Είναι χιλιάδες φορές που έχει γίνει αυτή συζήτηση.
– Τι θα κάνεις το βράδυ;
– Δεν ξέρω, κάτι το διαφορετικό, μην πάμε πάλι στο Key.
Μετά από μια ώρα.
– Τελικά, αποφάσισες;
– Όχι ακόμα. Πήζω. Αλλά όχι πάλι Key ρε συ.
– Ναι, πάμε κάπου αλλού.
Και τελικά.
– Τι λέει; Τελείωσες; Σε μια ώρα που;
– Πάμε κανά Key.
– Έγινε τα λέμε εkey.
Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν τα φοβερά μπαρ, με τα τατουάζ να συναγωνίζονται τα κοκτέιλ, υπάρχουν τα μπαρ-θρύλοι, τα συνοικιακά, τα μπαρ που πας για ραντεβού, αυτά που επισκέπτεσαι για να μη σε δουν οι άλλοι και τα μπαρ που σε μεγάλωσαν. Έτσι ήταν και το Key Bar, όχι για μένα αλλά για μια ολόκληρη παρέα που έβρισκαν στην αγκαλιά της Άντζελας και της Μαρί ένα δεύτερο σαλόνι.
Όταν έμαθα ότι κάνει το τελευταίο πάρτι μου πέρασαν αμέτρητες εικόνες από μπροστά μου. Είναι σημαντικές για μένα, ασήμαντες για εσάς, σε πολλές όμως υπήρχε σπίθα μέσα τους. Αυτό που έχει όμως νόημα για εσάς είναι να βρείτε, αν δεν το έχετε κάνει ήδη, ένα παρόμοιο μέρος να ξενυχτάτε. Και να το αγαπάτε, να μην παριστάνετε ότι το βαριέστε, γιατί κάποια στιγμή θα φτάσετε να γράφετε κείμενα σαν αυτό και να σκέφτεστε: άραγε που θα ξαναδώ όλους τους φίλους μου μαζεμένους;
Υ.Γ. Δεν το περίμενα ποτέ ότι βλέποντας αυτή την εικόνα του μπαρ από ψηλά θα μ’ έπιανε τόση συγκίνηση.
Σταύρος Διοσκουρίδης
Έχοντας αποφασίσει σχετικά νωρίς στη ζωή μου ότι το ξενύχτι θα είναι ένα από τα βασικά μου ενδιαφέροντα, είχα περάσει τα μισά της τρίτης δεκαετίας της με μια βασική έλλειψη/ανησυχία. Άλλοι ανησυχούν ότι δε θα κάνουν ποτέ λεφτά, άλλοι ότι θα ψάξουν αλλά δε θα συναντήσουν ποτέ τον έρωτα της ζωής τους, εγώ στα 25 μου φοβόμουν ότι δε θα αποκτήσω ποτέ μου στέκι. Και, ρε παιδί μου, είναι ωραίο, είναι κουλ να έχεις ένα στέκι. Ένα μέρος όπου τους ξέρεις και σε ξέρουν τόσο καλά που, από κάποια στιγμή και μετά (ή κάποια ώρα της νύχτας και μετά), είσαι σαν στο σπίτι σου. Όλοι οι φοβεροί τύποι στις ταινίες, στα βιβλία, όλοι οι φοβεροί τύποι παντού και πάντα είχαν ένα τέτοιο μέρος. Που ήξεραν το ποτό τους, που μπορούσαν να πάνε μόνοι τους και να γίνουν μέλη μιας μεγάλης παρέας.
Ε, όλα αυτά, καλώς ή κακώς, εμείς τα ζήσαμε σε αυτό το (αρχικά) μικροσκοπικό μπαρ στην οδό Πραξιτέλους. Ως μέλη μιας μεγάλη παρέας (μη νομίζετε, και το site που διαβάζετε στο Key μάλλον γεννήθηκε). Ήμουν εκεί από τις πρώτες μέρες το 2007 όταν η Άντζελα και η Μαρί, χωρίς να γνωριζόμαστε ακόμα, μας σέρβιραν σφηνάκια Ντοστογιέφσκι με βότκα, ταμπάσκο και μισό ντοματίνι. Στην πορεία βέβαια τα σφηνάκια έγιναν μερικά γαλόνια βότκας (όχι μόνο) από τα χεράκια τους (και μερικές ακόμα εκατοντάδες σφηνάκια που έβαζε ο Κυριάκος στη γωνία του μπαρ).
Το Key καβάλησε πάνω στη άνοδο της πιάτσας της πλατείας Καρύτση (και γενικά του εμπορικού τριγώνου/ιστορικού κέντρου) και πέφτοντας πάνω σε μια περίοδο πτώσης του μαζικού clubbing έγινε το μέρος… για να γίνονται μπάχαλα. Γιατί, σε μια αποδεκτή εξαίρεση του γενικού κανόνα που (εγώ) θέλω τα μπαρ να είναι σχετικά ήσυχα κι ατμοσφαιρικά, στο Key παρτάραμε. Πολύ σκληρά. ΟΚ, άλλοι είχαν το Studio 54 ή τη Hacienda ξερωγώ. Σε μας έτυχε αυτό το λιλιπούτειο μπαράκι που υπήρχαν μερικές βραδιές που όλοι οι θαμώνες ήξεραν ο ένας τον άλλον με το μικρό του όνομα (φανταζέστε συνεπώς και το sperm trail) και κάποια στιγμή το 2010 έμπαινε το “Surf Solar” των Fuck Buttons και κινδύνευε να πέσει το τετράγωνο. Ή που όταν δε λειτουργούσε τίποτα, παίζαμε το “Over and Over” των Hot Chip και το πάρτι ξεκινούσε. Ή που έβαζαν οι Untitled το “The Past is a Grotesque Animal” και το τραγουδούσαμε ολόκληρο σαν να είναι η τελευταία βραδιά του κόσμου. ‘Η που τα κορίτσια ανέβαιναν στην μπάρα ή έκαναν αυτοσχέδιο pole dancing με το “How Deep Is Your Love?” των Rapture και το “Need You Now” των Cut Copy (στο remix του Carl Craig, ασφαλώς). Ή που μεθυσμένοι ουρλιάζαμε στο κλείσιμο πάνω στην διασκευή του “Hippie, Hippie, Hoorah” από τους Black Lips.
Όπως συμβαίνει με κάθε τέτοιο μέρος που σέβεται τον εαυτό του, υπάρχουν άπειρες ιστορίες που δεν μπορούν να γραφτούν. Εδώ που τα λέμε, μερικές ούτε να τις διηγηθούμε μπορούμε πια. Συγχωρήστε μου τον μελοδραματικό τόνο, αλλά στις αλλόκοτες συζητήσεις που έχουν γίνει στην κουπαστή της σκάλας που οδηγούσε στην τουαλέτα αφήσαμε ένα μέρος της, έστω προχωρημένης, νιότης μας. Την Παρασκευή και το Σάββατο θα το γεμίσουμε για άλλη μία, τελευταία, φορά. Εγώ, μπορώ να αφοσιωθώ σε κάποιον άλλον στόχο, το πώς είναι να έχεις στέκι το ‘μαθα…
Παναγιώτης Μένεγος