Γνωρίζοντας την Βίκυ Παπαδοπούλου

Είναι καθισμένη σταυροπόδι σε μια γωνιά ενός πολύβουου καφέ με χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Όπως χαμογελάει ζεστά στο χαιρετισμό μας, σκέφτομαι ότι είναι μάλλον απίθανο να τη φανταστεί κανείς σαν πληρωμένη συνεργό διεφθαρμένων πολιτικών προσώπων. Κι όμως, στο The Republic του Δημήτρη Τζέτζα που θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 19 Νοεμβρίου, η Βίκυ Παπαδοπούλου παίζει το ρόλο της Ηλιάνας, μιας επικίνδυνης γυναίκας με διπλή ταυτότητα που πληρώνεται για να αποσπά πολύτιμες πληροφορίες που θα χρησιμοποιηθούν ως μέσο εκβιασμού. «Το μόνο κοινό μου με το ρόλο είναι η αντιφατικότητα, το ότι ενώ φαίνεται σκληρή και αδίστακτη υπάρχουν στιγμές που γίνεται ευάλωτη, σχεδόν παιδί. Κι εγώ μπορώ να υπάρξω πολύ γλυκιά αλλά είμαι και αρκετά δυναμική και αυστηρή. Από εκεί και πέρα δε μοιάζουμε, δεν με προσλαμβάνει κανείς για τέτοιες δουλειές» λέει γελώντας.

Ευτυχώς, προλαβαίνω να σκεφτώ, που προτίμησε τον κόσμο της σκηνής από εκείνον της παρανομίας, μάλλον γιατί «από μικρή λάτρευε τις ιστορίες και τα παραμύθια και ήθελε να είναι μέρος της δημιουργίας τους». Και μέχρι στιγμής μπορεί να μετρά αρκετά «παραμύθια» στο θέατρο, την τηλεόραση και το σινεμά που από υποκριτικής άποψης είχαν πάντα happy end- αφοσιωμένη στην υπηρεσία της τέχνης της, η Βίκυ συνεχίζει να εξελίσσεται δοκιμάζοντας νέες προκλήσεις, με πιο πρόσφατη το The Republic. «Μπορείς να το χαρακτηρίσεις ως πολιτικό θρίλερ. Είναι μια ταινία δράσης- είδος που σπάνια βλέπουμε στην Ελλάδα, αλλά που ο σκηνοθέτης γνωρίζει καλά έχοντας δουλέψει χρόνια στην Αμερική. Είναι μια ταινία αρκετά σκληρή, με βία και αίμα, σε ένα επίπεδο όμως που πιστεύω ότι είναι ανεκτό στο θεατή. Θεωρώ ότι είναι μια καλή ταινία, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά γενικά».

Αναρωτιέμαι ποια είναι κάθε φορά τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει ρόλους και αν αυτά αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου. «Από τότε που βγήκα στο επάγγελμα, τα πρώτα κριτήρια είναι το σενάριο και το έργο. Μετά οι συνεργάτες. Σε αυτή την περίπτωση, το σενάριο δεν ήταν ακόμη τελειωμένο αλλά συζητήσαμε με το σκηνοθέτη και τον εμπιστεύτηκα. Επίσης το υπόλοιπο καστ των ηθοποιών ήταν άνθρωποι που εκτιμώ ή είχα ήδη δουλέψει και κατάλαβα τη γενική διάθεση να βουτήξουμε όλοι μαζί μέσα σε αυτό με όρεξη και αγάπη για το σινεμά. Έχει δηλαδή να κάνει με το τι θα σου εμπνεύσει ο κάθε άνθρωπος, αν φαίνεται αφοσιωμένος και παθιασμένος με αυτό που θέλει να κάνει σε κερδίζει». Το πρόσωπό της έχει μια ευγένεια που θυμίζει τη Ζωή, την όμορφη γυναίκα του αντισυνταγματάρχη Λόγγου που υποδύθηκε στο κινηματογραφικό Τανγκό των Χριστουγέννων. Όμως, δύο χρόνια αργότερα, η Βίκυ είχε αντικαταστήσει τα ρομαντικά φορέματα εποχής με κορσέ και μαστίγιο για χάρη της «Αφροδίτης με τη γούνα» στο θέατρο Θησείον. Αν μη τι άλλο, φαίνεται να αγαπά τις αλλαγές.

«Μου αρέσει το ρίσκο, η πρόκληση, να μπαίνω σε μονοπάτια που δε γνωρίζω πολύ καλά γιατί έτσι μαθαίνω σαν άνθρωπος και σαν ηθοποιός. Δε θα σταματήσω ποτέ να μαθαίνω πράγματα, μαθαίνω καθημερινά από όλους και απ΄όλα. Θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος που συναντώ στη δουλειά και γενικότερα στη ζωή μου έχει να μου πει κάτι, αρκεί να ακούω. Έχω πάντα τα μάτια μου ανοιχτά, και όταν ζεις έτσι σίγουρα θα δεις πράγματα που μπορεί να σε μετακινήσουν λίγο ή πολύ. Η ζωή είναι μικρή αλλά είναι και ατελείωτη, οπότε το θέμα είναι να εξελισσόμαστε, να βάζουμε στόχους και να προχωράμε. Αν δεν υπάρχει εξέλιξη βαριόμαστε. Εμένα η μετακίνηση μου φέρνει χαρά γιατί δε βαριέμαι, διαφορετικά θα είχα πολλή θλίψη μέσα μου».

Ο τρόπος που μιλά έχει μια αφοπλιστική απλότητα. Δεν φαίνεται διστακτική ούτε απόμακρη, αλλά αυτά τα επίθετα συνόδευσαν συχνά το όνομά της εξ΄αιτίας της άρνησής της να παίξει το παιχνίδι της δημοσιότητας. Η δημοφιλία της προκλήθηκε μέσω της δουλειάς και εν μέρει λόγω της εμφάνισής της- η ίδια όχι απλώς δεν το εκμεταλλεύτηκε αλλά οχυρώθηκε επικοινωνιακά στα απολύτως απαραίτητα. Είναι ομολογουμένως μια καλλιτέχνης με εξαιρετική αίσθηση του μέτρου. Ήταν άραγε μια εξ’ αρχής στρατηγική επιλογή; «Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά. Έτσι μου λένε οι δικοί μου ότι ήμουν μικρό παιδί, έχω τέτοια παιδεία από το σπίτι. Αλλά ίσως και να το επέλεξα χωρίς να το καταλάβω γιατί ούσα πολύ ντροπαλός άνθρωπος -παρά το ότι κάποιος μπορεί να το ερμηνεύει ως σνομπισμό- αισθάνομαι πάρα πολύ άβολα να εκθέτω τον εαυτό μου. Θα μου πεις, τι είναι το θέατρο και ο κινηματογράφος;», προλαβαίνει μια εύλογη ένσταση. «Εκεί κρύβεσαι πίσω από κάτι άλλο. Στη σκηνή και στο σινεμά αισθάνομαι ότι μπορώ να κάνω τα πάντα χωρίς κανένα πρόβλημα. Την προβολή του εαυτού μου όμως την κάνω μόνο όταν έχω μπροστά μια δουλειά. Πολλές φορές έχω ακούσει να λέγεται για μένα ότι είμαι δύσκολη. Δεν έχει να κάνει με το ότι είμαι δύσκολος άνθρωπος, αλλά με την προσωπική μου συστολή και το ότι νιώθω άβολα, ταράζομαι. Με ένα μαγικό τρόπο, δε μου συμβαίνει καθόλου στη δουλειά».

Είναι πράγματι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παράδοξα όσον αφορά το επάγγελμα του ηθοποιού, η συμπεριφορά εντός και εκτός υποκριτικής συνθήκης. «Νιώθω μια ελευθερία στο θέατρο, σαν να μου επιτρέπεται να κάνω πράγματα που δεν θα σκεφτόμουν καν στη ζωή μου. Επειδή είμαι σε αυτή τη δουλειά από καθαρή αγάπη γι’ αυτό που κάνω, νιώθω σταθερή σε αυτό και όχι ευάλωτη. Επίσης είμαι πολύ αυστηρή με τον εαυτό μου, εντός και εκτός δουλειάς. Θέλω τα πράγματα να μου είναι δύσκολα τόσο ώστε να λειτουργούν ευεργετικά, όχι όμως σε σημείο να ταλαιπωρούμαι». Είναι και ένας τρόπος εξέλιξης αυτός. «Μα γι΄αυτό ακριβώς το λέω. Θέλω κάποια στιγμή να γυρίσω πίσω και να πω “κοίτα πως εξελίχθηκα σε αυτό το κομμάτι”. Το θέατρο είναι με έναν τρόπο κάθαρση και ψυχοθεραπεία, όσο κλισέ κι αν ακούγεται. Βάζεις στην άκρη τη λογική σκέψη, τα προβλήματά σου γιατί έχεις να κάνεις κάτι που είναι ιερό τόσο για εσένα όσο και για εκείνους που έρχονται. Είναι ανεκτίμητο, μπορεί να σε κουράζει αλλά σε θεραπεύει».  

Η στάση του σώματός της έχει αλλάξει, τα μάτια της λάμπουν και χειρονομεί έντονα. Μιλά για τη δουλειά της σαν να διηγείται μια συναρπαστική εμπειρία που της συνέβη σε ένα πρόσφατο ταξίδι. Αναρωτιέμαι αν η φυσική της συστολή την οδήγησε ποτέ σε δεύτερες σκέψεις. «Υπήρξαν περίοδοι που κουράστηκα πάρα πολύ αλλά ο έρωτας που έχω με τη δουλειά είναι ο εντονότερος και ο μεγαλύτερος σε διάρκεια και που είχα στη ζωή μου. Πάντα αμφιβάλλεις και όταν κουράζεσαι λες, “ας πάρω ένα διάλειμμα”. Αν όμως είσαι παθιασμένος, όπως και σε μια σχέση, δεν μπορείς να πάρεις διάλειμμα. Εγώ αναπνέω με τη δουλειά μου, την έχω ανάγκη, είναι πολύ μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, το οποίο με κουράζει και με ξεκουράζει ταυτόχρονα». Και οι άνθρωποί της; «Νομίζω ότι καταφέρνω να κρατάω τις ισορροπίες. Όταν οι άνθρωποι που έχεις δίπλα σου σε βλέπουν να αφοσιώνεσαι σε κάτι, χαίρονται με τη χαρά σου. Ευτυχώς έχω δίπλα μου ανθρώπους που σέβομαι και με σέβονται».

Η συζήτηση στρέφεται στο ελληνικό σινεμά και την εικόνα του τα τελευταία χρόνια. Η Βίκυ, άλλωστε, είναι ενεργό μέλος αυτού του κινήματος- με το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη, έφτασε μέχρι το φεστιβάλ του Βερολίνου. «Χαίρομαι πάρα πολύ!», λέει και ξαφνικά η φωνή της σκληραίνει. «Το ελληνικό σινεμά πρέπει να στηρίζεται από τους ίδιους τους Έλληνες. Βγαίνει μια ελληνική ταινία και ξαφνικά γινόμαστε πάρα πολύ αυστηροί, γινόμαστε όλοι ειδήμονες και λέμε ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερη η ταινία. Μα γιατί η Ελλάδα να τρώει τα παιδιά της; Γιατί να μην πληρώνουν το ελληνικό σινεμά; Ας του δώσει ο κόσμος μια ευκαιρία και θα γίνουν καλύτερα πράγματα στο μέλλον. Έχουμε σπουδαία νέα ταλέντα, φοβερούς κινηματογραφιστές που πρέπει να φτάσουν στα 50 για να κάνουν μια μεγάλη ταινία. Είναι κρίμα γιατί δεν υπάρχουν λεφτά, ενώ υπάρχει πολύ καλό υλικό. Ας είμαστε επιεικείς με το ελληνικό σινεμά, ας το βλέπουμε όσο πιο αντικειμενικά γίνεται και ας μην το συγκρίνουμε συνεχώς. Αν ο Λάνθιμος έκανε τον Αστακό στην Ελλάδα δεν θα πήγαινε τόσο καλά, ενώ τώρα πάει και του αξίζει να πάει. Είναι κρίμα λοιπόν να υποτιμούμε οι ίδιοι τους δικούς μας αντί να προσπαθούμε να τους ενισχύουμε. Το σινεμά γίνεται καλύτερο, προχωράει μέρα με τη μέρα», λέει και αλλάζει τόνο. «Το θέατρο είναι κάτι άλλο, το θεωρούμε δικό μας, ιερό, πάει ο κόσμος. Με έναν τρόπο το στηρίζουμε επειδή το θεωρούμε παράδοσή μας».

Η ίδια πάντως αγαπά και τα δύο εξίσου, αλλά θα έφευγε δύσκολα από την Ελλάδα γιατί όπως λέει είναι η βάση της και οι άνθρωποι που αγαπά και θέλει να αισθάνεται κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού. «Μου αρέσει και η δυσκολία του να κάνεις πράγματα!» λέει γελώντας. Επαναφέροντας την παραδοχή της ευάλωτης πλευράς της, αναρωτιέμαι με ποιο τρόπο διαχειρίζεται τα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα όταν της λείπει η ασφαλής ασπίδα ενός ρόλου. «Υπάρχουν στιγμές που νιώθω απελπισία. Καλώς ή κακώς με όσα γίνονται το πιο εύκολο είναι να πέσουμε στη μαύρη τρύπα, με τέτοια πίεση που δέχεται ο καθένας μας οι ανοχές και οι αντοχές μικραίνουν μέρα με τη μέρα. Είμαι όμως φύσει αισιόδοξος άνθρωπος και προσπαθώ να παλεύω και να μην αφήνω τον εαυτό μου να βουλιάζει. Δεν επαναπαύομαι και ψάχνομαι συνεχώς, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Αυτό που δε θέλω να ξεχνάω, όσα νεύρα και να έχω, είναι να δείχνω αγάπη και αλληλεγγύη στο συνάνθρωπό μου. Τα βασικά δηλαδή, αν γυρίσουμε σε αυτά η ζωή θα είναι πιο εύκολη».

Έχει τελειώσει τον καφέ της και στρίβει ένα τσιγάρο με τα λεπτά της δάχτυλα. Ξεκινάει πρόβες για δύο ταινίες, λέει και φαίνεται ενθουσιασμένη -ποιος ξέρει τι είδους περιπέτειες την περιμένουν πάλι. Προσπαθώ να φανταστώ τις συνήθειές της, με βοηθάει στην περιγραφή. «Κάνω βόλτες με το σκυλί μου, συζητήσεις σε φιλικά σπίτια, διαβάζω θεατρικά, βλέπω ταινίες μανιωδώς και μαγειρεύω. Είμαι πιο πολύ του μέσα γενικώς, αλλά θα βγω γα ποτό, θα πάω σινεμά και θέατρο». Είναι αισιόδοξη;  «Εξαρτάται τη μέρα. Πάντως όταν ξυπνάω πλέον με τέτοια διάθεση προσπαθώ να την αλλάξω». 

Παρατηρώντας την να απομακρύνεται, αναρωτιέμαι αν σήμερα ξύπνησε αισιόδοξη, ή αν το βρήκε στην πορεία. Δεν ξέρω αν πάει να ξεδιπλωθεί σε κάποια πρόβα ή να κουρνιάσει βλέποντας μια ταινία- το σίγουρο είναι πως ο,τι κάνει το κάνει με έναν μοναδικά όμορφο τρόπο. Και αυτό κάνει σε κάθε περίπτωση την κάθε μέρα κερδισμένη.

Η ταινία The Republic του Δημήτρη Τζέτζα θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 19 Νοεμβρίου από τη VILLAGE.
Ιωάννα Παναγοπούλου

Η Ιωάννα Παναγοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του '93. Σήμερα ολοκληρώνει τις σπουδές τις στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.

Share
Published by
Ιωάννα Παναγοπούλου