Σε μια πολύ ωραία σκηνή του, μέτριου κατά τα άλλα, Trainspotting 2, σε μια σπάνια στιγμή διαύγειας ο Sickboy κατηγορεί τον Renton ότι δε νοιάζεται για το τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια που έλειπε και είναι απλά ένας τουρίστας στη νιότη του. Λίγο πολύ περιγράφοντας αυτό πουσυμβαίνει με την ΠΑΣΟΚσταλγία (η δικής μας ήπια προσαρμογή του όρου ostalgie που χρησιμοποιείται στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, για την εποχή πριν την πτώση του Τείχους). Ένα είδος νοσταλγίας μιας εποχής που οι μεγαλύτεροι την αποζητούν γιατί απλά ήταν νεότεροι και οι νέοι γιατί ζουν σε μια οικονομική κρίση του «κάθε πέρσι και καλύτερα». Είναι όμως ακριβώς έτσι ή απλά μεγεθύνουμε ένα σοσιαλμιντιακό τρολάρισμα χωρίς ουσιαστικές πολιτικές προεκτάσεις;
Τα πολυδιαφημισμένα, στο Facebook, εγκαίνια του πολιτιστικού κέντρου «η Αλλαγή» ήταν μια καλή αφορμή για να μάθουμε.
Βρισκόμαστε στο Γκάζι, στην περιοχή που θα μπορούσαμε να πούμε ότι ταυτίστηκε όσο καμιά άλλη με το ΠΑΣΟΚ (έστω το ΠΑΣΟΚ 2.0). Είναι η περιοχή που συντελέστηκε η πρώτη (και σοβαρότερη) απόπειρα gentrification, ξεκινώντας δειλά-δειλά από τα μέσα του ‘90, καλύπτοντας σχεδόν όλη την οκταετία Σημίτη. Μιια συνοικία μουσουλμάνων της Θράκης, υπολειμμάτων βιομηχανίας εντός αστικού ιστού και οίκων ανοχής που ήθελε να γίνει Σόχο με ενδιαφέρουσα νυχτερινή ζωή και να παρέχει λύσεις στέγασης σε σκληροπυρηνικούς οπαδούς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη σε ευάερα κι ευήλια ανακαινισμένα λοφτ. Φυσικά όπως κάθε άλλη προσδοκία της ολυμπιακής Ελλάδας διαψεύσθηκε πανηγυρικά και το Γκάζι μετατράπηκε απλά σε μια ζώνη υπερτιμημένων φοιτητομάγαζων και καφετεριών on steroids που σπάνια ξεφεύγει από την αισθητική μετριότητα. Λίγο-πολύ στην πορεία που διέγραψε το Γκάζι συμπυκνώνεται αλληγορικά και η πορεία του Κινήματος από μια μικρή παρέα με ενδιαφέρουσες ιδέες το 1974, σε δυο χρυσές οκταετίες στη συνέχεια και στην παρακμή σήμερα. Χαμηλά στη Βουτάδων, δίπλα στις γραμμές του τραίνου, σε έναν χώρο που κάποτε ήταν ένα ακόμα καφέ-μπαρ του Γκαζοχωριού, είμαστε στο σωστό μέρος.
Η «Αλλαγή» μας αυτοσυστήνεται ως ένα pop up πράσινο καφενείο, ακροβατώντας μεταξύ της σύγχρονης μόδας των pop up stores παντός είδους και της παραδοσιοκρατίας του πολιτικά στιγματισμένου εντευκτηρίου και φιλοδοξεί να μας φέρει μια άνοιξη στην καρδιά του χειμώνα στους προσεχείς τρεις μήνες που θα λειτουργήσει. Αφού τα περισσότερα από τα φαραωνικά έργα υπό την επίβλεψη του Κώστα Λαλιώτη φτιάχτηκαν με ΣΔΙΤ έτσι και τούτο δω το καφενείο είναι αποτέλεσμα σύμπραξης δυο πυλώνων. Από τη μια η λαοφιλής τρολοσελίδα «Παλιό ΠΑΣΟΚ, το Ορθόδοξο» κι απ’την άλλη το γνωστό καφεζαχαροπλαστείο Cap Cap από τα βάθη του πράσινου κάστρου της Β’ Αθήνων.
Όπως αναμενόταν το πράσινο κυριαρχεί στον χώρο, ίσως λίγο παραπάνω απ’ ότι θα έπρεπε. Το ΠΑΣΟΚ όμως πάντα χαρακτηριζόταν από πληθωρικότητα και υπερβολή. Οι πράσινες ψάθινες καρέκλες καφενείου είναι εκεί για να υποστηρίξουν το κόνσεπτ, μόνο που είναι του κουτιού χωρίς την πατίνα των γνήσιων που φιλοξενούσαν βετεράνους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ανακουφισμένους που επιτέλους αναγνωρίστηκε η αντίστασή τους. Εκεί είναι και τα συνθήματα του πρώιμου ΠΑΣΟΚ, για τις «βάσεις του θανάτου» και την ΕΟΚ που τα ατενίζουν με πικρό χαμόγελο οι επίγονοι του κινήματος αναλογιζόμενοι τον βολονταρισμό της νιότης τους. Η μόδα των παλιών εφημερίδων ως σουβέρ δε θα μπορούσε να λείπει από ένα ρετρολάγνο μαγαζί, πανηγυρικά πρωτοσέλιδα του «δημοκρατικού» χώρου από την επομένη των εκλογών του ‘81. Υπάρχουν κι ελάχιστα της Δεξιάς με μαύρες πλερέζες και το, καλύτερο όλων, αφελώς αισιόδοξο του Ριζοσπάστη θυμίζοντας την υπόσχεση του Αντρέα ότι θα πάρει τηλέφωνο τον Χαρίλαο για να φτιάξουν μαζί κυβέρνηση. Σκόρπιες αφίσες, κυρίως από τις εκλογές του ‘85, για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι τα επιτεύγματα της πρώτης, ορθόδοξης, τετραετίας. Τις ελάχιστες μεγάλες επιφάνειες του χώρου καταλαμβάνουν αφίσες του Ηγέτη (όχι τυχαία τα εγκαίνια γίνονται ανήμερα της ονομαστικής του εορτής), γιατί σοσιαλισμός και προσωπολατρεία πάνε μαζί.
Για παράδειγμα, διατίθεται White Horse και VAT 69 για όσους νοσταλγούν τον μαοτροτσκισμό των 70s, Μπαλαντάι (Balantine’s) ή Κατεσάρ (Cutty Sark) για τους νοσταλγούς της πρώτης τετραετίας και Πέρδικα (Famous Grouse) ή Haig για τους εκσυγχρονιστές.
Σε μια προσπάθεια να κρατηθεί, όσο το δυνατόν, πιο ορθόδοξη η ταυτότητα, το καφενείο αρνείται πεισματικά να σερβίρει καφέδες με βάση τον εσπρέσο, τα καινά δαιμόνια του εκσυγχρονισμού, και σερβίρει ελληνικό συν όλες τις εκδοχές του νεσκαφέ. Ναι, έχει και «φραπέ με Bailey’s» για σένα που δεν ξεπέρασες ποτέ την τελετουργική ανάγνωση του Nitro στα τραπεζάκια της ΠΑΣΠ ΑΣΟΕΕ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γκάμα των ουισκι(ών), προσεκτικά επιτηδευμένη για να καλύπτει χρονικά σχεδόν όλες τις περιόδους του κινήματος. Για παράδειγμα, διατίθεται White Horse και VAT 69 για όσους νοσταλγούν τον μαοτροτσκισμό των 70s, Μπαλαντάι (Balantine’s) ή Κατεσάρ (Cutty Sark) για τους νοσταλγούς της πρώτης τετραετίας και Πέρδικα (Famous Grouse) ή Haig για τους εκσυγχρονιστές. Υπάρχουν κι άλλες επιλογές ακόμα και premium ουίσκια ή ακόμα και Belvedere (το ποτό που θα έπιναν οι Πασόκοι αν ήταν σήμερα κυβέρνηση), αλλά η μελετημένη σφιχτή λίστα των απλών είναι η σοφότερη επιλογή. Έτσι κι αλλιώς, τα κοκτέιλ τα μάθαμε όταν από κει που δίναμε ένα χιλιάρικο για Αbsolut με Amita ανακαλύψαμε ότι μπορούμε με 10€ να πιούμε κάτι που έχει περάσει από σέικερ πρώτα. Ως φόρος τιμής σε αυτή τη μετάβαση που ζήσαμε στα χρόνια του ύστερου εκσυγχρονισμού μπορείτε να πιείτε ένα Πασοκίτο (μοχίτο με πράσινο τσάι) ή ένα Kir Social με prosecco και αγγούρι. Αργότερα θα μπουν και κάποιοι μεζέδες για να συνοδεύσετε το κρασί «Μεθυσμένος ‘Ηλιος».
Οι μουσικές επιλογές δεν αποτελούν κάποια έκπληξη. Δεν υπάρχει κριτήριο στο είδος ή τη γλώσσα παρά μόνο χρονολογικό. Αυστηρά 80s, άντε και λίγο early 90s, «ελληνικά και ξένα» (sic) mainstream κομμάτια, περισσότερο στρώνουν ένα μουσικό χαλί στη ρετρό εμπειρία χωρίς να κλέβουν την παράσταση. Στη συνέχεια θα γίνουν και κάποια live με αρκετή Ρίτα Σακελλαρίου και λουλουδοπόλεμο για hardcore οπαδους του Βαγγέλη Γιαννόπουλου. Για κόκκορα κρασάτο με μεσημεριανά μπουζούκια όπως έκανε ο Πανταζής Χρονόπουλος όταν υπηρετούσε δίπλα στον Αντρέα δε μάθαμε κάτι.
Αναβιώνεται, ωραιοποιημένο ως καρικατούρα, ένα «καθεστώς» που ξέρουμε ότι είναι πλέον νεκρό. Για να καταναλωθεί ως ζωντανό meme από ανθρώπους που ήταν αγέννητοι όταν υπηρξε.
Όμως σε ποιους απευθύνεται πραγματικά ένα περιβάλλον με τόση ρετρό αναφορά; Κακά τα ψέμματα, αυτό που υπεριχύει είναι η τρολ διάθεση. Όσους νοσταλγούν εκείνη την εποχή, τα 80s ας πούμε, θα τους βρείτε να διασκεδάζουν στην Boom Boom στις Τζιτζιφιές, σε μικρά μπουζουξίδικα που αντιστάθηκαν στη μόδα και δεν έγιναν «πίστες» κλπ. Ελάχιστες φιγούρες που μπορεί να έζησαν εκείνη την εποχή είδαμε στα εγκαίνια (κι αυτές να έχουν έρθει μάλλον από περιέργεια), ενώ η νεολαία που ξέρει το κυβερνών ΠΑΣΟΚ κυρίως από δευτερογενείς αναμνήσεις ήταν η συντριπτική πλειοψηφία των θαμώνων. Νέα παιδιά που ξέρουν το ΠΑΣΟΚ από γονείς, θείους και το you Tube, κάτι περίπου σαν το κύμα αναβίωσης της βιντεοκασέτας που έκανε το Alter προβάλλοντας Ψάλτη και Μουστάκα στα 00s και δίνοντας αφορμές σε φοιτητές να περάσουν δημιουργικά τα απογεύματα που βαριούνταν να πάνε στη σχολή ή να διαβάσουν. Τσουγκρίσματα ποτηριών με ιαχές πρόποσης, το «ΠΑΣΟΚ ρε μούτρο» των γνωστών Πατρινών φαρσέρ κι άφθονος μεταλυκειακός χαβαλές μοιραία κυριαρχούν στο χώρο.
Μακριά από την εξουσία εδώ και χρόνια, και σίγουρα χωρίς καμία πιθανότητα επανόδου αφού η αλλαγή ονόματος του νέου φορέα θα βάλει το τελευταίο καρφί στο φέρετρό του, το ΠΑΣΟΚ από κίνημα γίνεται cult φαινόμενο. Όπως και στην πρώην Ανατολική Γερμανία, η Ostalgie έχει αντίστοιχα cult χαρακτηριστικά και κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά ως πρώτη ύλη πολιτικής ανάλυσης. Έτσι κι εδώ αναβιώνεται, ωραιοποιημένο ως καρικατούρα, ένα «καθεστώς» που ξέρουμε ότι είναι πλέον νεκρό. Για να καταναλωθεί ως ζωντανό meme από ανθρώπους που ήταν αγέννητοι όταν υπηρξε.