Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος, που όταν ακούει να μιλούν για το ελληνικό ρεμπέτικο, δεν σκέφτεται αυτόματα τον Τσιτσάνη. Ίσως αυτό να είχαν στο νου τους κι ο Σταύρος Ξαρχάκος με την Ελένη Βιτάλη, όταν αποφάσισαν να ενώσουν τις μουσικές δυνάμεις τους και να παρουσιάσουν στο κοινό ένα αφιέρωμα στο μεγάλο Έλληνα τραγουδοποιό με τίτλο «Νυν και Αεί Τσιτσάνης».
Πήραν μαζί τους και την εξαιρετική Ηρώ Σαΐα, καθώς και μια δεκαμελή ορχήστρα, σκαρφάλωσαν σε ένα λαϊκό πάλκο και βάλθηκαν να χαράξουν το δρόμο σε ένα ταξίδι μοναδικά μαγικό, σε μια βυζαντινή μυσταγωγία – τάμα στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα.
Το πρόγραμμα ξεκινά με ένα ορχηστρικό καλωσόρισμα από τους μουσικούς, ενώ στη συνέχεια ανεβαίνουν στη σκηνή ο Ξαρχάκος και η Βιτάλη για να παραδώσουν μαθήματα αρμονίας. Σ’ αυτό το πρώτο μέρος της παράστασης, με τα τραγούδια να κινούνται κάπου ανάμεσα στο ορατόριο και στο εμβατήριο, νιώθει κανείς τη σοβαρότητα και τον αυστηρό, σχεδόν ασκητικό τρόπο ενορχήστρωσης του Ξαρχάκου, ενώ τα χάνει μπροστά στις εκπληκτικές ερμηνευτικές δυνατότητες της φωνής της Ελένης Βιτάλη. Ειδικά όταν εκείνη τραγουδά την εμβληματική «Συννεφιασμένη Κυριακή» ή το πονεμένο «Σαν απόκληρος γυρίζω». Ναι, είναι στη θέση που πάντα της άρμοζε, είτε τραγουδούσε στα πανηγύρια είτε σε μεγάλες νυχτερινές πίστες. Ναι, στέκει εκεί στο κέντρο λουσμένη στο φως σαν μια κοσμαγάπητη θεά. Ναι θα μπορούσε να είναι η ελληνίδα Nina Simone.
Μετά την άλωση ψυχής από τη Βιτάλη, που καταχειροκροτείται από τους θαμώνες (μυημένους ή μη στο είδος), παίρνει δυναμικά τη σκυτάλη μια ιδιαίτερα κεφάτη Ηρώ Σαΐα, που προσεγγίζει το έργο του Τσιτσάνη με έντονο συναισθηματισμό, κέφι και κοριτσίστικο, σχεδόν, ενθουσιασμό. Με δύσκολα στην εκτέλεσή τους τραγούδια, η εμφάνισή της αποδεικνύει ότι έχει κάνει πολλά βήματα προς τα εμπρός από τότε που πρωτοεμφανίστηκε με τη Σπείρα –Σπείρα.
Όλο το πρώτο μέρος της παράστασης είναι αφιερωμένο στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη (από το πρώιμο ρεμπέτικο μέχρι τα λαϊκά του 70), με τραγούδια που μιλούν για αδικοχαμένους έρωτες, ανεκπλήρωτους πόθους αλλά κυρίως για την «κακούργα ξενιτιά». Που να το ήξερε ο Τρικαλινός τραγουδοποιός πόσο επίκαιρος θα ακουγόταν σχεδόν τριάντα χρόνια μετά από το θάνατό του. Σας το λέω εγγυημένα: όποιος έχει δικό του άνθρωπο μακριά, δύσκολα θα πνίξει τον καημό κι αυτό τον κόμπο που ανεβαίνει στο λαιμό.
Στο δεύτερο μέρος της παράστασης ανεβαίνουν στη σκηνή και οι τρεις συντελεστές μαζί. Το ρεπερτόριο αλλάζει, καθώς ερμηνεύονται κομμάτια από το κλασσικό έργο του Ξαρχάκου «Ρεμπέτικο» τα οποία όμως, λόγω της δυναμικής ενορχήστρωσης, ακούγονται σαν ενιαίο σύνολο με τα τραγούδια που έχουν προηγηθεί. Ο τρόπος, άλλωστε, που ο Ξαρχάκος προσεγγίζει τον Τσιτσάνη είναι πραγματικά συγκινητικός και τουλάχιστον ενδεικτικός του σεβασμού που τρέφει ο μαέστρος για τον μεγάλο μάγκα της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι επανέρχεται σ’ αυτόν άλλη μια φορά μετά τις συναυλίες (με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής) που είχαν τίτλο «Τσιτσάνη Διάλογοι – Μυστικές συναντήσεις του νεαρού από τα Τρίκαλα».
Η ρεμπέτικη περιπλάνηση δεν θα μπορούσε να ειδωθεί με καλύτερο τρόπο από αυτό της συγκεκριμένης μουσικής συνάντησης. Μονάχα που θα ήθελα να τους δω και τους τρεις μαζί στη σκηνή λίγο πιο νωρίς και λίγο παραπάνω. Φεύγοντας πήρα μαζί μου μελωδίες από το μπουζούκι, τη δωρική εικόνα του Ξαρχάκου, το γρέζι και το τσάκισμα της φωνής της Βιτάλη και την τσαχπινιά της Ηρούς στο μινόρε της. Και τη «Γκιουλμπαχάρ» που σιγοτραγουδούσα καθώς ξημέρωνε.
*Η παράσταση «νυν και αεί…Τσιτσάνης» συνεχίζεται στην «Ιερά Οδό» (Ιερά Οδός 18-20) κάθε Παρασκευή και Σάββατο.
Ώρα έναρξης:10:30 μ.μ.
Τηλέφωνο κρατήσεων: 2103428272