύο θείους του, επίσης συνιδιοκτήτες, ενώ από το 1953 ανέλαβε ο ίδιος τον κινηματογράφο. Τον τρέχει, δηλαδή, πάνω από μισόν αιώνα. Θυμάται λοιπόν την ανακατασκευή εκ βάθρων το 1935 από τον αρχιτέκτονα Βασίλειο Κασσάνδρα (το πιο γνωστό του έργο είναι το κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού) αλλά και τα επίκαιρα της Fox, που έπαιζαν μία φορά την εβδομάδα.
Τη δεκαετία του 1930 οι Αθηναίοι έδειχναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για το νέο αυτό είδος ψυχαγωγίας, «προπολεμικά κάποιες Κυριακές κόβονταν μέχρι και 2.000 εισιτήρια». Η μεγαλύτερη όμως άνθηση ήρθε στις δεκαετίες του 1950-60, όταν και σχηματίζονταν ουρές που έφταναν μέχρι και την οδό Αγίου Φανουρίου, τον παράπλευρo, κάθετο δρόμο στην Υμηττού. «Σαν παιδί έτρεχα από εδώ κι από κει από προσπαθώντας να βοηθήσω όπου μπορούσα αλλά κυρίως ήθελα να βλέπω το έργο. Προπολεμικά παίζαμε κυρίως γαλλικές ταινίες, θυμάμαι ότι από τις αγαπημένες μου ήταν ο Μιχαήλ Στρογκώφ του 1937 με πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Άντον Γουόλμπρουκ που θα τον θυμόσαστε στα Κόκκινα Παπούτσια του 1948».
Και πώς αντιδρούσε ο κόσμος σε όσα έβλεπε στο μεγάλο πανί; «Μιλούσαν στους ηθοποιούς. Τους φώναζαν “πρόσεχε τον αυτόν” ή “μην πας από εκεί” ειδικά στις ταινία αγωνίας ή δράσης. Θυμάμαι ότι μετά τον πόλεμο άνθρωποι μου παραδέχονταν ότι στην Κατοχή έρχονταν στο Πάλας για ζεσταθούν γιατί εμείς είχαμε θέρμανση, είχαμε καλοριφέρ με λιγνίτη».
Τη δεκαετία του ’50 ποια ήταν η τάση; «Τα ιταλικά μελοδράματα είχαν μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Θυμάμαι “Τα Παιδιά της Αμαρτίας” με τον Αμεντέο Νατσάρι και την Ιβόν Σανσόν που είχε παίξει και στο δικό μας “Μια Ζωή την Έχουμε”. Βέβαια είχαμε κι άλλου είδους ιταλικές ταινίες, ανώτερες από τα συνηθισμένα μελοδράματα, όπως το “Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων” που επίσης έκανε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Μεγάλη επανάσταση ήταν το 1955 το cinemascope κι αυτό έγινε για να αντιμετωπίσουν την τηλεόραση, να τονίσουν το πλεονέκτημα της μεγάλης οθόνης έναντι της μικρής».
Και οι ελληνικές ταινίες; «Από το 1958 μέχρι το ’63-1964 παίζαμε αποκλειστικά ελληνικά έργα στην κλειστή αίθουσα, στο θερινό παίζαμε ξένα. Υπήρχε χρονιά με ελληνικές ταινίες που φτάσαμε στη χειμερινή σεζόν των οκτώ μηνών να κόψουμε 437.000. Όταν παίζαμε ταινίες με την Αλίκη Βουγιουκλάκη γινόταν χαμός. Το “Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο” είχε κάνει 17.000 εισιτήρια σε μια εβδομάδα. Θυμάμαι ανήμερα Πάσχα του 1960, που τώρα πια ποιος πάει κινηματογράφο εκείνη την ημέρα – τα σινεμά είναι κλειστά, κάναμε 5.025 εισιτήρια στο “Κλωτσοσκούφι”. Ξεκινήσαμε την προβολή στις 10 το πρωί και επειδή ήταν μικρή ταινία την παίξαμε δώδεκα φορές».
«Τότε οι άνθρωποι μας επισκέπτονταν για να δουν τον τρόπο ζωής των Αμερικανών ή των υπόλοιπων Ευρωπαίων, για να δουν τις ωραίες γυναίκες και τους ωραίους άνδρες. Έβλεπαν τα μεγάλα σπίτια ενώ οι ίδιοι μπορεί να ζούσαν πέντε άτομα σε μια αυλή. Για δύο ώρες ζούσαν στον παράδεισο».
Πέρα όμως από τη μεγάλη προσέλευση του κόσμου κι από την έντονη συμμετοχή στα τεκταινόμενα επί της μεγάλης οθόνης είναι κι εντελώς διαφορετικές και οι κινηματογραφικές τους συνήθειες. «Στην πρώτη προβολή, δηλαδή δύο με τέσσερις το μεσημέρι, το φτηνό εισιτήριο, που ήταν περίπου 5 δραχμές -έναντι 7 δραχμών στις άλλες προβολές- ήταν ένα καλό κίνητρο για να έρθει ο κόσμος. Έρχονταν πολλές νοικοκυρές στην πρώτη προβολή, έκαναν το διάλειμμά τους από το σπίτι, οι άντρες τους ήταν ακόμη στα μαγαζιά ή στα γραφεία τους, κι αυτές εμφανίζονταν με τη ρόμπα ή και με τις παντόφλες ακόμη για να δουν μια ταινία». Αλλά και ο ίδιος ο κύριος Πόταγας έβλεπε τρεις ταινίες την ημέρα, πήγαινε και σε άλλους κινηματογράφους ενώ «τώρα βλέπω λιγότερες αλλά πρόσφατα μου άρεσε το “Αλάτι της Γης”, το έχετε δει; Τότε μου άρεσαν οι πιο ηρωικές για παράδειγμα “Η Επέλαση της Ελαφριάς Ταξιαρχίας” και άλλες πολεμικές».
Από τη δεκαετία του ’80 τα πράγματα δυσκόλεψαν, η τηλεόραση και το βίντεο πήραν τα ηνία, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 εμφανίστηκαν τα multiplex, ο κόσμος έχει μειωθεί πολύ. Υπάρχει όμως μια σημαντική προσφορά – με ένα εισιτήριο των 10 ευρώ μπορεί να δει κανείς τρεις ταινίες της επιλογής του. Κάθε φορά που θα πάει στο Πάλας κύριος Ματθαίος ή η αδερφή του που έρχεται για να βοηθήσει στο ταμείο θα τρυπήσουν το εισιτήριο μέχρι να συμπληρώσει τις τρεις επισκέψεις. Ο κύριος Πόταγας επιμένει σε προβολή σινεφίλ ταινιών «ή ακόμη κοινωνικών και δραματικών πάντα όμως υψηλού επιπέδου». Το οικονομικό πρόβλημα εντάθηκε όταν τα ιδιόκτητα μαγαζιά παραπλεύρως ξενοικιάστηκαν κι έτσι μόνη λύση ήταν να μειωθούν τα έξοδα στο ελάχιστο. Όλες οι εργασίες στον κινηματογράφο γίνονται από τον ίδιο ενώ «υπήρχαν εποχές που είχαμε 20 υπαλλήλους. Είχαμε δύο βάρδιες καθώς παίζαμε για πολλές ώρες, άρα είχαμε έναν μηχανικό κι έναν βοηθό σε κάθε βάρδια, δύο ταμίες, τέσσερις θυρωρούς -δύο για την πλατεία και δύο για τον εξώστη-, καθαρίστριες, ταξιθέτριες μέχρι και πρόσθετο αστυφύλακα –όπως λέμε τώρα σεκιούριτι- γιατί είχαμε τόσο πολύ κόσμο που καμιά φορά γίνονταν μικροδιενέξεις στην ουρά ή από τους μη καπνιστές που διαμαρτύρονταν»
Κοιτώντας την άδεια αίθουσα με τα υπέροχα βαθυκόκκινα καθίσματα μπορεί να ακούσει κανείς τα γέλια και τα σχόλια των θεατών άλλων δεκαετιών. «Τότε οι άνθρωποι μας επισκέπτονταν για να δουν τον τρόπο ζωής των Αμερικανών ή των υπόλοιπων Ευρωπαίων, για να δουν τις ωραίες γυναίκες και τους ωραίους άνδρες. Έβλεπαν τα μεγάλα σπίτια ενώ οι ίδιοι μπορεί να ζούσαν πέντε άτομα σε μια αυλή. Για δύο ώρες ζούσαν στον παράδεισο». Υπάρχουν μέρη που είναι γεμάτα ανθρώπους ακόμη κι όταν είναι άδεια.
Βλέποντας την αφοσίωση του κύριου Ματθαίου στον κινηματογράφο και με πόση δυσκολία αλλά κι αγάπη τον κρατάει ζωντανό δεν μπορείς να μην σκεφτείς ότι θα ήταν τουλάχιστον συγκινητικό η αίθουσα του Σινέ Πάλας να γεμίσει ξανά.
Το αξίζει.