1982 θα ήταν, όταν έπεσε στα χέρια μου «Η Σημειολογία στην καθημερινή ζωή» από τις εκδ. «Μαλλιάρης Παιδεία». Το διάβασα απνευστί, το ξαναδιάβασα πολλές φορές, το βιβλίο στραπατσαρίστηκε, τα φύλλα κόπηκαν, τα κόλλησα πολλές φορές με σελοτέιπ, μετά κιτρίνισαν, οι σημειώσεις άρχισαν να ξεθωριάζουν. Βιβλίο τσέπης. Πρακτικό μέγεθος που χωρούσε στην παλάμη. «Θεϊκό δώρο» ενός συμμαθητή μου στο φροντιστήριο το καλοκαίρι του ’82.
Κάπως έτσι μπήκε ο Έκο στη ζωή μου, στη ζωή όλων μας, ισορροπώντας πάντοτε θαυμάσια μεταξύ ελαφρότητας και σοβαρότητας, χιούμορ και εμβρίθειας, απλότητας και διεισδυτικότητας και έχοντας το μοναδικό προνόμιο να εκλαϊκεύει σύνθετα θεωρητικά, πολιτικά και ηθικά ζητήματα με μοναδικό τρόπο και να τα καθιστά εύληπτα ακόμα και στους αδαείς αναγνώστες. Ένας βέρος μεταμοντέρνος συγγραφέας που ξέρει να βάζει στο μπλέντερ του λόγου όλα τα είδη της γραφής και να προκύπτει μια εξαίσια φαντασμαγορία.
Από τον Έκο έμαθα πως, για να γίνουμε υπεύθυνοι πολίτες αυτού του κόσμου, πρέπει να διαβάζουμε και να κατανοούμε τα κείμενα. Και ο ίδιος μάς έδειξε πώς να περιπλανιόμαστε στο δάσος της αφήγησης με βραδύτητα, χωρίς να χάνουμε τον δρόμο στα μονοπάτια της διακειμενικότητας.
«Σημειωτική» η μέθοδος και πλήθος τα παραδείγματα που χρησιμοποίησε ο ευρυμαθής συγγραφέας, για να εφαρμόσει το αναγνωστικό μοντέλο του. «Θεωρώ πως είμαι ένας πανεπιστημιακός καθηγητής εξ επαγγέλματος, και, ως μυθιστοριογράφος, απλώς ένας ερασιτέχνης» («Εξομολογήσεις ενός νέου μυθιστοριογράφου», εκδ. Πατάκη, μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, 2011).
Αργότερα, ως φιλόλογος χρησιμοποίησα πλειστάκις –και ακόμα χρησιμοποιώ- τα κείμενα του Έκο ως υποδείγματα σκέψης και λόγου στους μαθητές μου. Να γράφεις σοβαρά με αίσθηση του χιούμορ, χωρίς να χάνεις ούτε για μια στιγμή την πραγματικότητα από τα μάτια σου.
Οι αλλεπάλληλες μεταφράσεις των έργων του στα ελληνικά, και των πραγματειών και των πολυσέλιδων μυθιστορημάτων του, αποκαλύπτουν τον αληθινό πνευματικό άνθρωπο του 20ου αι. που παλεύει με όλες του τις δυνάμεις για να φτιάξει ένα «λεξικό», μια καινούργια γλώσσα προκειμένου να κατονομάσει το κατακερματισμένο παρόν, σε μια εποχή που η αποστεωμένη γλώσσα παύει να παράγει νόημα. Αυτό για τον Έκο αποτελεί το ύψιστο ηθικό και πολιτικό καθήκον κάθε ανθρώπου της εποχής μας και όχι μόνο του φιλολόγου.
Θεωρητικός και μυθιστοριογράφος (μετά τα πενήντα του) υπηρέτησε συνειδητά τη δύναμη των λέξεων βρίσκοντας πάντα τον τρόπο να ξαφνιάζει ευχάριστα, προτού ο πολύς κόσμος τον ανακαλύψει με την κινηματογραφική διασκευή του πρώτου μυθιστορήματός του «Το όνομα του Ρόδου» και αργότερα γίνει ο πιο αναγνωρίσιμος συγγραφέας στον κόσμο.
Το τελευταίο του βιβλίο «Φύλλο μηδέν», που κυκλοφόρησε πέρυσι από τον «Ψυχογιό» δεν ανταποκρίνεται τόσο στον μύθο που έχτισε ο μεγάλος διανοητής και συγγραφέας του 20ου αι., καθώς ο θεωρητικός «πνίγει» τον μυθιστοριογράφο. Θέμα του –τι άλλο- η χειραγωγική δύναμη του μιντιακού κόσμου. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτό το μικρό σε έκταση μυθιστόρημα, ο 80χρονος συγγραφέας ξιφουλκεί κατά του καθεστώτος Μπερλουσκόνι. Βιβλίο-κραυγή για τον κίνδυνο που ενέχει για τη δημοκρατία η πνευματική δικτατορία του Τύπου, έντυπου, ηλεκτρονικού, ψηφιακού, ενός Τύπου που όλο και προσομοιάζει με τους πίνακες του Αρτσιμπόλντο.
Φημολογείται πως το όνομά του είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων “Ex Caelis Oblatus”, που σημαίνει “θεϊκό δώρο”. Δεν ξέρω αν αληθεύει κάτι τέτοιο. Πάντως, δεν μπορεί, τέτοιο χαλκέντερο καθολικό πνεύμα θα ήταν φτιαγμένο από θεϊκή έμπνευση.