Wax Tailor: “H μουσική οφείλει να είναι μελαγχολική”

Ξεκίνησες σαν ραδιοφωνικός παραγωγός, μετά δημιούργησες  τους La Formule και  το 2005 ο Wax Tailor κυκλοφορεί το ντεμπούτο άλμπουμ του. Όλα περιστρέφονται γύρω από τη μουσική, έτσι δεν είναι; Ξεκίνησα τη μπάντα, ταυτόχρονα με το που άρχισα να δουλεύω στο ραδιόφωνο, στις αρχές των 90ς. Ναι η μουσική είναι ο ουσιαστικός κορμός της ζωής μου, οτιδήποτε αφορά το να δημιουργώ ή να την υπερασπίζομαι καλλιτεχνικά.

Ο ήχος σου είναι μια μίξη από trip hop και ambient, με κάποια jazz στοιχεία. Πώς μπορείς να τα συνδυάζεις όλα αυτά; Δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι ταμπέλες. Για μένα το είδος trip hop είναι ένα αντικείμενο δημιουργία από τους δημοσιογράφους, στα μέσα της δεκαετίας του ’90,  με μερικές δυνατές επιρροές από το Μπρίστολ, όπως οι Massive Attack, οι Portishead ή το πρώτο άλμπουμ των Goldfrapp, αλλά πέρα από αυτά υπάρχουν εκατοντάδες συγκροτήματα που έχουν την ταμπέλα του είδους trip hop και στα δικά μου αυτιά ακούγονται περισσότερο σαν lounge (και δε το λέω για καλό αυτό). Εγώ προέρχομαι απλά από την hip hop κουλτούρα, μεγάλωσα ακούγοντας rock από τη δεκαετία του ’60 και ’70, και λίγη jazz με τον παππού μου. Ανακάλυψα τη hip hop κουλτούρα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και έγινα φανατικός. Κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής της boom bap κουλτούρας, άκουσα πολύ Soul, Funk, soundtracks, bossa nova και πάρα πολλά άλλα, οπότε νομίζω πως ο ήχος μου είναι ένα μείγμα από όλα αυτά τα ακούσματα, και τις αναφορές και δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα πώς το ονομάζει ο κόσμος.

Οι επιρροές σου; Πολλές από τα είδη που ανέφερα, ξεκινώντας από τη Billie Holiday, τον Frank Sinatra,  τον John Coltrane μέχρι τους Beatles, τους Moody Blues, τον Curtis Mayfield, τον James Brown, τον Stevie Wonder μέχρι τον Lalo Schifrin, τον John Barry μέχρι τους Public Enemy και τους Native Tongue μέχρι τους Radiohead και πολλούς άλλους.

Η ιδέα να χρησιμοποιείς δείγματα από διαλόγους ταινιών είναι πραγματικά πολύ καλή.  Πώς προέκυψε; Προέκυψε τελείως φυσικά. Πάντα είχα 2 μεγάλα πάθη: τη μουσική και τον κινηματογράφο. Νομίζω πως οι διάλογοι είναι πολύ μελωδικοί μερικές φορές  οπότε το να χρησιμοποιώ μερικά δείγματα είναι κατά κάποιο τρόπο μουσική προετοιμασία και ένα τρόπος να αφηγηθείς ιστορίες φυσικά.

Αφού μιλάμε για αυτό,  αν είχε την ευκαιρία να γράψεις το soundtrack για μια ταινία, ποια θα ήταν αυτή; Πιθανώς μια καλή ταινία από τη δεκαετία του ’80 γιατί οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν ωραία soundtracks. Δε θα ήταν κάτι κλασσικό βέβαια, όπως τα soundtrack του Hermann ή του Schifrin, γιατί απλά δε μπορείς να τα συναγωνιστείς.

Ο αγαπημένος σου παραγωγός; Είναι κλασσική απάντηση αλλά νομίζω ο Quincy Jones. Έκανε παραγωγή σε όλα τα θρυλικά ονόματα και είναι απλά μεγαλοφυής.

Από τη δισκογραφία σου,  θέλω να εστιάσουμε στην ιστορία πίσω από το 3ο άλμπουμ In The Mood For Life. Νομίζω πως αυτό συγκεκριμένα έχει ένα μελαγχολικό φόντο και δείχνει μια ανησυχία για τη κοινωνία και τη ζωή, γενικά. Λοιπόν, ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος.  Ήμουν πολύ θυμωμένος με τη πολιτική κατάσταση όσον αφορά τη καθημερινότητα, δεν θεωρούσα σωστά  αυτά που έκανε ο Πρόεδρος της Γαλλίας, και είχα την αίσθηση ότι έπρεπε όλοι να παλέψουμε. Επομένως για μένα αυτό ήταν όλο το νόημα στο «In The Mood For Life». Μετά από αυτό η μελαγχολία υπάρχει πάντα στη μουσική μου, δε το ελέγχω γιατί μου αρέσει πολύ- συχνά αναφέρω τη φράση που έχει πει ο Βίκτωρ Ουγκώ: « Η μελαγχολία είναι η χαρά του να είσαι θλιμμένος», γιατί είναι αληθινό. Και αν η μουσική είναι ζωή, τότε χρειάζεται να είναι μελαγχολική επίσης.

Όλοι γνωρίζουμε , ότι η κρίση επηρεάζει – πέρα από όλα τα άλλα- και την μουσική επίσης.  Από την άλλη πλευρά, το Διαδίκτυο, παρέχει νέους τρόπους  για να ενισχυθεί ο καλλιτέχνης και η δημιουργικότητα (bandcamp, δωρεάν κατέβασμα κτλ). Τι γνώμη έχεις για αυτό, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι έχεις το δικό σου προσωπικό label, το Lab’ Oratoire; Λοιπόν, είναι περίπλοκο όπως συνήθως. Δεν είναι ποτέ άσπρο ή μαύρο,  αλλά δε μπορούμε να πάμε πίσω και όπως είπες έχουμε κάποια καινούργια εργαλεία. Δε πουλάω δίσκους όπως θα το έκανα πριν από 15 χρόνια αλλά την ίδια στιγμή, 15 χρόνια πριν, χωρίς το Διαδίκτυο, κανένα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δε θα με βοηθούσε, οπότε χρειάζεται να το έχεις αυτό στο μυαλό σου και να προχωράς μπροστά. Είμαι ένας ανεξάρτητος παραγωγός και προσπαθώ να είμαι θετικός και να έχω κίνητρα.  Είναι δύσκολη εποχή αλλά έχουμε κάποιες πηγές και ώθηση που οι μεγάλες εταιρείες δε πρόκειται να έχουν ποτέ.

Έχεις κάνει πολλές συνεργασίες με διάφορους καλλιτέχνες αλλά σε μια σταθερή βάση, όπως για παράδειγμα με τη Charlotte Savary.  Πόσο εύκολα διαλέγεις τους συνεργάτες σου; Αν υπάρχει χημεία, μένεις εκεί ή προσπαθείς να πειραματίζεσαι; Τα κομμάτια είναι πάντα που με εμπνέουν για τις συνεργασίες μου. Αλλά έχεις δίκιο, έχω κάποιες, οι οποίες επαναλαμβάνονται συχνά όπως με τη Charlotte,  τους Mattic & ASM.. Νομίζω ότι είναι «οικογενειακή» υπόθεση.

Ένα μέρος, ένα αντικείμενο και ένα πρόσωπο που σε εμπνέουν; Για το μέρος, θα έλεγα τη Νέα Υόρκη, είναι πραγματικά σαν 2ο σπίτι μου, για το πράγμα θα έλεγα τα βινύλια, ακόμα και τώρα είμαι πολύ ενθουσιασμένος όταν ανακαλύπτω μερικά  καινούργια και για το πρόσωπο θα έλεγα τον Stanley Kubrick. Είναι ο απόλυτος καλλιτέχνης για μένα.

Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στο The Dusty Rainbow Experience και στα άλλα projects σου; Το συγκεκριμένο είναι πολύ ιδιαίτερο για μένα, γιατί είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι στη διαδικασία της δημιουργίας της ιστορίας, με αυτόν που την αφηγείται και όλα τα υπόλοιπα τριγύρω. Νομίζω πως είναι η πιο προσωπική δουλειά για μένα από τότε που κυκλοφόρησε το « Tales Of The Forgotten Melodies». Χρειαζόμουν να πάω πίσω σε μερικές εντυπώσεις για τη διαδικασία του να προσθέτεις δείγματα, αλλά με μια προσωπική οπτική και με την δεκάχρονη εμπειρία ανάμεσα σ αυτά.

Τα μελλοντικά σου σχέδια; Δουλεύω πάνω σε ένα project που έχει να κάνει με συμφωνική μουσική, τον επόμενο χρόνο.  Θα μάθετε περισσότερα, οπότε μείνετε συντονισμένοι!

Σάββατο 9 Νοεμβρίου, Fuzz Live Music Club, Τιμή εισιτηρίου: 21 ευρώ. Στο ταμείο, το βράδυ της συναυλίας, η τιμή θα είναι 24 ευρώ. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Άνη Ορφανίδου

Share
Published by
Άνη Ορφανίδου