Categories: ΝΥΧΤΕΣFeatured

Blue Bar: Αντίο στην «σκάλα που οδηγεί στ’ αστέρια»

Υπάρχουν μερικά μπαρ που έχεις την αίσθηση πως θα είναι εκεί για πάντα

του Χρήστου Αγγελόπουλου

Δεν είναι πολλά, δε θα μπορούσαν να είναι άλλωστε, και στα δικά μου μάτια το Blue ανήκει με βεβαιότητα σε αυτήν την κατηγορία. Είναι τόσο δυνατή αυτή η αίσθηση, που όταν μαθαίνεις πως το Blue κλείνει μετά από 22 και κάτι χρόνια λειτουργίας, αυτόματα δημιουργείται ένα περίεργο κενό που φυσικά είναι αδύνατον να αναπληρώσουν τα μπαρ που ανοίγουν το ένα πίσω από το άλλο στην ευρύτερη γειτονιά του Χαλανδρίου.

Από το μακρινό 1992 που άνοιξε, το μπαρ με τον μπλε χαρακτήρα και τη “σκάλα που οδηγεί στα αστέρια” όπως έλεγε και το περίφημο ραδιοφωνικό σποτ, έχει αφήσει το δικό του αποτύπωμα στην αθηναική νύχτα με δύο χαρακτηριστικά που όλο και πιο σπάνια συναντάς τελευταία, την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μουσική και την μόνιμη επωδό των θαμώνων του:”ό,τι ώρα και να πας πάντα θα βρεις κάποιον να πιείς μια μπύρα και να πεις μια κουβέντα”. Είναι κληρονομιά για τα υπόλοιπα μαγαζιά του είδους αυτό, σε μια περίοδο που το στείρο design, οι ατελείωτες λίστες με κοκτέιλ και η αδιάφορη μουσική είναι ο κανόνας,το Blue πάντα ξεχώριζε για την “ανθρωπίλα” του, τη μπάρα του που θα ορκιζόσουν πως είναι ζωντανή κι αναπνέει και τις μουσικές που του έδιναν ταυτότητα και σαφή χαρακτήρα. Ο θρίαμβος του αυτονόητου σε μια εποχή που το απρόσωπο μοιάζει να είναι το νέο trend, η αυτοσυγκέντρωση του bartender/mixologist μπροστά από το κοκτέιλ του πελάτη φαντάζει σημαντικότερη από τον ίδιο τον πελάτη και η μουσική ούτε “ενοχλεί” ούτε καν κινεί το ενδιαφέρον.

Ήταν τέλη του 2006, λίγο μετά το κλείσιμο του Memphis, όταν ξεκίνησα το residency μου στο Blue. Θυμάμαι τις συζητήσεις με τον Αναστάση σα να είναι τώρα, θυμάμαι τα ρίσκα που πήρε εμπιστευόμενος αρκετές από τις μέρες του μαγαζιού στα χέρια ενός ανθρώπου που αγαπούσε την ηλεκτρονική μουσική λίγο παραπάνω από όσο ο χώρος θεωρητικά άντεχε, θυμάμαι το δέος που ασυναίσθητα ένιωσα δουλεύοντας σε έναν χώρο που είχε καλλιεργήσει πραγματική κουλτούρα πάνω στη μουσική και που από τα decks του είχαν περάσει σπουδαίοι DJs (Μάκης Μηλάτος, Θάλεια Καραμολέγκου, Γιώργος Νταβαρίνος, Αντώνης Φερράρας, Παναγιώτης Μπάρλας, Θανάσης Μήνας, εντελώς ενδεικτικά μερικά ονόματα), θυμάμαι τις Δευτέρες που έπαιζε ο Αναστάσης και ακουγόντουσαν μουσικές που δεν πίστευα ότι θα μπορούσαν να ακουστούν σε ελληνικό μπαρ. Τότε που ανακαλύπταμε πως οι Novak έχουν και άλλα τραγούδια εκτός από το “Rapunzel”, το πόσο μεγάλη μπάντα είναι οι Quickspace και πόσα Will Oldham (aka Bonnie Prince Billy) μπορεί να ακούσει κανείς σερί πριν γονατίσει. Θυμάμαι ακόμα εκείνον τον υπέροχο τύπο με το πέτσινο μπουφάν να μου ακουμπάει 20 ευρώ στο CDJ για να του παίξω Μαργαρίτη, θυμάμαι το πρώτο μου booking, τον Stefan από τους Big Sleep, να μας παίζει στις σκάλες του Blue τα ξημερώματα το “All the Angels” που του είχα ζητήσει και ξέχασε να παίξει στο σετ, θυμάμαι ανθρώπους που γνώρισα κι έγιναν φίλοι μέσα στα χρόνια, θυμάμαι τις θρυλικές Παραμονές Πρωτοχρονιάς όπου περνούσε όλη η Αθήνα να παίζουμε εκκωφαντικά Ramones στις 10 το πρωί με το μαγαζί γεμάτο μέσα και απ’έξω τον κόσμο που περνούσε να κοιτάει εντός και να απορεί, θυμάμαι τα επικά party για τα 20 χρόνια του Blue, θυμάμαι τον κύριο Σπύρο να ζητάει επιτακτικά μια Μαντονάρα στο αποκριάτικο, θυμάμαι πιθανότατα το παγκόσμιο ρεκόρ κατανάλωσης τζιν τόνικ από δύο άτομα σε ένα βράδυ ενώ δουλεύουν, θυμάμαι ανθρώπους δικούς μας που “έφυγαν”, θυμάμαι να χαζεύω ακούγοντας τον Αργυτάκη να παίζει afrobeat στον όροφο, θυμάμαι το πόσο εντυπωσιακό μου φαίνεται ακόμα και σήμερα ένα bar ζωγραφισμένο στο χέρι, θυμάμαι εκείνο την ανεπανάληπτη Πέμπτη -5 το πρωί με πολύ κόσμο μπροστά μου- να παίζω Billy MacKenzie,να σβήνουν τα φώτα και το μαγαζί να φωτίζεται μόνο με (άπειρα) κερια και ολοκληρώνοντας τη μεγαλύτερη πρόταση χωρίς να μεσολαβήσει τελεία στην ιστορία της Popaganda (editor’s note: Θεοδόση τι λέει ο κύριος;) τα θυμάμαι όλα.Ή σχεδόν όλα…

Kλείνοντας για τελευταία φορά η πόρτα του Blue το βράδυ της Κυριακής κλείνει και ένας πολύ σημαντικός κύκλος ενός χώρου που καθόρισε όσο λίγοι τη διασκέδαση στην πόλη. Είναι 8 το πρωί, μόλις έχω ολοκληρώσει το τελευταίο μου σετ στο μαγαζί που θεωρώ σπίτι μου και προσπαθώ να κάνω διορθώσεις και να βρω έναν επίλογο που να ανταποκρίνεται σε όλα αυτά που νιώθω κάνοντας ένα τελευταίο τσιγάρο πριν κοιμηθώ…

Σπύρο, Αγλαΐα, Αναστάση, Μαρία,ευχαριστώ πολύ!

Το μπαρ που βρισκόταν στο σωστό σημείο βρασμού

της Θάλειας Καραμολέγκου

Μπορεί να μην ζήσαμε τα μυθικά swinging 60s, όμως δεν έχουμε παράπονο, γευτήκαμε ως το μεδούλι τα grooving 90s. Όλα συνέβαιναν στο σωστό σημείο βρασμού, στα όρια μιας διαρκώς αναβαλλόμενης ενηλικίωσης και τροφοδοτούνταν ανελλιπώς από το στοιχείο της έκπληξης, ακόμα και για τα αναμενόμενα γεγονότα.

Και, ιστορικά, μπορεί να είμαστε πολύ εγγύτερα στην περίφημη μεταπολίτευση, ωστόσο αν το καλοσκεφτείς τότε έμοιαζε σα να απείχαμε έτη φωτός από αυτήν. Σε μια Αθήνα που είχε ανοιχτή συναυλιακή  γραμμή με τα εκτός Ελλάδας μουσικά τεκταινόμενα, ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες, ανάλογο ραδιόφωνο, αλλά και φανζίν (μια και πάνω απ’όλα το φαν έμοιαζε ακατάβλητο), ενώ τα αντίστοιχα decks ανά την πόλη φιλοξενούσαν τη μουσική που τότε γεννιόταν ή που από παλιά έβλεπε αφ’ υψηλού τα νούμερα πώλησης…

Το Blue bar βρισκόταν έξω από τον ”οδικό χάρτη” μου κι όταν ξεκίνησα να παίζω εκεί ούτε που φανταζόμουν ότι θα κόλλαγα για περισσότερο από 3 χρόνια. Ήταν τότε που το διαφημιστικό σποτάκι του ξεκινούσε με την χαρακτηριστική εισαγωγή του “Cannonball” των Breeders, τεράστιο χιτ της εποχής. Όποτε έμπαινε στη ροή του σετ, το μπαρ ολόκληρο έμοιαζε σαν καράβι που έχει πέσει σε… οριστική θαλασσοταραχή! Τα παιδιά που δούλευαν εκείνη την περίοδο (και με τα οποία είχαμε τους μυστικούς μας κώδικες επικοινωνίας) ενδιαφέρονταν για τη μουσική, ο Σπύρος ο Κάζος -που είχε πάντα κάποια ιστορία από τα δικά του νιάτα να διηγηθεί- ρωτούσε εναγωνίως αν η δισκοθήκη είναι αρκετά ενημερωμένη ή θα πρέπει να κάνουμε refresh με τα τρέχοντα, αφήνοντάς μας εν λευκώ την επιλογή των βινυλίων, αν και κατά κύριο λόγο όλοι οι DJs έπαιζαν με το δικό τους ”σταφ”.

Ωραίες έικόνες κρατάω στη μνήμη μου από εκείνη την περίοδο, μιας εποχής γεμάτης ”χυμούς” και ανυπομονησία. Στην πραγματικότητα, ήταν γεμάτη από αλκοόλ και δυνατές συναντήσεις μετά συγκινήσεων. Νωρίς το πρωί μπαίνοντας στη μικρή κόκκινη Diggie Belle, και λίγο πριν πάρω την κάθοδο της Κηφισίας, υπήρχε πάντα ο τρόμος του αλκοτέστ όμως καθώς το κασσετόφωνο έπαιρνε την σκυτάλη επί της μουσικής συγχρονιζόμενο με ταχύτητες που αδυνατώ να θυμηθώ, όλα έμοιαζαν εφικτά στη σφαίρα του γαλαξία …

Make me jump into the air/ Freak out in a moonage daydream oh yeah!

Το Blue Bar κλείνει την Κυριακή 10/5 τις πόρτες της πρώτης ζωής του. Αλλάζει ιδιοκτησία και θα επιστρέψει διαφορετικό, ίσως και με άλλο όνομα. 

Αυτά είναι 22μιση χρόνια σε 62 φωτό, μπορεί να είστε κι εσείς μέσα, πού ξέρετε;

POPAGANDA