Θα είναι μια «τυχερή» εβδομάδα, σκέφτομαι, και θα ‘ναι μια τέτοια μετά από πολύ, πολύ καιρό. Θα πας στην Ταράτσα και το επόμενο βράδυ θα πας και στους Pulp, το ένα βράδυ θα συναντήσεις την Αντιγόνη και το επόμενο θα την χάσεις, το πρώτο βράδυ θα δεις πώς το κάνουν στην Αθήνα και το δεύτερο πώς το κάνουν στο Σέφιλντ, στο πρώτο πώς είναι να ανασαίνεις ανάμεσα σε ξύλινα σπαθιά και να μιλάς μπροστά στον καθρέφτη σου για χιλιοστή φορά και στο δεύτερο πώς είναι να γράφεις τραγούδια για να συναντήσεις αυτόν, αυτή, αυτό, που θα σου αλλάξει τη ζωή -«two hours before we met»- και τι σημαίνει αυθεντικό, ατόφιο, άκρως εμβληματικό hardcore, ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζεσαι και δεν το ξέρεις.
Καθότι όμως πολύ common people, προσωπικά και ειδικά, επιστρέφω στην Ταράτσα για να καταγράψω τι συνέβη όταν ο εσωστρεφής Παύλος συνάντησε τον επίσης εσωστρεφή αλλά δυνάμει εξωστρεφή και με πολλές ασκήσεις θάρρους Φοίβο στη σκηνή ενός βαριετέ, μιας νέο-επιθεώρησης, ενός νεοπλανήτη με aliens που διαθέτουν και καρδιά και ψυχή που τολμούν να την εκφράσουν. Ανοίγω μπλοκάκι και γράφω, «όλα βεβαίως ξεκίνησαν πριν συναντηθούν αυτοί οι δύο». Αυτό που συμβαίνει κάθε βράδυ στη σκηνή, είτε ο Φοίβος εμφανιστεί με τη Νατάσσα Μποφίλιου, είτε με τον Σταμάτη Κραουνάκη, είτε την Ελένη Τσαλιγοπούλου, είτε με τη Μαρίνα Σάττι – αργότερα, εκεί στα τέλη Ιουλίου, όταν θα έρθει έτοιμη να μετατρέψει το Πεδίο του Άρεως σε γήπεδο για βαλκάνια διαγαλαξιακά παιχνίδια πρώτου επιπέδου.
Ξεκινάμε; Ναι. Φτάνεις μέρα, ίσα- ίσα για να συλλάβεις πριν πέσει το σκοτάδι πώς είναι χωροταξικά το Άλσος. Όλα έχουν το ταξικό τους προσωνύμιο, τα παιδιά στην πίστα όμως «παίζουν» πάντα μπροστά, για να τους βλέπουν όλοι, και οι εντελώς κοντά, και οι μακρύτερα, και αυτοί στο βάθος, και αυτοί στο πλάι, στο διαγώνια, στο σου χαϊδεύω την ανάσα-τόσο κοντά. Είναι όλοι εκεί. Συμπιεσμένοι σε τραπέζια που ανταλλάσσουν μεταξύ τους στα κρυφά φωνές και συζητήσεις. Η δόνηση έχει βάθος. Υπάρχει ένα κοινό σταθερά έτοιμο. Να δώσει απλόχερα αγάπη και σεβασμό. Κι αυτό, σκέφτομαι, δεν το συναντάς εύκολα. Σε τέτοιους «εμπορικούς» χώρους. Αλλά ο Φοίβος το έχει κατακτήσει χρόνια τώρα, και με την ταράτσα του και με το κάθε του υπόγειο.
Αναρωτιέμαι, αν, πώς, κολλάει ο Παυλίδης, μέσα σε όλο αυτό. Νιώθω τη συγκίνηση στη φωνή του Φοίβου όταν τον προλογίζει – ακόμη κι αυτός την έχει μια άλφα έκπληξη (όπως και μια βαθιά ευγνωμοσύνη). Για την ωραία επίσκεψη. Θα το καταλάβω περισσότερο αργότερα. Όταν θα τον παρουσιάσει επίσημα με έντιμη τρυφερότητα και γλυκιά κατανόηση. Μέχρι τότε όμως, θα σου πω, προηγούνται αυτά τα άλλα, του βαριετέ και της επιθεώρησης, που κρατούν περισσότερο από όσο περίμενα, δεν με χαλούν όμως, απλώς να, προσπαθώ να βρω ένα εσωτερικό app και να εφαρμοστώ μαζί τους χωρίς γκρίνιες. Ξεκινάω. Ανοίγω το μπλοκάκι με τις σημειώσεις.
Μπλούζα friends για τον Φοίβο χωρίς friends. Διακρίνω έναν Τζόκερ στη στάμπα, υποψιάζομαι δίπλα του και άλλους τέτοιους κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Εγκρίνω, δαγκωτό. Βγάζουν τη Μενδώνη στη σκηνή. Δηλαδή την Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Δηλαδή τη θεότητα που κάποια στιγμή πρέπει να προσκυνήσουμε όλοι. Εδώ το θέμα του σκετς είναι το 45% ελληνική μουσική στα μπαρ και στήνεται πολλαπλό σχόλιο πάνω σε αυτό. Μπαίνει μια κεντρικιά ιδέα. Να ενωθεί το ελληνικό και το ξένο και να καταντήσει κάτι πραγματικά hilarious. Αυτό το Poor Zorba Κακογιάννη Λάνθιμου με τον Θανάση Αλευρά ως Μπέλα Μπάξτερ, όχι δεν θα το ξεπεράσεις ποτέ, μπορεί κα να πνιγείς μέσα σε μια συνεχόμενη αναρρόφηση πνιχτού γέλιου. Θα ακολουθήσει η Υπολοχαγός Οπενχάιμερ. Και όταν αυτό τελειώσει με όλες τις παραλλαγές του, θα βγει ο Θωμάς Ζάμπρας για ένα απαραίτητο stand up comedy, από αυτά τα τίμια, τα σωστά, που περιλαμβάνουν τους 300 του Λεωνίδα, τα ζόρια από τους φανς και το body shaming, σε ισόποση δόση.
Και μετά χαιρετούρα με το κοινό, καλώς ήρθατε και πάλι, ο Φοίβος ανάμεσα στα τραπέζια παρέα με «αυτή που περνάει». Τι κάνετε; καλά; ναι μια χαρά, να εδώ ψάχνω αυτό το κορίτσι για να το ρωτήσω για τον προορισμό μας, όμορφα είναι, φυσάει κιόλας.
Και κάπως έτσι μετά όλα μπλέκονται γλυκά. Και μάλιστα χωρίς να έχεις πιει στάλα αλκοόλ -η ντροπή του θαμώνα- αφού είσαι και σε δίαιτα. Γιατί έρχεται το επιθεωρησιακό με το “Όπου δέσει Παλαμάρι” και τα σχόλια για την ακροδεξιά πιπέρι στο στόμα, «φερστ γουί τέικ Μασχάλες δεν γουί τέικ Μπερλίν» ή ένα up to date σχόλιο με το “χάρμπακερ” της μεσημεριανής Ζήνας ίσα ίσα για να εντυπωσιαστούμε με τα πράγματι δυνατά αντανακλαστικά τους! Και μετά η Σιωπή των Ξύλινων Σπαθιών στη σκηνή να κουνάει το συναισθηματικό σέικερ. Ή ήταν πριν, και πράγματι τα έχω μπερδέψει όλα; Όπως και να ‘χει, μια είναι η ερώτηση εδώ, μπορώ να κλάψω λίγο; Μπορώ. Ακόμη κι η Αντιγόνη ησυχάζει, ανοίγει τα στόρι της και πνίγει τους κρυφούς της λυγμούς μέσα στις κλεμμένες εικόνες, τη νιώθω, δίπλα μου κάθεται. Αποφασίζω πως μου αρέσει αυτό το πέρα δώθε ανάμεσα σε μουσικές και επιθεώρηση. Προσφέρει απαραίτητες ρωγμές και μπερδεύει τις δονήσεις. Μια εδώ, μια εκεί, τραμπαλιζόμαστε όπως τραμπαλίζεται επί σκηνής ο αιώνια χαμογελαστός Περικλής Σιούντας όταν κάνει τον Κασσελάκη.
Όση ώρα φιλοσοφώ από μέσα μου, ο Λευτέρης -Φοίβος- Παπαδόπουλος και η Εύη -Χατζηπασχάλη- Δρούτσα κάνουν χαλασμό μπροστά μου. Η φημισμένη βωμολοχία του σπουδαίου στιχουργού γίνεται η βάση του χιουμοριστικού σκετς, σκέφτομαι τα μπουλούκια στα «αρχαία» χρόνια, στο τσακ είμαι να πέσω στο γκουγκλ σερτς για τη ζωή του στιχουργού, συγκρατούμαι όμως, και ακούω αυτόν να λέει «έχω πουλήσει 5 εκατομύρια δίσκους» και αυτή να του λέει «α είσαι πωλητής». Γελάω αυθόρμητα και γελάνε κι άλλοι γύρω μου. Αυτές οι επιθεωρησιακές αποκλίσεις κάπως με βαραίνουν όμως. Η κουβέντα φτάνει ξάφνου και στον Κεμάλ. Του τραγουδιού. «Είναι ένας πρίγκιπας» ακούω. «Όταν γίνεται κάτι κακό στην Ελλάδα όλοι του λένε καληνύχτα». Σκύβω και λέω στην Αντιγόνη, ρε συ κι εγώ το ίδιο ακριβώς έχω σκεφτεί. Με κοιτάει συμπονετικά.
Ενός λεπτού σιγή. Και μισάωρο δηλαδή αν θες, δεν θα σου πω όχι. Ο ποιητής της καθημερινότητας, ο περιγραφικός εκφραστής των πιο κρυφών μας στιγμών, επιθυμιών και ενοχών, ο Φοίβος, είναι on stage και τραγουδά ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί για μας και τον “αποτρόπαιο” καθρέφτη μας. Τραγουδάω δυνατά. Η Αντιγόνη δυνατότερα.
Και μετά έρχεται ο Αλευράς, μόνος του, σε ένα αφιέρωμα για το Ζάρι (ήταν κι αυτός εκεί στο μακρινό Μάλμε, μη το ξεχνάμε). Αυτό το rollercoaster της διάθεσης καταντά πια πολύ κανονικό. Ο Αλευράς είναι η Άντζελα Δημητρίου αποφασίζω! Μετά από συνεχόμενη κρίση νευρικού γέλιου από αυτά που δεν σταματούν ούτε κι όταν σκέφτεσαι επίτηδες τον πιο αποτρόπαιο Μάη των τελευταίων χρόνων που έπεσε πάνω σου. Κι ας έχουν προηγηθεί Κώστας Χατζής, Κοννιτοπούλου, Μαρινέλα (όλοι τους αστείοι και έξοχοι, σε ερμηνείες παραλλαγές του τραγουδιού που δίχασε ένα έθνος και τσάκισε τα νεύρα και τις διαθέσεις σε όλα τα τηλεοπτικά πρωϊνάδικα της χώρας).
Καλησπέρα, έχουμε όμως και καλεσμένο, δεν τον ξεχνώ. Ο Παύλος Παυλίδης είναι στη σκηνή, σε μια τελικά μικρή επίσκεψη, αλλά ακόμη κι έτσι αξέχαστη. Τραγουδά ένα τραγούδι που δεν το παίζει στα live του, αλλά του θυμίζει τον Φοίβο όπως λέει. Η ανάμνηση της ευτυχίας νομίζω ήταν. Και μετά (ή πριν), η Λευκή Καταιγίδα με αυτό το “γράμμα” δικαίωσης σε έναν έρωτα που του χρωστούνε τόσα.
«Και θα ξυπνήσω απ’ το βαθύ, απ’ το μεγάλο λήθαργο που με κρατάει μακριά σου παγωμένο και βουβό»
Το «Θα ‘ρθει μια μέρα» το είπε; Με ρωτάω εμφατικά, την επόμενη μέρα. Απάντηση δεν δίνω και ας νιώθω πως το έλεγε σε επανάληψη όλο το βράδυ. Τη Μαίρη πάντως την είπε σίγουρα, παρέα με τον Φοίβο. Και μετά έφυγε. Κι έμεινε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού με την Κική που «κάθε βράδυ κάνει ότι μπορεί με το ασήμι στο αυτί και το κοκκινάδι». Και με τη ζωή μας όλη – να θυμόμαστε πως τρέχαμε στoν Ζυγό της Πλάκας για να ακούσουμε το μόνο ελληνικό που δεχόταν η indie ιδιοσυγκρασία μας. Και έτσι ο Φοίβος, η Κική και όλα τα παιδιά μαζευτήκαν για το σωστό κλείσιμο προγράμματος, όπου δηλαδή όλοι είναι στη σκηνή και τραγουδούν για ό,τι έζησαν αυτή τη νύχτα.
Και κάπου εκεί ανάμεσα σε όλους, ο Παύλος με τα χέρια κλειστά, το πρόσωπο τρυφερά τρακαρισμένο, και το σώμα αποφασισμένο να δείξει πως μπορεί να τα καταφέρει και να προσεγγίσει αυτό το αλλόκοτο παράξενο κοινό μπροστά του, με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει δηλαδή, τον εαυτό του!
Και αυτός ο εαυτός με συνόδευσε για πολλές ώρες μετά. Γιατί δεν υπάρχει ωραιότερο από το να είσαι εσύ ακόμη και τις στιγμές που δεν ξέρεις πώς να είσαι!