Μια παρέα τεσσάρων κοριτσιών μπαίνει και πριν καν βγάλουν τα παλτά τους αρχίζουν με μια φωνή να «ουρλιάζουν» σχεδόν τους στίχους «Καιρός να κάνω κάτι πια σωστό, να στείλω ένα γράμμα και σε εμένα, να πω στον εαυτό μου “Σ’ αγαπώ”, μα ξέχασα οδό και αριθμό και μένει στο συρτάρι μου κι αυτό». Δε μοιάζουν παραπάνω από 25. Εντυπωσιακό που ξέρουν απ’ έξω το «Τόσα Γράμματα», του τροβαδούρου του έρωτα, Γιάννη Πάριου. Είναι πολύ καλά ντυμένες, κυρίως στους τόνους του μαύρου, φορούν ψηλά τακούνια, έχουν έντονο μακιγιάζ. Είναι κάποιες μόνο, από τους θαμώνες των Λεγάμενων, το άτυπο after του Περιστερίου, με την κόκκινη νέον πινακίδα, στο 13 της οδού Αισχύλου, πολύ κοντά στο Δημαρχείο και στο σταθμό του μετρό.
Οι Λεγάμενοι άνοιξαν το 2012 και δεν προορίζονταν ποτέ να χαρακτηριστούν αφτεράδικο, λέει ο Τάκης Ζαχαρόπουλος, ένας εκ των ιδιοκτητών του μαγαζιού. «Το μαγαζί έγινε καθαρά από την αγάπη μας για την παλιά ελληνική μουσική » και πράγματι, αυτό οδηγεί όσους βολτάρουν και μετά τις 3 το ξημέρωμα σε αυτό. «Ερχόμαστε στους Λεγάμενους, γιατί παίζουν μουσική περιωπής», θα πει αργότερα ο Λάμπρος, τακτικός θαμώνας του μαγαζιού και την αυθεντικότητα αυτής της ατάκας, δεν μπορείς να την αντικρούσεις εύκολα.
«Ένα μαγαζί στο Περιστέρι που παίζει λαϊκά… Σιγά το νέο!», θα πει κάποιος που ίσως δε γνωρίζει καλά την περιοχή και έχει πλάσει στο νου του το μύθο της «καγκουρόπολης» που σε κάθε της μαγαζί ακούγονται ήχοι κλαρίνου και μπουζουκιού. Οι Λεγάμενοι όμως, δεν ανήκουν αποκλειστικά σε αυτή τη λίγκα. Η Μαρία – η dj με το επιβλητικό βλέμμα, που δέχεται ασταμάτητα εδώ και τρία χρόνια τις επευφημίες των θαμώνων και βρίσκεται εκεί σχεδόν όλες τις μέρες που το μαγαζί είναι ανοιχτό – επιλέγει μουσικές που δεν ακούς εύκολα σε αυτό που λέμε «ελληνάδικα» (Άραγε υπάρχουν ακόμα; ) και δη στα αντίστοιχα του Περιστερίου.
Τόλης Βοσκόπουλος, Ελένη Βιτάλη, Γιάννης Πουλόπουλος, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Αντύπας. «βαριά λαϊκά» που λέμε, για ανθρώπους με νταλκά, και δόξα τω Θεώ, η πόλη αυτή έχει πολλούς από δαύτους. Αλλά και Μαζωνάκη ή Πάνο Κιάμο «τα παλιά τους» όμως, πριν παρασυρθούν από τα σύγχρονα μπιτ. Υποκύπτει φυσικά και στις υποταγές τις εποχής, θα ακούσεις και το «Η πιο ωραία στην Ελλάδα» (ή και «τίκα – τάκα – τίκα – τακ» για να συνεννοούμαστε), αλλά και «τα απαγορευμένα», εκείνα που νιώθεις λίγο ενοχικά που ξέρεις απ’ έξω, επειδή οι ερμηνευτές τους με τα χρόνια ολίσθησαν σε διάφορα ιδεολογικά ξεσπάσματα σε συνεντεύξεις τους. Στο σκοτεινό μπαρ με τη μπορντό, μεσοπολεμική ταπετσαρία, όλα επιτρέπονται.
Ο Θανάσης, ο μπάρμαν που κάθε τέτοιο μαγαζί θα ήθελε να έχει, σβέλτος και χαμογελαστός, γεμίζει τρία σφηνοπότηρα με ουίσκι και τα δίνει στην παρέα που έχει ξεσηκώσει όλο το μαγαζί. Ένας νεαρός έχει σκαρφαλώσει στο σκαμπό και χορεύει τσιφτετέλι, φλερτάροντας με το ταβάνι, ενώ στην άλλη άκρη του μαγαζιού μια μεγάλη παρέα έχει πιαστεί χέρι – χέρι και χορεύει το ίδιο κομμάτι εν είδει συρτού στα στα τρία. Είναι το «Φωτιά με Φωτιά». Η πλειονότητα των πελατών επιλέγει ουίσκι ή κρασί – στους Λεγάμενους μπορείς να πιεις ποτό με 6,50 ευρώ (και χωρίς μεζούρα). Η ώρα που το αγόρι θα κατέβει από το σκαμπό και θα ακουμπήσει προβληματισμένο τους αγκώνες του στο μπαρ δεν είναι μακριά. Η Μαρία όπου να’ναι θα βάλει μερικά από εκείνα τα τραγούδια που μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά εκείνων που υποφέρουν από ανεκπλήρωτους έρωτες και χωρισμούς. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το κέφι πέφτει ποτέ στους Λεγάμενους, ίσα – ίσα, όσοι πονάνε, με μια κίνηση του χεριού σαν επίκληση σε κάποια θεότητα, ξορκίζουν τα ντέρτια τους.
Στους Λεγάμενους συναντάς 40αρηδες, νέα κορίτσια και αγόρια, τους μπάρμεν από τα τοπικά μπαράκια που θα πάνε εκεί μετά το τέλος της βάρδιας να ξεσκάσουν και να βρεθούν επιτέλους από την άλλη πλευρά της μπάρας, «λοκάλια» αλλά και ανθρώπους από άλλες περιοχές που έχουν ακούσει για «το απόλυτο αφτεράδικο του Περιστερίου» με την ρετρό αισθητική, λίγο παράταιρη με τη μουσική, αλλά τόσο σκοτεινή και ζεστή, όσο πρέπει, για να αποτινάξει από πάνω του κανείς κάθε σοβαροφάνεια.