Η ώρα είναι 02:54. Το ταξί στρίβει στην Αχιλλέως λίγο πριν τη πλατεία Μεταξουργείου. Ελάχιστη η κίνηση στο δρόμο, όμως λίγο πριν το φανάρι, κόσμος είναι συγκεντρωμένος έξω από ένα μαγαζί που μοιάζει με πρώην συνεργείο. Πράσινα, ροζ και μωβ φώτα αντανακλούν πάνω στη τζαμαρία. Κορίτσια και αγόρια, όχι πάνω από 25, με ένα μπουκάλι μπύρα και ένα τσιγάρο στο χέρι χορεύουν στο πεζοδρόμιο, μιλούν μεγαλόφωνα, γελάνε, πιθανότατα ερωτεύονται. Αυτό είναι το Άσυλο, το after hours ορθάδικο της Γιατράκου, που μαζί με τον Άνθρωπο, άλλαξαν την εικόνα της νυχτερινής Αθήνας άρδην. Και τα δύο μαγαζιά έκλεισαν πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, η Γιατράκου ερήμωσε, σκηνικά σαν κι αυτό που μόλις διαβάσατε σταμάτησαν να συμβαίνουν και στο μέρος που κάποτε ανέπνεε η εναλλακτική νεολαία της πόλης, έχουν ανοίξει τώρα ρουχάδικα. Το Άσυλο όμως επέστρεψε σε νέα διεύθυνση, ακριβώς επειδή στη νύχτα όλοι αυτό αναζητούμε, άσυλο, από την αγριότητα της μέρας.
Ο «Ασυλάρχης», Κώστας Περγιάλης, άνοιξε το πρώτο Άσυλο τον Μάρτη του 2010, Γιατράκου και Μ. Αλεξάνδρου γωνία. Το ονόμασε Άσυλο γιατί ήθελε να δημιουργήσει ανέκαθεν ένα μπαρ – ασφαλή χώρο, («Ό,τι συμβαίνει στο Άσυλο, μένει στο Άσυλο», θα μπορούσε να είναι το motto του μαγαζιού) αλλά και γιατί στον Κολωνό όπου και μεγάλωσε, στη γλώσσα της παρέας του, «άσυλο» ήταν ο περίεργος, το νούμερο, ο λίγο τρελός.
« ”Κοίτα ρε αυτό το άσυλο”, λέγαμε, έτσι έχει διττή σημασία το όνομα. Δεν με ενδιέφερε ποτέ το μαγαζί που θα ανοίξω να είναι τέλειο. Δε θέλω να σε κάνει να νιώθεις άβολα, θέλω να χορέψεις, να πετάξεις το τσιγάρο σου στο πάτωμα». Ισχύει πως το Άσυλο είναι ένα μαγαζί για εκείνους που έχουν αποδεχτεί ότι το τρένο της τελειότητας αναχώρησε χωρίς να μας πάρει μαζί, ένα χωνευτήρι φυλών της πόλης, το meeting place τόσο διαφορετικών μεταξύ τους ατόμων.
Πολλά στοιχεία μετακόμισαν από τη Γιατράκου στην Αχιλλέως. Η ταπετσαρία από κασέτες VHS, το πόμολο – σίδερο στην τουαλέτα, ο μαυροπίνακας, μια προτομή που φορά πανοπλία και μια τρέντι γραβάτα και φυσικά οι θαμώνες. Εκείνοι που περίμεναν για παραπάνω από ένα χρόνο και ρωτούσαν γνωστούς και μη, πότε ξανανοίγει το Άσυλο και πού. Ο Κώστας βέβαια, πίσω από την μπάρα, έχει κόψει και πολλές καινούριες φάτσες. Το ίδιο βράδυ θα δεις το Άσυλο, πρωτοετείς φοιτητές που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη νύχτα, τους Αδερφούς Βασιλόπουλοι, κλαρινίστες της Άννας Βίσση και το φίλο τους Βαλάντη, τραγουδιστή (όχι ο γνωστός, απλή συνωνυμία) που έχει δουλέψει δίπλα στο Ζαφείρη Μελά, την Αγγελική Ηλιάδη και άλλους, αλάνια από την Ακαδημία Πλάτωνος, κατοίκους Νοτίων Προαστίων.
Η θέση του μαγαζιού, ακριβώς πάνω στον κεντρικό, σίγουρα οξύνει την περιέργεια στους περαστικούς. Είναι ιδανική όμως για έναν ακόμη λόγο, για το παραπλήσιο, λίγο απόμερο στενάκι, που ευνοεί του εφήμερους ή μη έρωτες που γεννιούνται στο μαγαζί, να πάρουν λίγο τον αέρα τους.
Το Άσυλο ανοίγει τις πόρτες του καθημερινά εκτός Δευτέρας κατά τις 12, την Παρασκευή όμως που τις μουσικές διαλέγει ο Αφάνας και το Σαββάτο που στα decks βρίσκεται ο Ηρακλής (πρώην Άνθρωπος), γίνεται το πραγματικό πάρτι. Ο κόσμος ενθουσιάζεται όταν ο Ηρακλής βάζει το “Still Dre” των JJ και αρχίζει να χορεύει αισθαντικά, μόνος ή σε ζευγάρια, φωνάζει στο άκουσμα του “Organ Donor” του Dj Shadow που μοιάζει να μην παλιώνει ποτέ, εκστασιάζεται με το “Welcome to Jamrock” του Demian Marley. Όσο η νύχτα κυλάει θα ακούσεις και ρεμπέτικα, ίσως και κάτι από το νέο κύμα. Με μπύρα από 2,5 ευρώ και ποτό από 3, σίγουρα θα σε βρει εκεί το πρώτο φως της ημέρας. Το πάρτι στο Άσυλο σπάνια τελειώνει πριν τις 9 το πρωί.
Σε μια πόλη βυθισμένη στη σοβαροφάνεια, που ρωτάει απελπισμένα «Γιατί δε χορεύετε ρε;», το Άσυλο του Μεταξουργείου είναι η απάντηση.