Categories: ΠΟΛΗ

Αν αναρωτιέστε πού μπορείτε να βρείτε τζούκμποξ στην Αθήνα, ο Νίκος Πατέστος έχει την απάντηση…

Στις γειτονιές της Αθήνας, κι ακόμα περισσότερο έξω από τα όρια του κέντρου της, επιβιώνουν ακόμα μαγαζιά μοναδικά στο είδος τους, «είδος προς εξαφάνιση» που σε κάνουν να αναρωτιέσαι ποιοι έχουν ακόμα την υπομονή να τα δουλεύουν και να τα κρατάνε στη ζωή. Ένα από αυτά βρίσκεται στον Κολωνό, γωνία Παλαμηδίου και Πέτρας. Μερικά βράδια θα το δείτε να φωτίζεται με χρώματα από παλιά αναμμένα τζούκμποξ.

Δείχνοντας από νωρίς την τάση του στις επισκευές, ο Νίκος Πατέστος χαλούσε όλο του το χαρτζιλίκι ψάχνοντας εξαρτήματα κινηματογραφικών μηχανών – «κόλλα εδώ, κόλλα εκεί να φτιάξουμε χωνί» όπως έλεγε σαν παιδί στη Μυτιλήνη. Κι όταν στο νησί έφτασαν αυτά τα μηχανήματα που με μια δραχμή άλλαζαν τα 45άρια, τότε του γεννήθηκε ένα νέο ενδιαφέρον. Δεν έψαχνε μόνο να το διασκεδάσει, αλλά άρχισε να μαθαίνει και την τέχνη που απαιτείται για την φροντίδα τους.

Όσες δουλειές κι αν άλλαξε, ακόμα κι όταν οι εξελίξεις στη μουσική και την τεχνολογία έβαλαν στην άκρη τα τζούκμποξ, εκείνος επέμενε να αναζητά ό,τι απέμεινε από την εποχή τους, αγοράζοντάς τα ξεφορτώνονταν γιατί μόνο χώρο τους έπιαναν.  Ακόμα λοπόν αγοράζει παλιά μηχανήματα όπου τα βρει, στριμώχνεται καθημερινα στο εργαστήριό του κι επισκευάζει διαρκώς παλιά και καινούρια αποκτήματα και δέχεται εισερχόμενες κλήσεις από σπίτια και άλλα καταστήματα π.χ. μπαρ, για να επαναφέρει στη ζωή ένα τζούκμποξ που δείχνει να εγκαταλείπει την ενεργό δράση.

Σε κάθε περίπτωση αν έχετε ονειρευτεί τον μποέμικο αέρα που θα έδινε ένα τζούκμποξ στο σαλόνι σας, ο κύριος Νίκος είναι η καλύτερη αρχή (ίσως και ο μοναδικός προορισμός) για να αρχίσετε να ψάχνετε…

«Αρχές του ‘60, στα δεκαοχτώ μου άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τη συντήρηση και την επισκευή των τζούκμποξ, και σχολείο πήγαινα και την τέχνη μάθαινα ταυτόχρονα. Το πρώτο μηχάνημα το είδα στην Μυτιλήνη, από εκεί κατάγομαι, μαθητής ακόμα ήμουν και πηγαίναμε στα καφενεία να διασκεδάσουμε με τα δισκάκια, δεν τα κοιτάζαμε από μακριά όπως εσείς οι νεότεροι τώρα. Κάθε καφενείο είχε κι από ένα τέτοιο για να επιλέγει ο κόσμος μουσική, είχε και ένα γραμμόφωνο της πλάκας που πετάχτηκε μόλις εμφανίστηκε ττο τζούκμποξ. Όπως βέβαια πετάχτηκε και παραμερίστηκε με τη σειρά του το τζούκμποξ, όταν βγήκαν τα κασετόφωνα και οι μοντέρνοι ενισχυτές.

Είχα, λοιπόν, κάτι γνωριμίες στην Αθήνα και ήρθα να δουλέψω, αλλά μόνος μου το είχα ήδη ψάξει το αντικείμενο. Πήγα με τις γνώσεις μου να πιάσω δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία που έκανε εισαγωγές, στον Γεωργακόπουλο στην Πατησίων. Από την Αμερική έρχονταν τα μηχανήματα, πολύ αργότερα άρχισαν δειλά – δειλά να βγάζουν και οι Γερμανοί, πολύ λίγα έβγαλαν οι Γάλλοι. Στα καφενεία τα είχαν για να παίζουν λαϊκά, ελαφρολαϊκά και ρεμπέτικα, δεν θα έβαζαν ας πούμε δισκάκια της Βάνου γιατί το νόημα ήταν να χορέψει ο κόσμος Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο, Γαβαλά και τέτοια. Κάθε τραγούδι κόστιζε μία δραχμή, με ένα ταλιράκι το τζούκμποξ σου έδινε κι ένα τραγούδι δώρο.

» Μέχρι το ‘75 ήταν ό,τι έγινε με τα τζούκμποξ. Τώρα τελευταία έχει ξεκινήσει αυτή η μόδα να τα βάζουν στα σπίτια, τότε δε συνέβαινε. Ποιος θα έπαιρνε για το σπίτι του μηχάνημα που κόστιζε μια περιουσία, όσο να έπαιρνες διαμέρισμα; Οι μαγαζάτορες τα αγόραζαν με δόσεις, έδιναν λίγα μπροστά και μετά από τις εισπράξεις ξεχρέωναν το γραμμάτιο του μήνα.

Τρέχαμε με την εταιρεία για επισκευή σε όποια περιοχή υπήρχε τζούκμποξ, παντού στην Αθήνα και στην επαρχία, μετά αυξήθηκαν οι τεχνίτες και κάθε πόλη είχε τον δικό της για να γλιτώνουμε κι εμείς τις αποστάσεις. Στην Αθήνα ήταν μια εποχή που είχε παντού, όποιος είχε χρήμα το έβαζε στο μαγαζί του. Δεν προλαβαίναμε τη δουλειά, πολλές φορές μας είχε πάρει τηλέφωνο κάποιος για βλάβη και εμείς πηγαίναμε τρεις μέρες μετά, στο μεταξύ αυτός έχανε λεφτά, αλλά πότε να τους εξυπηρετήσουμε όλους;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

» Έμπαινα από τους τεκέδες μέχρι τα πιο κυριλέ ταβερνάκια που μάζευαν οικογενειάρχες. Σε ένα υπόγειο στην Ομόνοια μου είπε ο μαγαζάτορας “φίλε δεν έχω λεφτά να σε πληρώσω, άμα θες κάνε την επισκευή και θα κάνω έναν χορό για πάρτη σου”.  Αφού είχα πάει μέχρι εκεί, έκατσα, το έφτιαξα και χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο. Σε ένα καμπαρέ στο Σύνταγμα που έπαιζε καν-καν και διάφορα ευρωπαϊκά μου έδειχναν το παλιό τους μηχάνημα, αυτό που από τη τζαμαρία έβλεπες το 45άρι να αλλάζει, και μου έλεγαν “πάρε την τυροπιτιέρα και φέρε μου ένα από τα καινούρια, τα κλειστά, τα μοντέρνα”. Τώρα όμως, όλοι μια “τυροπιτιέρα” ψάχνουν, στα κλειστά δε δίνουν σημασία.

Δεν είχαμε ωράριο, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύαμε. Αλλά δεν μιλάγαμε γιατί βγάζαμε λεφτά. Η εταιρεία μας έδινε μισθό της πλάκας γιατί ήξερε ότι παίρνουμε γερό πουρμπουάρ.  Μέχρι που τα απαγόρευσε ο Γιώργος Παπανδρέου, βγάζαμε κι από τα φλιπεράκια κι από τους γερανούς με τα τσιγάρα (που δεν ψάρευες ποτέ πακέτο). Πήγαιναν οι φοιτητές κι έτρωγαν τα λεφτά τους, κι άμα είχαν τα κορίτσια τους μαζί έκαναν και μια αφιέρωση στο jukebox για να τα χορέψουν. Εμείς παίρναμε 150 δραχμές μόνο για τη συντήρηση κι όσα κέρματα βρίσκαμε χύμα στο μηχάνημα όταν τ’ ανοίγαμε, δικά μας κι αυτά. 

Στα σπίτια τα έβαλαν πρώτοι στην Ευρώπη, στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία, μετά Αυστρία κι Ελβετία. Οι Ολλανδοί όμως είναι αυτοί που μαζεύουν τα περισσότερα, κάναμε εξαγωγές σε αυτούς, μεγάλες ποσότητες, ερχόταν η νταλίκα και φορτώναμε δεκάδες από το ‘80 μέχρι αρχές του ΄90.

Wurlitzer, AMI, Rock-Ola και Seeburg ήταν οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές. Σήμερα, κάθε εταιρεία έχει ένα πολύ ακριβό κομμάτι, αναλόγως με την παραγωγή που είχε γίνει και τη ζήτηση που έχει. Υπάρχουν κάποια ξύλινα του’60 που αυτή τη στιγμή κοστίζουν 45.000 ευρώ, τα βάζουν στις εκθέσεις που γίνονται κάθε Οκτώβρη και Μάη στην Ολλανδία, εκεί μόνο θα τα βρεις. Θα βρεις όμως και με ενάμιση χιλιάρικο ή ένα πιο συλλεκτικό μοντέλο στα έξι.

Εννοείται πως μόνο οι νέοι θέλουν πλέον να τα αγοράσουν, δεν τα νοσταλγούν οι μεγαλύτεροι. Μάλιστα γίνονται κι ανακατασκευές, έβγαλαν καινούρια στα πρότυπα των παλιών που παίζουν CD και τα λένε “one more time”, έδωσαν οι Αμερικάνοι τα δικαιώματα στους Γερμανούς να τα φτιάξουν, πρόσφατα σταμάτησαν να τα βγάζουν κι αυτά.

Όταν σταμάτησα το ‘70 να δουλεύω στην εταιρεία ασχολήθηκα με τα κλωστήρια, μετά με τα μηχανήματα καθαριστηρίου αλλά είχε κι αυτό αποστάσεις και βερεσέ, είπα “κάτσε Νικόλα εδώ να επισκευάζεις οικιακές συσκευές που έχουν μετρητά”. Αν έβρισκα όμως κανένα παρατημένο τζούκμποξ, το αγόραζα. Είχα μια αποθήκη και τα μάζευα όλα εκεί. Τα τελευταία χρόνια τα βγάζω και τα φτιάχνω ένα – ένα, ασχολούμαι και με κανέναν ενδιαφερόμενο να περνάει και η ώρα μου.

Ειναι φοβερό να σκεφτείς ότι μόλις εμφανίστηκαν οι νέες τεχνολογίες τα πετούσαν στα σκουπίδια, τα έσπαγαν και τα έριχναν σε ρέματα, γιατί τους έπιαναν, λέει, χώρο. Δεν τους έκοβε να σκεφτούν ότι μια μέρα θα έχουν αξία και να τα μαζέψουν, όπως έκαναν οι ξένοι.

» Πολλοί μπαίνουν από περιέργεια στο μαγαζί, αν αγόραζαν όλοι αυτοί που έρχονται δεν θα είχα ούτε δισκοθήκη να δώσω. Τα θέλουν πολύ, λεφτά δεν έχουν. Βέβαια υπάρχουν και μερικοί που νομίζουν ότι είναι και φτηνά, τους κάνει εντύπωση αν τους δείξεις ένα κλειστό και τους πεις πως έχει 500 ευρώ. Και κάτι νέοι δεν ξέρουν καν τι είναι, με ρωτούσαν την άλλη φορά τι επισκευάζω, “πλυντήριο”, τους λέω, “βάζεις τα ρούχα εδώ, στα στεγνώνει κιόλας”, και το πίστεψαν.

Έχω τρεις μήνες να βρω μηχάνημα να αγοράσω, ψάχνω αγγελίες ιδιωτών, κληρονομιές από αυτούς που ούτε το πουλάνε, ούτε το φτιάχνουν. Το έχουν εκεί και κάθεται γιατί είναι λέει κειμήλιο και θα το φάει η σκουριά στο τέλος. Πολλές φορές αγοράζω δύο μηχανήματα για να φτιάξω ένα τζούκμποξ.

Τις προάλλες έφτιαξα ένα σε μια καφετέρια στο Χαϊδάρι, και σε κάποια πολυκαταστήματα έχουν από τα καινούρια με τα CD. Έχω νοικιάσει σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε σειρές, σε ταινίες μικρού μήκους και σε διαφημίσεις, είχα δώσει ένα σε μια μπύρα και αυτοί έλεγαν ότι τα γυρίσματα έγιναν στην Ισπανία. Στον Νικολόπουλο και στον Σαββόπουλο έχω φτιάξει τα μηχανήματα, μερικοί μουσικοί έχουν κι από ένα τέτοιο, όπως κι επιχειρηματίες κι εκδότες. Όσοι είναι μερακλήδες έχουν.

Έχω κρατήσει δύο μηχανήματα στο σπίτι μου, ένα για κάθε εγγόνι, τους μαζεύω και ραδιόφωνα και παλιές ραπτομηχανές. Ό,τι παλιό βρίσκω και δουλεύει θα τους το δώσω».

  

Νίκος Πατέστος, Παλαμηδίου 1 & Πέτρας, Κολωνός, 210 5128125
Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.